ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Μάθαμε την τέχνη του απεριτίβο στο σπίτι μιας Ιταλίδας ηθοποιού

Το απεριτίβο στην Ιταλία ξεκινά γύρω στις 6 το απόγευμα και συνήθως διαρκεί μέχρι τις 9 το βράδυ. Η γνωστή ηθοποιός και σκηνοθέτις, Ιβόν Σο, μάς μαθαίνει την τέχνη του στη βεράντα του σπιτιού της στο καρτιέρε Πιντσάνο.

20.09.2022| Updated: 28.02.2024
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Αντωνιάδης
18.00: H Ώρα του Απεριτίβο

Έξι η ώρα, ένα ζεστό απόγευμα μιας μεγάλης και κουραστικής μέρας, καθόμαστε στην αστική βεράντα της Ιβόν σε μια αριστοκρατική συνοικία στο Πιντσάνο, βόρεια της Βίλα Μποργκέζε, και τσιμπολογάμε ζουμερές φραγκολίνες με Prosecco. Σ’αυτό εδώ το ρωμαϊκό μπαλκόνι η γνωστή Ιταλίδα ηθοποιός και σκηνοθέτις έχει περάσει αμέτρητες στιγμές με ατέλειωτες βραδινές συζητήσεις, γιορτές και γλέντια, που όλα πάντα ξεκινούσαν με την αφορμή ενός απεριτίβο. «Ετοιμάζω πολύ συχνά απεριτίβο στο σπίτι μου, στη βεράντα, εκεί που έχω φυτέψει τον μαϊντανό, τον βασιλικό και όλα μου τα αρωματικά», μας λέει με ένα εύθραυστο χαμόγελο κι έτσι όπως είναι λουσμένη στο απογευματινό φως με τις σκιάσεις από τα φυτά της βεράντας και με τις λεπτές κινήσεις της μπροστά στον φακό του Αλέξανδρου, θυμίζει αερικό. «Στρώνω πρώτα το τραπέζι και φροντίζω να δίνω αρκετό χρόνο στις φρεσκοκομμένες ντομάτες να μείνουν μέσα στο λάδι και στο σκόρδο, το οποίο βάζω ολόκληρο, έτσι ώστε να πάρουν οι ντομάτες τη μυρωδιά του, αλλά όχι την αψιά γεύση του. Φρυγανίζω ψωμί και το αφήνω δίπλα στις ντομάτες με τα σκόρδα, που μοσχοβολάνε και χωρίς να τα τρως. Στη γειτονιά μου βρίσκω σε πολύ καλά μαγαζιά μικρές focaccine και pizzeti για να γεμίσω το τραπέζι. Βάζω στο νερό φύλλα δυόσμου και μία χούφτα κομμένες κατακόκκινες φράουλες και άλλα φρούτα της εποχής, και για τη σαμπάνια ή το Prosecco γεμίζω ένα μπολάκι με σπόρους από ρόδια ή σμέουρα, για να προσθέσουν με το κουτάλι οι καλεσμένοι μου, αν τους αρέσει να κολυμπάνε ρόδια μέσα στο ποτήρι μαζί με τις μπουρμπουλήθρες τους. Αυτή την εποχή στη Ρώμη βρίσκεις παντού φρέσκα fave (κουκιά), που είναι πολύ τυπικά για τα καλοκαιρινά απεριτίβο μας, κι εννοείται πως έχω πάντα και μοτσαρέλα bufala σε όλα ανεξαιρέτως τα τραπέζια μου».

Για τα συνοδευτικά του απεριτίβο δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μαγειρικές γνώσεις, αλλά οι σωστές διευθύνσεις για ψώνια και λεπτό γούστο στο σερβίρισμα.

 

Η Ιβόν Σο είναι κόρη της Αμερικανίδας Marie Louise Brulatour Mills, η οποία υπήρξε μοντέλο κι αργότερα δημοσιογράφος και ζωγράφος, και δισεγγονή του Pierre Ernest Jules Brulatour, πρωτοπόρου παραγωγού βωβών ταινιών στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η βεράντα της Ιβόν έχει φιλοξενήσει άπειρες γιορτές και γλέντια, που όλα πάντα ξεκινούσαν με την αφορμή ενός απεριτίβο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣPizza Romana: Ταξιδέψαμε στη Ρώμη και καταγράψαμε 2 αυθεντικές συνταγές για πίτσαPizza Romana: Ταξιδέψαμε στη Ρώμη και καταγράψαμε 2 αυθεντικές συνταγές για πίτσα

Ώρα για dolce far niente *

Ολόκληρη ιεροτελεστία είναι το απεριτίβο, παλιά συνήθεια στην Ιταλία, ένα κοινωνικό τελετουργικό, που έχει να κάνει με τη στιγμή και τη συντροφιά. Ξεκινά αρκετή ώρα πριν από το δείπνο, το απόγευμα δηλαδή γύρω στις 6, και συνήθως διαρκεί μέχρι τις 9. Σηματοδοτεί το τέλος του πρώτου μέρους της ημέρας και την έναρξη του πιο διασκεδαστικού, δεύτερου μέρους, μετά το τέλος των επαγγελματικών υποχρεώσεων. Μαζί με τα βερμούτ, τα amari, τα κόκκινα bitter και άλλα ποτά, ροζέ ή αφρώδη κρασιά και κοκτέιλ απεριτίφ, όπως το Νegroni και το Νegroni Sbagliato, τα Spritz, το Americano και άλλα πιο σύγχρονα lbv κοκτέιλ (με χαμηλό αλκοόλ), σερβίρονται και μικρές ορεκτικές λιχουδιές (ιταλιστί «stuzzichini»): από ψητά κάσιους, πατατάκια τσιπς, αλατισμένα αμύγδαλα, ντοματίνια, ραντίτσιο, φρέσκα κουκιά, ελιές, λιαστές ντομάτες, πεκορίνο, μοτσαρέλα και προσούτο μέχρι μπρουσκέτες, κροστίνι και πίτσα. Το απεριτίβο δεν είναι φτιαγμένο για να χορτάσει τις αισθήσεις, αλλά για να τις αφυπνίσει. Δεν χρειάζεται καν μαγείρεμα. Αρκούν μερικές καλές ιδέες, οι σωστές διευθύνσεις για ψώνια, λεπτό γούστο και έξυπνη παρουσίαση.

Όσo η Ιβόν ετοίμαζε τα συνοδευτικά του απεριτίβο, εμείς χαζεύαμε τις ασπρόμαυρες οικογενειακές φωτογραφίες που στολίζουν διάφορες γωνιές του σπιτιού της. Σε αυτήν στα αριστερά, τραβηγμένη στα τέλη της δεκαετίας του ’40 στο Palm Beach, βλέπουμε τη μητέρα και τη γιαγιά της Ιβόν με τον Guccio Gucci, τον θρυλικό σχεδιαστή μόδας και ιδρυτή του Οίκου Gucci.

«Αγάπη μου, μη λες ότι μπορείς να μαγειρέψεις, γιατί θα καταλήξεις στην κουζίνα», συνηθίζει να λέει η Αμερικανίδα μητέρα της Ιβόν, η Marie Louise Brulatour Mills, που τη δεκαετία του ’60 υπήρξε μοντέλο κι αργότερα δημοσιογράφος και ζωγράφος. Οι λαμπερές φωτογραφίες της γοητευτικής Αμερικανίδας jetsetter, από τον διάσημο φωτογράφο Σλιμ Άαρονς, κοσμούν τους τοίχους του σπιτιού της Ιβόν, μαζί με δεκάδες άλλες φωτογραφίες που αφηγούνται τη σχέση της με τον κινηματογράφο. Εξάλλου, ο προπάππους της, Pierre Ernest Jules Brulatour, γεννημένος το 1870 στη Νέα Ορλεάνη, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους παραγωγούς βωβών ταινιών, που ξεκίνησε την καριέρα του ως συνεργάτης των αδελφών Lumière το 1907 και υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της Universal Pictures. Το DNA των Brulatour το κληρονόμησε και η Ιβόν, που δούλεψε αρχικά ως μοντέλο και ηθοποιός και τα τελευταία χρόνια ασχολείται επιτυχημένα και με τη σκηνοθεσία. Το ντοκιμαντέρ «Roxanne Lowit Magic Moments», που σκηνοθέτησε η Ιβόν και κυκλοφόρησε το 2016, έχει ως θέμα την επαγγελματική ζωή της Roxanne Lowit, μιας από τις σημαντικότερες φωτογράφους μόδας και πρωτοπόρου της backstage φωτογραφίας, και περιγράφει την καριέρα της από το 1977 και το Studio 54 μέχρι σήμερα. Το 2019 η Iβόν σκηνοθέτησε και το «Seven Women», που προβάλλεται στο Netflix, ένα ακόμη ντοκιμαντέρ, που διηγείται επτά ιστορίες επτά εντελώς διαφορετικών γυναικών οι οποίες καθόρισαν οι ίδιες την επιτυχία στη ζωή τους, και είναι διανθισμένο με τις απόψεις τους για τον γυναικείο ρόλο στις σύγχρονες κοινωνίες της Ιταλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

* Η τέχνη τού να μην κάνεις τίποτα και να το απολαμβάνεις

 

Το άρθρο αποτελεί μέρος του αφιερώματος «5 μέρες στη Ρώμη», στο οποίο η Δωροθέα Μερκούρη μάς ξενάγησε στην αιώνια πόλη και μαγείρεψε μαζί με συγγενείς και φίλους της σε ρωμαϊκές κουζίνες σπιτιών και εστιατορίων.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 194.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών