«Από παλιά βελανιδιά με ξύλεψαν. Κάθε δαχτυλίδι στον κορμό μου και μια χρονιά. Έτσι μετράνε τον χρόνο μου. Όσο έστεκα ριζωμένη, είχαν δει πολλά τα μάτια μου -γλέντια, έρωτες, θανάτους, μανισμένους αέρηδες που έσερναν λιακάδες φωτεινές- φύλλα αμφινοούντα ανάμεσα στα ιερά χρώματα γης κι εποχών.

»Θυμάμαι… το γλέντι ενός τσέλιγκα, είκοσι του Αλωνάρη ήταν, του Λιάκου με τ’ όνομα! Γλέντι ημερών στο λιβάδι του Προφήτη. Πολύ το γέλιο στον χορό τον κυκλικό, καπνισμένοι οι θεοί και τα λάβαρα… κι οι κουβέντες τους από κοντά – άλλες τρανταχτές κι άλλες ψιθυριστές. Κοπάδια και προίκες άλλαξαν χέρια. Τόποι φλέγονταν ν’ αλλάξουν Χάρτα. Ορφανές μέρες… Το ’20 ήταν. Το 1820. »Θυμάμαι και τη χαρακιά του έρωτα στον νεαρό τότε κορμό μου. Μαυρομαλλούσα ήταν, και θαρρώ τη φώναζαν Ρινιώ. Δεν τα θυμάμαι κι όλα… Μ’ αυτή τη χαρακιά μεγάλωσα – μεγάλωσε κι εκείνη μ’ εμένα. Ρετσίνι ποταμό ανέβλυσα για να απαλύνω τον πόνο μας. Το ’98 ήταν. Το 1798.

»Θυμάμαι το ατάραχο βουητό των μελισσών και την ταραγμένη σιγή των πουλιών όταν μια σφαίρα καρφώθηκε πάνω απ’ το ψηλό μου το κλαρί. Αντάμα αντάμα ζευγάρωσα πληγή και σίδερο, μην τυχόν και λησμονηθούν. Χρόνια αργότερα καταριόταν ο ξυλάς την τύχη του – κάμποσα ήταν τα δόντια απ’ το πριόνι που λύγισαν κι έσπασαν στη μοιραία συνάντηση με το μολύβι. Το ’41 ήταν. Το 1941.

»Μεγάλα και χοντρά τα σανίδια μου. Απ’ τη μέση του δέντρου, όχι τίποτε ξακρίδια. Ποτέ δεν χρειάστηκα χαρτάκια διπλωμένα τέσσερις φορές για να μην κουνιέμαι. Δύο γερά αρσενικά δεν με σηκώνουν… “Ωχ! Βαρύ είναι!” »Σήμερα έγερνα πάνω δεξιά, μα δεν σάλευε ούτε ολόγιομο ποτήρι. Τέσσερις απ’ τη μια, πέντε απ’ την άλλη. Στα κεφαλάρια, η Βρεφοκρατούσα κι η πρεσβυτέρα, η Οδηγήτρια, αντάλλασσαν χαμηλόθωρες ματιές, σαν να κρυφοκοιτούσαν καθρέφτη στο ζύγι των καιρών τους.

»Έτσι ήμουν; Έτσι θα γίνω; »Και τι δεν είχα πάνω μου! Ούτε σε αρχοντικά γεύματα τόσα εδέσματα. Όλοι έφεραν το κατιτίς τους. Έντεκα φαγιά, εννιά διαφορετικά τυριά, δεκαεπτά τα τσουκάλια στο σύνολο. Τα ορεκτικά, έτσι τα λένε για να τους ανοίγει η όρεξη, απ’ άκρη σ’ άκρη μου. Ποτήρια σ’ όλες τις ιερές στιγμές της δίψας ανάμεσα στο άδειο και στο γεμάτο. Και το ψωμί τόσο πολύ… χορταίναν της Γης οι πεινασμένοι. Σαν ψίθυρος γλυκός η μοιρασιά. Μ’ αρέσει όταν κρατάνε το καρβέλι στον κόρφο τους και κόβουν γενναία τις φέτες. Γενναίες φέτες! Μάλλον για να μην ακούγεται συνέχεια το “μου δίνεις λίγο το ψωμί;”. Και με τ’ αλάτι έτσι λένε: “Μου δίνεις λίγο τ’ αλάτι;”. Όλα τα ζητάνε από λίγο. Μάλλον γιατί ό,τι μοιράζονται το γυρεύουν σε μικρές δόσεις, να περισσεύει, να μην τελειώνει – κι αυτό μ’ αρέσει!

»Πιρούνια και μαχαίρια αντικριστά, καλούδια και πιάτα στο κατόπι… πολύβουα περάσματα. Μόνο το ανθοδοχείο δεν κουνήθηκε από τη θέση του σήμερα, παρόλο που στα λουλούδια του έμπλεξαν κόμες, δάχτυλα κι έρωτες. »Γέλια, συνταγές, ιστορίες… “Δεν πρόλαβα να πω στη μάνα μου πόσο νόστιμες έκανε τις μπάμιες! Ούτε να τη ρωτήσω για ποιο λόγο έβαζε τόσο σκόρδο στα γεμιστά. Μου δίνεις λίγο μια χαρτοπετσέτα; Βούρκωσα, γαμώτο! Πολύ νόστιμα τα κανελόνια, αδελφούλα! Μου περνάς λίγο το αλάτι;” Πολλές οι ιστορίες… στάλαγμα ιερών στιγμών ανάμεσα στο αλμυρό και το ανάλατο- στο γλυκό και το πικρό. »Και τα χάδια τους… ωραία!

Γλυκιά κι η ώρα του αποχωρισμού! Χέρια γυμνά να σπρώχνουν ψίχουλα – χέρια υγρά να τσιμπολογάνε. Τα μεγάλα κομμάτια πρώτα! Τα μικρά φεύγουν στο τίναγμα και τότε ζούδια και ζλάπια ουρανού και γης αρχίζουν τους χορούς κατάρριζα στα πόδια μου. Τίποτα δεν πάει χαμένο! Ο τόπος κι οι άνθρωποι φροντίζουν γι’ αυτό, όχι εγώ! Εγώ… αλύγιστος φύλακας να καρτερώ τις ιερές στιγμές τους. Μ’ αρέσει που τελειώνουν για να ξαναρχίσουν. Έτσι μετράω τον χρόνο πια – κάθε στρωμένο τραπέζι κι ένα δαχτυλίδι!».

 Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον πρωτοχρονιάτικο Γαστρονόμο, τεύχος 177.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών