ΕΛΛΑΔΑ

Αθανασία Κούρου, η ξακουστή Κούραινα της Αρκαδίας

Ό,τι ξέρει από κουζίνα το έμαθε από τον άντρα της. Φαγητά πλούσια, μερακλίδικα. Είχε πάντα δύο σπίτια, ένα κανονικό κι ένα δεύτερο, την οικογενειακή ταβέρνα όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο της.

01.12.2020| Updated: 26.11.2021
Φωτογραφίες: Στέλιος Σπυρόπουλος
Αθανασία Κούρου,  η ξακουστή Κούραινα της Αρκαδίας

Μεγάλωσα στη Μυρτιά

«Μεγάλωσα στη Μυρτιά, κοντά στον Πύργο Ηλείας, σε ένα κτήμα χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, είχαμε λάμπα λαδιού και ένα πηγάδι, ήταν δύσκολα. Είχαμε κότες, γουρουνάκια, γαλιά, μοσχάρια. Με τραχανά και χυλοπίτες μεγαλώσαμε. Τη νοικοκυροσύνη την έμαθα από τη μαμά μου. Ζύμωνε, ύφαινε, ήταν πολύ άξια κι εγώ την παρακολουθούσα. Είχα θείους στην Τρίπολη και ήρθα επίσκεψη. Μεταξύ οικογενειακών φίλων μού σύστησαν τον Δημήτρη Κούρο. Με είδε, τον είδα και έγινε άντρας μου. Ήταν ψηλός και καλός. Είχε μια ταβέρνα από τον πατέρα του, “Τα κλήματα”, και στο ίδιο σημείο ο πατέρας του είχε χάνι, τάιζαν τους περαστικούς μέχρι το 1950. Όταν “έφυγε” ο πεθερός μου, η πεθερά μου έκανε εκεί μια ταβέρνα που σέρβιρε μόνο κεφτέδες και κρασί. Ο άντρας μου ανέλαβε περίπου το 1960 και έκανε κι άλλα φαγητά. Μετά πήγε στην εξορία και η ταβέρνα ήταν για χρόνια στιγματισμένη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Υπήρχε η φήμη για τη νοστιμιά του φαγητού μας, αλλά απαγορευόταν στον κόσμο να μπει. Σιγά σιγά πέρασε κι αυτό, και ο κόσμος ήρθε πάλι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΑργίτικοΑργίτικο

Στην κουζίνα του Κούρου

Ήξερα κάποια πράγματα από τη μαμά μου, αλλά δίπλα στον Κούρο έμαθα να μαγειρεύω. Μου άρεσε να ανακατεύομαι στην κουζίνα του μαγαζιού, στο σπίτι δεν μαγείρευα. Σπάνια καθόμασταν να φάμε μαζί. Τα παιδιά μας, η Μαρία και ο Σωτήρης, μεγαλώσανε στο μαγαζί. Έφτιαχνα λαγωτό και αργίτικο, ήταν οι σπεσιαλιτέ, όπως και τα πιτσούνια. Από τους περιστερώνες της περιοχής τα παίρναμε, τα τηγάνιζα στο λάδι και έπειτα έριχνα χυμό ντομάτας και τα έβαζα στον φούρνο. Κάναμε και κεφτεδάκια, με πολύ κρεμμύδι και σκόρδο μπόλικο, λίγη φρυγανιά, δυόσμο ξερό και λίγο ελαιόλαδο, αλατοπίπερο.

Τα τηγανίζαμε σε φριτέζα, ήταν μεγάλοι οι κεφτέδες μας και κάνανε ωραία κρούστα. Κάναμε στιφάδο με μοσχάρι ή με κουνέλι. Είχαμε και σούβλες, κυρίως με κοτόπουλα, το Πάσχα βάζαμε και αρνιά. Εκτός εποχής αρνί δεν είχαμε, ψάχναμε μόνο τα ψιμάρνια [σ.σ.: τα «όψιμα», αυτά που έχουν γεννηθεί αρκετά μετά το Πάσχα]. Ο Δημήτρης έψαχνε συνέχεια για καλό κρέας, δεν έμενε με τον ίδιο συνεργάτη, αγόραζε ό,τι έβλεπε πως είναι καλό. Τον χάσαμε το 1986 και έτσι κρατήσαμε το μαγαζί με τον συνεργάτη του για πέντε χρόνια. Άλλαξε πολύ η ζωή μας.

Σταμάτησαν τα πάντα όταν “έφυγε”. Από το 1986 μέχρι και το 2002 κεντούσα, μαγείρευα για τα παιδιά μου και παρακολουθούσα την οικοδομή μας να γίνεται. Το 2002, ο γιος μου ανοίγει εστιατόριο-μαγειρείο με το όνομα “Κούρος”. Ακούστηκε πολύ στην Τρίπολη. Στην κουζίνα είχε εμένα και τον πρώτο μάγειρα του μαγαζιού του άντρα μου, τα περισσότερα φαγητά ήταν ίδια με τα παλιά. Έφτιαχνα και μια μανιταρόπιτα, γινόταν χαμός, δύο φορές τη μέρα την κάναμε.

Ο “Κούρος” έκλεισε το 2011 και έτσι βγήκα από την κουζίνα. Κάθε επιχείρηση είναι σαν δεύτερο σπίτι, η ταβέρνα –που σε θέλει όλη μέρα εκεί– είναι το πρώτο σπίτι. Για μένα μαγειρεύω ελάχιστα πια. Τρώμε όμως μία φορά την εβδομάδα με τα παιδιά και στο ενδιάμεσο τους φτιάχνω καμιά πίτα.

Σήμερα ο γιος μου ο Σωτήρης έχει το εστιατόριο “Villa Incognito” και το αγαπημένο μου πιάτο είναι πίτα από σουβλάκι κομμένη στα τέσσερα και χοιρινή πανσέτα ψιλοκομμένη στο χέρι. Το λένε “Η μπουκιά του θηρευτή” και είναι σαν γύρος. Μου αρέσει πολύ».

Η συνταγή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 175.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών