Μας άνοιξε το σπίτι της, γεμάτο λουλούδια, κορνίζες με φωτογραφίες, κρύσταλλα και ασημικά που στραφτάλιζαν καθαρά και γυαλισμένα, και θυμήθηκε τα ευτυχισμένα («πολύ ευτυχισμένα», μας τόνισε) χρόνια της στην Πόλη.
Έχει μεγάλα μάτια και πλούσια, καλοχτενισμένα μαλλιά, γλυκό χαμόγελο και μια έμφυτη ευγένεια και αίσθηση της φιλοξενίας. H μαγείρισσα Νίκη Χρυσανθίδου, η «δική μας» Νίκη, μας υποδέχτηκε με γλυκό του κουταλιού σύκο, τουλάχιστον τέσσερα είδη λικέρ, μπατόν σικρέ, μπατόν σαλέ και αλμυρά, τυρένια μπισκοτάκια. Ανοίξαμε δεκάδες άλμπουμ και είδαμε φωτογραφίες από τότε που μικρό κοριτσάκι παραθέριζε στο νησί (την Αντιγόνη, ένα από τα Πριγκιποννήσια), αλλά και από τα πλούσια τραπεζώματα. Φόρεσε κραγιόν και ξεδίπλωσε καρέ καρέ σκηνές από τη ζωή και τα μαγειρέματα στην Πόλη:
Σκηνή 1η: Γύρω στο 1956. Από την κουζίνα μπαίνουν στο σαλόνι με τους καλεσμένους, σε μικρή πομπή, μπροστά η μαμά κρατώντας τον μεγάλο ασημένιο δίσκο με την κρυστάλλινη καράφα με το λικέρ βύσσινο και τα φίνα ποτηράκια, καθώς και το μπολ με το γλυκό του κουταλιού, πίσω εμείς, τα παιδιά, το ένα με τη φοντανιέρα με τα σοκολατάκια μαργαρίτες, το άλλο με τα ποτήρια με το νερό και το τελευταίο με τον δίσκο με τα πιατάκια και τα κουταλάκια για το γλυκό του κουταλιού. Όταν τελείωναν, η γιαγιά μόνο με το βλέμμα της έδινε το έναυσμα για να ξεκινήσει πάλι η πομπή με τα μαζέματα, προς την κουζίνα αυτή τη φορά.
Σκηνή 2η: Κυριακή στον Βόσπορο για φαγητό, τουλάχιστον δέκα άτομα παρέα, όλοι Έλληνες, στα ρωμαίικα εστιατόρια. Τα τούρκικα ήταν περισσότερο μαγειρεία, που εξυπηρετούσαν τους εργαζομένους στο κέντρο, και όχι εστιατόρια. Δύσκολα συγχρωτίζονταν οι Ρωμιοί με τους Τούρκους. Ο πατέρας μου, που είχε πουκαμισάδικο και ένα κατάστημα με κρύσταλλα, είχε επαφές με όλους, με Τούρκους, με Αρμένιους, με Εβραίους κ.ά., αλλά παρέα και ανταλλαγή επισκέψεων κάναμε μόνο με Ρωμιούς. Αυτό, βέβαια, αφορά τη δική μου οικογένεια.
Σκηνή 3η: Στο Πέραν, στην πέτρινη Στοά Χρηστάκη (οικοδομήθηκε το 1876 από τον Χρηστάκη Ζωγράφο) ή Στοά των Λουλουδιών, γεμάτη τραπεζάκια στρωμένα με λινά τραπεζομάντιλα, και πάνω τους οι καλύτεροι μεζέδες της Πόλης: μύδια τηγανητά, μύδια ντολμάδες, λακέρδες και τσιροσαλάτες. Αυτά τότε δεν τα έβρισκες εύκολα στο κέντρο. Η Στοά Χρηστάκη λειτουργεί και σήμερα με το ίδιο όνομα, έχοντας περάσει στα χέρια των Τούρκων.
Σκηνή 4η: Το τραπέζι στρωμένο με λευκό τραπεζομάντιλο και πάνω του η τσαγιέρα με το σερβίτσιο, βούτυρα, ψωμί και μαρμελάδες, καθώς και τυρόπιτα, ζαμπόν, μορταδέλα, τυρί, ελιές. Γεμάτο το τραπέζι με το πρωινό. Τυπική και γιορτή δεν είχαμε. Το πρωινό ήταν πρωινό. Πριν πάμε στο σχολείο, ήταν απαραίτητο. Και όχι όπως σήμερα, ένα μπολ δημητριακά κι έξω από την πόρτα ή «δεν θέλω, δεν πεινάω».
Σκηνή 5η: Το τραπέζι στρωμένο για το βραδινό καθημερινής. Δεν είχε «πείνασα, θα φάω τώρα, σε λίγο να φάει ο άλλος» και τέτοια, περιμέναμε για να φάμε όλοι μαζί. Πρώτα στο τραπέζι θα ερχόταν το λαδερό –φασολάκια, μπάμιες–, οπωσδήποτε σαλάτα, τυρί, ελιές και μετά το κυρίως φαγητό, π.χ. κοτόπουλο με πατάτες ή κεφτέδες με πιλάφι. Τρώγαμε όμως από λίγο.
Σκηνή 6η: Το τραπέζι στρωμένο για το μεσημέρι της Κυριακής: Πρώτα τα ουζάκια και οι κρύοι μεζέδες, δηλαδή λακέρδες, τσιροσαλάτες, γαύροι μαρινάτοι, ταραμοσαλάτες, ελιές. Μετά οι ζεστοί μεζέδες, όπως τυροκροκέτες, πατατοκροκέτες, κολοκυθάκια τηγανητά, και μετά το λαδερό φαγητό, δηλαδή μπάμιες, φασολάκια το καλοκαίρι, πρασόρυζο ή σελινόριζα τον χειμώνα, και μετά το κυρίως, όπως αρνάκι στον φούρνο. Στο τέλος πάντα η φρουτιέρα με ποικιλία φρούτων. Απαραιτήτως!
Σκηνή 7η: Καλοκαίρι στο νησί, οι αποβάθρες γεμάτες με καλοντυμένες και καλοχτενισμένες κυρίες, τυλιγμένες με το σάλι τους, που περίμεναν για να προϋπαντήσουν τους συζύγους τους που έρχονταν με το φέρι από την Πόλη, όταν τελείωναν τη δουλειά τους. Το ζευγάρι καθόταν μετά στα ζαχαροπλαστεία της παραλίας, για τσάι, για γλυκό, έλεγαν τα νέα τους και μετά πήγαιναν στο σπίτι για το βραδινό.
Σκηνή 8η: Ο μπαμπάς μου έμπαινε στο σπίτι πότε με ένα κουτί μπαμπάδες, πότε με εκλέρ, πότε με ταρτάκια με φράουλες, με βερίκοκα και ζελέ, από φημισμένο ζαχαροπλαστείο, πότε με πυραμίδες (το γλυκό που μοιάζει με κορμό), με αφράτο μπισκότο, κρέμα απαλή σαν σεράνο και επικάλυψη τρούφα σοκολάτας γάλακτος. Αχ, και τα περίφημα «γιασιά»! Είναι ένα κυψελωτό ζυμάρι προψημένο, σαν σφουγγάρι, που το βουτάς στο γάλα, μετά το τηγανίζεις και στο τέλος το σιροπιάζεις. Υπέροχα! Ο Στέλιος [σ.σ. ο αδελφός της Στέλιος Παρλιάρος], όποτε πηγαίνει τον χειμώνα, πάντα μου φέρνει.
Σκηνή 9η: Είναι η ονομαστική σου γιορτή. Ετοιμάζεις το σπίτι να αστράφτει. Φοράς το καλύτερό σου φόρεμα, τα κολιέ σου, καλοχτενίζεσαι, φοράς τα καλά σου παπούτσια ή τις καλές σου παντόφλες με τακούνι (!) και από τις 15.30 έως τις 20.30 δέχεσαι τις επισκέψεις για τα «χρόνια πολλά» και αρχίζεις τα κεράσματα. Αυτό διαρκούσε τρεις ημέρες.
Σκηνή 10η: Τηλεφωνώ στη γιαγιά μου, για να τη ρωτήσω πώς να φτιάξω αυτό, πώς να φτιάξω το άλλο. Είχα έρθει στην Αθήνα, μόλις είχα παντρευτεί και έπρεπε κάτι να μαγειρέψω. Τόσα φαγητά και τόσα γλυκά, όσο ήμουν μικρή, και εγώ δεν έτρωγα τίποτα. Μόνο παρατηρούσα που μαγείρευαν. Με τον Στέλιο άρχισα να μαγειρεύω σοβαρά, όταν άνοιξε το πρώτο του ζαχαροπλαστείο στο Κολωνάκι.
Ωραία χρόνια, χωρίς καβγάδες, χωρίς φωνές, με γλέντια, τραπεζώματα, γεμάτα μεζέδες και γλυκά. Αλλά να… εγώ παντρεύτηκα στην Αθήνα, ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε να έρθει (αν ερχόταν, δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στην Πόλη). Έτσι, παντρεύτηκα χωρίς αυτόν. Την ώρα όμως που γινόταν ο γάμος μου, ο μπαμπάς μου στην Πόλη είχε αγοράσει τούρτα και άνοιξε σαμπάνια μαζί με τη γιαγιά, για να γιορτάσει μαζί μου νοερά.
*To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Ιουλίου, τεύχος 159.