Έχω μια φίλη, την Αλέκα. Έχει την ελαφράδα γαζέλας σε αέναη μετανάστευση. Συχνά μου τηλεφωνεί με βασανιστικά ερωτήματα. Από το αν μπορώ μέσα σε μια παράγραφο να εκφράσω τον πόνο μιας φτωχής, εργατικής, πολύτεκνης οικογένειας, ως τις παγκοσμιοποιημένες, πλέον, αγωνίες για τη μετανάστευση και την κλιματική αλλαγή. Το πιο βασανιστικό απ’ όλα είναι αυτό –που ενώ ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης– ανά πάσα στιγμή, την ακούω να με ρωτά: «Τι θα κάνετε απόψε;».

Σου παίρνει χρόνο να συνειδητοποιήσεις ότι την τελευταία φορά, χτες δηλαδή, την είχες εντοπίσει στην Αυστραλία. Μα τι να κάνουμε; Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι μεσοβδόμαδα. Θα κάτσουμε σπίτι. Έχουμε και δουλειές. Απόψε ειδικά θα αναπιάσουμε το προζύμι για χριστόψωμα. Θα βάλουμε τα ρεβύθια στο νερό για αύριο. Θα φτιάξουμε ένα ωραίο βραδινό κολατσιό. Θα απολαύσουμε ένα παλαιωμένο. Θα δούμε και μια χαζομάρα στην τηλεόραση. Κόπιασε!

Όταν θα ωριμάσω, θέλω να γίνω Αλέκα. Να φτάνω σήμερα στον Βόλο και να σκαρφαλώνω το Πήλιο για τα έκτα γενέθλια των Μεζεν-αίων. Να έχω απολαύσει το ταξίδι με πλοίο, λεωφορείο και ΙΧ. Να έχω συναντήσει φίλους στη διαδρομή. Να έχουμε κάνει μαζί δεκάδες στάσεις για ανεφοδιασμό σε «καύσιμα» της καρδιάς. Να κοιμόμαστε αργά, έχοντας γευτεί, μπουκιά μπουκιά, όλη την Ελλάδα σε μικρά πιατάκια και όλο τον σύγχρονο προβληματισμό νέων μαγείρων σε ιδιαίτερες παρασκευές. Ενδεικτικά να αναφέρω πως δεν ήταν «σαλάμι τόνου» εκείνο που έκλεισε τη ροή των μεζέδων. Ήταν ένα σαλάμι «με τόνο»! Και το τσίπουρο της Κατερίνας ήταν από σύκα της δικιάς της συκιάς και δικιάς της απόσταξης, ναι! Θέλω να φεύγω την Παρασκευή για το Ρέθυμνο, για τα χοιροσφάγια του Βαβουράκη. Να στήνουμε κι ένα καζάνι με τον Χάσικο στο ανάμεσα. Και σφακιανόπιτες θέλω, στην πηγή. Ύστερα, θέλω να ακούσω τον ήχο των ποτηριών από τα Κρασανοίξια των ερασιτεχνών αμπελοκαλλιεργητών της Μυκόνου, τις συζητήσεις και τις αγωνίες των Κυκλαδιτών μικροοινοποιών και μαζί τους να μοιραστώ την έκδηλη χαρά της απόλαυσης των σπάνιων και εκλεκτών οίνων παραγωγής τους.

Α, ναι κι όταν μεγαλώσω για τα καλά, πάλι Αλέκα θέλω να γίνω. Να έχω κάτι από τη αέναη διάθεσή της να αρμέξει την ομορφιά του κόσμου, πόλη την πόλη, εικόνα την εικόνα, με την ερευνητική της ματιά και με την όρεξή της για γνώση και εμπειρία. Αυτό θέλω, ναι, κι ας είναι στα 20 τετραγωνικά μέτρα της κουζίνας μου. Ντουλάπι το ντουλάπι, βαζάκι το βαζάκι. Να βάζω λογής τυριά σε παράταξη. Να ψιλοκόβω αλλαντικά. Να έχω όρεξη και υγεία. Να ταξιδεύω με την κιβωτό-κατσαρόλα μου κι άλλοτε ναυαγός πάνω σε μια σχεδία-σχαροτήγανο. Έξω ας βοούν, καταγραφόμενες στα δελτία των 8, αντίξοες καιρικές συνθήκες. Μέσα να βρέχει Ασύρτικο, Μοσχάτο, Μαντηλαριά… Ε, ναι τελικά, επειδή ούτε τη δροσιά της, ούτε τη ζωντάνια της μπορώ να έχω, θέλω τουλάχιστον αυτό: Να έρχεται κάθε τόσο από το πουθενά και να ρωτά: «Τι θα κάνουμε απόψε;». «Κόπιασε» να είναι η απάντηση. «Κόπιασε!»!

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών