Κυριακή πρωί και πάλι ακούγονται φωνές. Κάπως έτσι ξυπνάμε κάθε καλοκαίρι στη γειτονιά μου, μια από τις ταπεινές προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά. Τα παράθυρα ανοιχτά λόγω καιρού, τα σπίτια κοντά το ένα με το άλλο, και έτσι μοιραζόμαστε όλους τους ήχους καθώς και τις μυρωδιές. Πάλι τσακώνεται η γιαγιά με τον παππού από απέναντι. Η γιαγιά πάλι του φωνάζει ότι της μαύρισε τη ζωή, ο παππούς δεν ακούει, η γιαγιά αναγκάζεται να φωνάζει πιο δυνατά για να την ακούσει και νευριάζει περισσότερο, και εγώ από μέσα μου πότε παίρνω το μέρος του ενός, πότε του άλλου. Μέχρι που αρχίζει να μυρίζει τσιγαρισμένο κρεμμύδι. Σταματούν οι φωνές. Ησυχία. Η γιαγιά άρχισε να μαγειρεύει. Ο παππούς βάζει τη μουσική τους. Σμυρναίικα, Βέμπο, Σινάτρα, Βούλα Πάλλα, Καζαντζίδης συναντιούνται σε μια μεγάλη συναυλία πάνω από την κατσαρόλα της γιαγιάς. Και ξεχνά η γιαγιά ότι ο παππούς τής μαύρισε τη ζωή, ο παππούς ξεχνά ότι η γιαγιά τον ταλαιπωρεί και δεν του βρίσκει τις κάλτσες του, και αρχίζουν το τραγούδι. Τραγουδούν ντουέτο, κάνουν διφωνίες, ταιριαστές και δυνατές βέβαια, για να ακούει ο ένας τον άλλο. Μυρίζει και κανέλα και σταφίδες και δυόσμος και ο Καζαντζίδης τραγουδά ότι δεν θα ξαναγαπήσει. Μια νέα μυρωδιά, από κάρι αυτή τη φορά, κοντράρει τις γνώριμες. Μια λεπτή γυναικεία φωνή μουρμουρίζει τη μελωδία. Είναι η κοπέλα που μένει παραδίπλα, μάλλον από την Ινδία, με τα μεγάλα μάτια με το πιο βαθύ καστανό χρώμα που έχω δει και τις γυριστές βλεφαρίδες και φτιάχνει κοτόπουλο με κάρι και βούτυρο, δηλαδή Murg Makhani. Το μαρινάρει για 1 ώρα σε χυμό λεμονιού και πιπεριά τσίλι σε σκόνη και το σοτάρει με σκόρδο, ξερά κρεμμύδια, κάρδαμο, κάρι και αμύγδαλα μέχρι να ροδίσει. Προσθέτει ντοματοπελτέ και λίγο κοτόζουμο και το αφήνει να γίνει. Αποσύρει από τη φωτιά, το αφήνει λίγο να κρυώσει και προσθέτει μπόλικο γιαούρτι. Ανακατεύει καλά και το λούζει με καυτό βούτυρο. Στολίζει με φύλλα κόλιανδρου και ο Καζαντζίδης συνεχίζει να τραγουδά.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών
MHT