Ο γιατρός δεν σήκωνε αντίρρηση: λαπά, μόνο λαπά, ούτε πιλάφι, ούτε ριζότο – ζουμί από κοτόπουλο και λαπά. Λαπά; Νωθρό, πλαδαρό, μαλθακό… αποτυχημένο; Αυτό θα τρώω; Δεν το έχω καταφέρει ποτέ, ούτε όταν ήμουν πεντάχρονο κι έβλεπα τα φουσκωμένα, σκασμένα σπυριά του ρυζιού να κολλάνε στο πιάτο. Κανένα λεμόνι δεν κατάφερνε να κάνει την κουταλιά να κατέβει. Και η μυρωδιά ακόμη είναι ζωντανή στη μύτη μου τόσα χρόνια μετά, μυρωδιά πυρετού, τσαλακωμένων μαξιλαριών, ζεστών σεντονιών, μισόκλειστων παραθύρων. Κι από την άλλη είναι δυνατόν να σου προτείνουν από όλη την εξαίσια τούρκικη κουζίνα τον λαπά; Τον παραβρασμένο χυλό που μυρίζει θλίψη;

Μπορώ φιδέ; Αντί για ρύζι; αποτόλμησα. Ε, ναι, μου είπε, ο φιδές είναι οκέι.

Από μπροστά μου πέρασε σαν σε καρουσέλ όλη η γιαπωνέζικη και η βιετναμέζικη κουζίνα, σούπες παρήλαυναν με διάφανα νουντλς, με λιγότερο διάφανα, όλα με υπαινικτικά αρώματα και υποσχέσεις ευωχίας. Δεν προλάβαινα όμως, οι γνώσεις μου για να τις ετοιμάσω εγώ είναι ελλιπείς, τη βάση και το κριτήριο της επιτυχίας τους, που είναι οι ζωμοί, ούτε κατά διάνοια δεν προλάβαινα να την ετοιμάσω. Στην κορυφή του καρουσέλ σαν τζουτζές θριαμβευτής με τη γλώσσα να με κοροϊδεύει πέρασε και η πρόταση της Macha Merill για όσους πάσχουν από πονόδοντο, από το καταπληκτικό βιβλίο της «Joyeuses Pates», που το έχω στο εικονοστάσι της κουζίνας μου. Ταλιολίνι (με λίγη προσπάθεια τα βλέπεις σαν τον φιδέ του γιατρού) που ετοιμάζονται μέσα σε… κρέμα με βούτυρο και παρμεζάνα (ενίοτε και με μεδούλι). Ουπς! Σούπερ απαγορευμένες λέξεις, ο γιατρός θα έκανε χαρακίρι.

Σαν δαρμένος σκύλος (καθότι στα αρμένικα λαπάς σημαίνει νερουλό φαγητό για σκύλους) μπήκα στην κουζίνα, έβρασα με μηχανικές κινήσεις και χωρίς πολλές φροντίδες το πουλερικό ώστε να προκύψει ο ζωμός κι εκεί μέσα έριξα τις φωλίτσες του φιδέ. Τις εμβάπτισα, μέτρησα ένα λεπτό περιφρονώντας εντελώς τι γράφει η συσκευασία τους και έκλεισα το μάτι, τη φωτιά. Έβαλα στο βαθύ μου πιάτο αμέσως, έστυψα λεμόνι. Η πρώτη κλωστή του φιδέ που δοκίμασα ήταν ένα ποίημα, αν μπορούσα να φάω ζεματιστή όλη τη σούπα θα τις είχα προλάβει όλες τέλειες, αέρινες μεν, σφικτές δε. Γιατί όσο μένει ο φιδές στον ζωμό, τόσο αρχίζει να συμπεριφέρεται απρεπώς, να φουσκώνει, να πίνει, να πλαδαρεύει και να καταλήγει λαπάς. Πάλι ο λαπάς…

Μην τυχόν λοιπόν σκεφτείτε «έχει από το μεσημέρι μείνει αυτή η ωραία σούπα με τον φιδέ». Έτσι είπα κι εγώ και το βραδάκι αντίκρισα ένα μαλθακό τούβλο μέσα στη κατσαρόλα που κοβόταν, επ’ ουδενί μοιραζόταν με την κουτάλα. Αν τα ζυμαρικά είναι μια φορά το πιάτο που οι συνδαιτυμόνες οφείλουν να περιμένουν στο τραπέζι, τα ταλιολίνι, βερμιτσέλι, φεντολίνι, ο φιδές μας έχουν ακόμη πιο ζωηρές απαιτήσεις. Να κολυμπούν με άνεση αφενός και να μην παραμένουν μέσα στο υγρό περιβάλλον τους για πολύ. Αν εξασφαλίσουμε αυτά τα δύο, όλα τα παιδικά τραύματα του φαγητού θεραπεύονται ή, έστω, ξεχνιούνται.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Οκτωβρίου, τεύχος 174. 

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών