Να σκύβεις, να γονατίζεις και να τη φιλάς. Τη γη, το χώμα. Αν είναι να αποφασίσουμε ένα και μόνο πράγμα για τη χρονιά που ξετυλίγεται μπροστά μας, αν είναι ένα μόνο μάθημα που διδαχτήκαμε σκληρά στις λίγες εβδομάδες που πέρασαν από το γύρισμα του χρόνου, είναι αυτό. Κι όπως οι σωσμένοι από καταστροφές, οι ναυαγοί, όπως οι για χρόνια εκπατρισμένοι που επέστρεψαν, όπως οι εξορισμένοι, οι τσακισμένοι που κατάφεραν να ξαναγυρίσουν φιλούν το χώμα της πατρίδας-καρδιάς τους για να συνδεθούν με τη ζωή τους προτού κοπεί, να προσπαθήσουν να ενώσουν τις δύο άκρες του σκισμένου σκοινιού, έτσι επιβάλλει η ανάγκη, η φωνή από τα σωθικά μας – να φιλήσουμε το χώμα.

Το χρώμα εν προκειμένω ήταν του κάρβουνου, σκληρού, ξερού, αποτρόπαιου. Μαύρο κι από πάνω το κιτρινοκόκκινο της ασφυξίας. Το χρώμα που πρωτογνωρίσαμε στο σινεμά σαράντα χρόνια πριν, για να το δούμε δίπλα μας, στο Μάτι, και να το ξαναδούμε να απλώνεται σε τεράστια κλίμακα στις αρχές του χρόνου – τότε γυρίσαμε το βλέμμα στη μακρινή γεωγραφικά αλλά πια τόσο κοντινή Αυστραλία.

Και πριν από λίγες μέρες σ’ αυτά τα όρθια κατράμι δέντρα, η φύση η λεηλατημένη πήρε ξανά μπρος – από τους κορμούς τους πετάχτηκαν όλο ορμή χλοερά βλαστάρια.

Να τη φιλάμε και να τη φυλάμε – αυτή έχουμε μόνο να μας συντρέχει και να μας προστατεύει. Κι αν αναβάλλουμε διαρκώς περιμένοντας τις μεγάλες αποφάσεις, το όρντινο για να, δήθεν, υπακούσουν πρώτα οι κολοσσοί και μετά εμείς, για σκέψου, και εμείς μέσα στο σπιτικό μας κολοσσοί είμαστε. Από τη νεοπλουτίστικη απόφαση για γκαζόν παντού μέχρι την άφρονα σπατάλη των βρώσιμων, ως τους τόνους συσκευασίας που στριμώχνεται (στην καλύτερη περίπτωση) στους κάδους για ανακύκλωση. Τα λαχανικά που πετιούνται σωρηδόν αντί να γίνουν ζωμός και να νοστιμέψουν την κατσαρόλα μας ή οι πανομοιότυπες ντομάτες που βγαίνουν από το φώτοσοπ και όχι από μποστάνι συνδέονται με το ίδιο σκοινί με τα χωνευτήρια που αλέθουν τσόφλια και κοτοπουλάκια, τις πολυκατοικίες που εκτρέφουν γονατισμένα ακίνητα ζώα-σφαχτά. Το σκοινί που σφίγγει τον λαιμό όλων.

Πόσο κτηνωδώς κακομαθημένοι, πόσο αυτοκαταστροφικά άφρονες, πόσο σαδιστικά αδιάφοροι; Αυτά είναι τα ερωτήματα στην αυγή της νέας χρονιάς και νέας δεκαετίας που, μαζί με την (επίπλαστη) λάμψη της φρεσκάδας, ήρθε μαζί με την (πραγματική) φλόγα της καταστροφής. Το μάθημα γράφεται με ήτα, το ήτα της ήττας.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Φεβρουαρίου, τεύχος 166.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών