Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 191 του περιοδικού Γαστρονόμος, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2022, και ψηφιοποιείται για πρώτη φορά.
Τρίτη απομεσήμερο, στο μακρύ ταξίδι μας στην έρημο προς τη Μονή Σινά. Έχουμε περάσει το Σουέζ, το τοπίο από το παράθυρο του βαν ακίνητο, μεταβάλλεται αργά, σκληραίνει με την ώρα. Πνευματικός τόπος η έρημος, ερεθίζει για ενδοσκόπηση. Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά, να ακούσω τη συνέντευξη με τον αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, Δαμιανό.
Τον ακούω να ανασυνθέτει τις λεπτομέρειες μιας πολυκύμαντης, υπερχειλίζουσας ζωής, τις πνευματικές λεπτομέρειες της δικής του όμορφης περιπέτειας στην έρημο. Αναδύομαι μέσα στα γεγονότα που περιγράφει, συμπάσχω. Μπροστά στα μάτια μου ανασυστήνεται μια ολόκληρη εποχή. Η κουβέντα μας έχει αξία ιστορική, παιδευτική, κοινωνιολογική, αποκαλύπτει έναν άγνωστο στους πολλούς κόσμο, κρατάει αναμμένη τη μνήμη. Τα λόγια του απλά, οι περιγραφές ταπεινές, αλλά ζωηρές, μια πρόζα λιγυρή, κεντημένη με μαλακές, σιγαλόφωνες κουβέντες. Του χρόνου κλείνει 50 χρόνια στον αρχιεπισκοπικό θώκο, 50 χρόνια καπετάνιος του Σινά. Η συνέντευξη έγινε την προηγουμένη του ταξιδιού στη έρημο, στην αίθουσα συνεδριάσεων της Αμπετείου Σχολής στο Κάιρο, του ελληνικού σχολείου που ίδρυσαν οι αδελφοί Αμπέτ και η οποία λειτουργεί αδιαλείπτως από το 1861.
Το καταστατικό ορίζει ότι η διοίκηση της σχολής ανατίθεται σε εφορεία με πρόεδρο τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ. Ξεκινάμε από το ουκρανικό ζήτημα. Είμαστε λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Αεικίνητος, με οξεία πολιτική σκέψη, ο αρχιεπίσκοπος είναι βέβαιος για την εισβολή. Δεν γίνεται να είσαι σε ένα τέτοιο αξίωμα χωρίς να είσαι πολιτικό ον, χωρίς να μπορείς να διαβάσεις την ιστορική συγκυρία. Ψαύουμε τα ίχνη του μοναχισμού στην έρημο, τα ίχνη της δικής του πορείας, συζητάμε για την πνευματική ακτινοβολία του Σινά. «Η εμβέλεια της πνευματικότητάς του έχει παγκόσμια έκταση και σημασία για όλο τον κόσμο, ασχέτως θρησκείας ή πεποιθήσεως», θα πει. Μαζί του ανοίγουμε τη βαριά πόρτα της μονής, παίρνουμε μια πρώτη γεύση της μακραίωνης ιστορίας της, μια ιδέα για τη ζωή στο αρχαιότερο χριστιανικό μοναστήρι εν λειτουργία στον κόσμο. Σταχυολογώ εδώ μερικά από τα λεγόμενά του.
Από την Αθήνα στην Αφρική και στην έρημο
Γεννημένος το 1935 στην Αθήνα, «από καλούς γονείς και εύπορους», όπως λέει, ο πρώτος από επτά αδέλφια, τελειώνοντας το επτατάξιο Γυμνάσιο δηλώνει την επιθυμία του να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή, παρά την προτροπή του πατρός του, εμπόρου, να σπουδάσει σε Σχολή Οικονομικών ή Εμπορικών Σπουδών. Τωόντι φοιτά στη Θεολογική και λίαν συντόμως αποφασίζει πως θέλει να φύγει για την ιεραποστολή στην Αφρική. Το πρώτο ερώτημα είναι το προφανέστερο – λογικά πρέπει να το έχει απαντήσει πολλάκις στη ζωή του:
Γιατί στην Αφρική;
Ήμουν ανήσυχος, ήθελα περιπέτεια γενικότερα, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε έρθει τότε ένας Ουγκαντέζος ορθόδοξος κληρικός στην Αθήνα και μας είχε ενθουσιάσει. Ξεκινήσαμε λοιπόν μια ομάδα να πάμε να βοηθήσουμε τους Αφρικανούς αδελφούς μας. Μάλιστα είχε αναλάβει την ομάδα αυτή ο νυν αρχιεπίσκοπος Τιράνων, ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Πήγα λοιπόν και έκανα το πρώτο βήμα εκεί. Ήθελα όμως να πάω και σε μοναστήρι, γιατί υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να τα μάθω στην πράξη. Τότε ήμουν λαϊκός, έπρεπε να γίνω κληρικός, κι αυτό δεν μαθαίνεται στο πανεπιστήμιο. Εκεί έχεις τις επιστήμες, δεν έχεις όμως την πράξη της Θεολογίας. Διάβασα λοιπόν κάπου ότι στη Μονή Σινά είχαν ανάγκη από μοναχούς. Δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε στο Θεοβάδιστο Όρος Σινά ένα ορθόδοξο μοναστήρι. Δεν το ήξερα, το πιστεύετε; Δεν είχαμε καταφέρει να δούμε τον ελληνισμό στο φάρδος του, τι έχει προσφέρει τελικώς η ορθόδοξη εκκλησία. Έγραψα τότε στον αρχιεπίσκοπο Σινά Πορφύριο τον τρίτο λίγα περί εμού, πως θέλω να έρθω στο Σινά και, εάν τελικά το αποφασίσω, να μου επιτρέψει να πάω στην αποστολή της Ανατολικής Αφρικής. Μου γράφει πίσω ο άγιος άνθρωπος αυτός: «Ευχαρίστως να έρθεις να προσφέρεις ό,τι μπορείς και, αν σε φωτίσει ο Θεός και επιμένεις να πας, θα σου δώσω την άδεια να πας».
Πότε ήρθατε λοιπόν εδώ;
Το 1961. Θυμάμαι πήρα το αεροπλάνο μόνος μου με λίγα πράγματα και έφτασα στο Κάιρο, στο Μετόχι όπου θα πάμε σε λίγο, και έμεινα εκεί τις πρώτες μέρες ώσπου να βρεθεί αυτοκίνητο με γκρουπ για το Σινά. Θα ανέβαινα μαζί τους ή, αν ο δεσπότης αποφάσιζε να ανέβει για μία από τις αποστολές του, τότε θα πηγαίναμε μαζί. Έτσι έγινε τελικά, περίμενα και ανεβήκαμε μαζί με τον γέροντα. Ήταν τότε 80 και κάτι ετών, κι όμως ανέβαινε δύο φορές τον χρόνο, στις γιορτές, να δει τους πατέρες, να τους ενθαρρύνει και να επανέλθει, διότι το Κάιρο είναι η έδρα των αρχιεπισκόπων. Γι’ αυτό και στο Σινά υπάρχει ο Δικαίος, ο εκπρόσωπός του. Στο σύστημα διοικήσεως της μονής έχουμε συνήθως τέσσερα πρόσωπα: πρώτος ο Δικαίος που εκπροσωπεί τον αρχιεπίσκοπο και είναι σαν ηγούμενος της μονής. Δεύτερος στη σειρά είναι ο Σκευοφύλαξ, τρίτος είναι ο Οικονόμος. Αυτοί είναι και προϊστάμενοι και διάκονοι, και έχει ο καθένας το υπουργείο του, ας το πούμε έτσι. Βέβαια, ενώπιον του αιγυπτιακού νόμου, υπεύθυνος είναι ο αρχιεπίσκοπος.
Τα βεδουινάκια και η αξία της προσφοράς
Πώς σας φάνηκε όταν φτάσατε στη μονή;
Στο Κάιρο δεν μου έκανε εντύπωση, από πόλη ερχόμουν. Βεβαίως ήταν αρκετά διαφορετικά από την Ελλάδα, με τα αυτοκίνητα, την κίνηση, τους δρόμους. Στην Αμπέτειο σχολή, εδώ, δίδαξα αργότερα επί οκτώ χρόνια. «Λοιπόν, έλα, ευλογημένε», μου κάνει κάποια στιγμή ο γέροντας Πορφύριος – τη λέξη «ευλογημένε» την έλεγε συχνά. «Ετοιμάσου να πάμε στο μοναστήρι». Τώρα είναι άσφαλτος, τότε ήταν σε μεγάλο μέρος χωματόδρομος. Κυριολεκτικά ελικνιζόμεθα μες στην άμμο και σταματάγαμε πολλές φορές. Άντε έβγαινε ο Περικλής, o οδηγός μας, που ήξερε καλά τον δρόμο στην έρημο, προσπαθούσε να σπρώξει, κατέβαινα κι εγώ, σπρώχναμε και σπρώχναμε, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ήμασταν στην άμμο κολλημένοι, ήθελε τέχνη, την ήξεραν οι οδηγοί, αλλά ήθελε πολλές φορές και χέρια. Κολλήσαμε τρεις φορές, το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Κάποια στιγμή βλέπω κάτι παιδάκια και ήρθαν εκεί. «Μπαξίς, μπαξίς, μπαξίς!» Ο γέροντας τους έδωσε καραμέλες και μαζεύτηκαν τσούρμο και βοήθησαν και αυτά να σπρώξουν το αυτοκίνητο. Όλα αυτά με ενθουσίαζαν, βέβαια, σκεφτόμουν πώς θα είναι στην ιεραποστολή. Αλλά και εκεί που πήγα τελικά είχαν ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη…
Στο Σινά με δέχτηκαν οι λίγοι πατέρες εκεί. Μάλιστα θυμάμαι είχε γράψει η «Καθημερινή» ένα άρθρο –ο Γιανναράς νομίζω– που σχολίαζε ότι η μονή είχε μείνει με ελάχιστους, γιατί είχαν πεθάνει έξι-επτά σε έναν χρόνο. Όταν πήγα εγώ, δεν τα ήξερα αυτά, μετά τα έμαθα. Με δέχτηκαν λοιπόν οι πέντε-έξι πατέρες χαρούμενοι, μου έδωσαν καλό δωμάτιο για να με περιποιηθούν, το πήρα, το αξιοποίησα, είχε ένα παράθυρο προς την πλευρά του όρους Σινά. Τα Βεδουινάκια μαζεύονταν από κάτω, γιατί είχαν μάθει ότι πάντα είχα κάτι να τους δώσω. Και κάθε μεσημέρι τους έδινα από το φαγητό μου σε ένα καλαθάκι. Πέραν τούτου έδειξα ότι ξέρω λιγάκι και από φάρμακα. Είχα πάρει κιόλας μαθήματα πρώτων βοηθειών, αλλά αρκετά προωθημένα, ετοιμάζοντας τον εαυτό μου για την Αφρική. Στη Μονή δεν υπήρχε γιατρός, βέβαια, υπήρχε όμως ένας παλιός γέροντας, ο πατήρ Ηλίας, που ήταν φαρμακοποιός της παλιάς εποχής, από αυτούς που έφτιαχναν μόνοι τους τα φάρμακα. Μου είχε δείξει κι εμένα κάποια πράγματα, αλλά κι όταν έφευγα μερικές φορές στην Ελλάδα για δουλειές της μονής, γυρνούσα με κιβώτια φάρμακα. Όλο αυτό ανταποκρινόταν στην αρχική μου ιδέα της προσφοράς εις την Αφρική. Αυτό το έργο το θεωρώ όχι το σπουδαιότερο, αλλά από τα σπουδαιότερα, γιατί η φιλανθρωπία είναι μεγάλο πράγμα, και αυτό το αναγνώρισαν οι Βεδουίνοι όλοι, όχι για μένα προσωπικά. Ό,τι έκανα το έκανα για τη μονή και στη μονή απεδίδετο όλη η ωφέλεια.
Η σχέση σας με τους Βεδουίνους πώς ήταν;
Καλές σχέσεις είχαμε πάντα. Ερχόμενος τους βοήθησα με τα ιατρικά τους προβλήματα, ήμουν λίγο πιο επιστήμων, ας πούμε, και είχα κάπως το χάρισμα να τους πλησιάσω. Ήξερα κάπως τη γλώσσα, σε βαθμό να τους κάνω μια διάγνωση. Αλλά όλοι οι πατέρες τους προσφέραμε, δεν τους αφήναμε έτσι.
Οι Βεδουίνοι εργάζονταν για το μοναστήρι.
Εργάζονταν, εργάζονται και θα εργάζονται για το μοναστήρι. Το μοναστήρι είναι γι’ αυτούς ουσιαστικά η πηγή της ζωής τους. Δεν θα κάνουν τη δουλειά που θα κάνει ο ιερέας, αλλά θα καθαρίσουν την εκκλησία, θα μαγειρέψουν και θα πληρωθούν φυσικά, οι άνθρωποι πληρώνονται κανονικά.
Όταν ο Άγιος Παΐσιος έσπρωξε το αμάξι που είχε κολλήσει στην έρημο
Πώς γνωριστήκατε με τον Άγιο Παΐσιο;
Δεν με κράτησαν οι πατέρες πολύ καιρό στο διάστημα της δοκιμασίας, είχαν ανάγκη φαίνεται και με έκαναν γρήγορα διάκονο. Ως διάκονος λοιπόν, πήγα στην Αθήνα το 1962 για να τακτοποιήσω μερικά θέματα δικά μου. Εκεί που ήμουν λοιπόν στην Αθήνα, μου λέει ο κ. Παναγιώτης Νέλλας –αυτός ήταν καλός θεολόγος και έβγαζε ένα περιοδικό– να πάμε να δούμε έναν γέροντα σπουδαίο. «Στο Άγιον Ορος;» του λέω. «Όχι», μου λέει, «στην Κόνιτσα». «Πώς τον λένε;» «Παΐσιο». «Για ποιον λόγο να πάμε;» «Για να τον φέρουμε στο Σινά». Επέμενε αυτός και πάμε και τον βρίσκουμε λοιπόν. Μας υποδέχτηκε χαρούμενα, ήταν μεσημέρι προς απόγευμα, εκεί με το καφεδάκι και το αστείο του ο γέροντας Παΐσιος. Και μου λέει: «Εσύ από το Σινά, ε; Διάκος;» Εγώ δεν του είχα πει τίποτα. «Πού το ξέρετε, γέροντα;» του λέω. «Α, έχω κάνει στον στρατό, ήμουν στον ασύρματο, παίρνω καλές πληροφορίες από εκεί», μου λέει. Μου έλεγε ο άλλος: «Πες του, πες του για το Σινά». Το άκουσε ο γέροντας Παΐσιος (τον λέω γέροντα, αλλά είχαμε μια διαφορά 10 χρόνων τότε), το άκουσε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Εντάξει, λέω, δεν θέλει να έρθει. Μόλις σηκωθήκαμε να φύγουμε, σηκώνεται ο Παΐσιος και μου φέρνει έναν φάκελο. Νόμιζα ότι ήταν χρήματα για τη μονή, αλλά έπεσα έξω τελείως. Μου λέει: «Τι; Εσύ δεν μου είπες να έρθω; Αυτά είναι τα λεφτά για το διαβατήριο, με τις ταυτότητες μέσα και όλα».
Και έτσι κατέβηκε στο Σινά;
Ακριβώς! Πάω εγώ, κάνω τα χαρτιά και μετά από έναν-δύο μήνες, να σου ο γέροντας Παΐσιος. Έκανε μεγάλη χαρά και ο γέροντας Πορφύριος που ήρθε ένας συγκροτημένος μοναχός. Έβλεπες να «αναπνέει» όλο το μοναστήρι. Ανέβηκε λοιπόν στο Σινά, έσπρωξε κιόλας το αμάξι στην έρημο και μου λέει ο οδηγός: «Γερός πολύ!». Τον είδα και εγώ όταν κλάδευε τις ελιές με το πριόνι ότι ήταν γερός, παρότι αδύνατος. Σύντομα βρήκε που θα πάει να μείνει, έξω από τη μονή. Θυμάμαι τον μακαρίτη τον Νίκανδρο, που ήταν ο Δικαίος, να λέει: «Θα πάει να αγιάσει, αλλά θα ξεπαγιάσει». Το είπε για αστείο και έτσι έγινε, σχεδόν επροφήτευσε ο Νίκανδρος. Φαινόταν ότι ζοριζόταν ο Παΐσιος, αλλά ήταν πολύ πρόθυμος να βοηθήσει αν έβλεπε κάτι στο μαραγκούδικο που δεν ήταν σωστό. Θυμάμαι πως είχε βοηθήσει στο ελαιοτριβείο. Η πρέσα που είχαμε τότε είχε διαρροές και την επιδιόρθωσε ο πατέρας Παΐσιος. Όταν ήρθαν οι πρώτοι συντηρητές εικόνας –ο Τάσος Μαργαριτόφ ήταν ο πρώτος εξ αυτών–, τον βοήθησε πολύ ο Παΐσιος εις την ξυλουργική δουλειά. Έτσι ασχολήθηκε και με τη συντήρηση των ιερών εικόνων. Θυμάμαι πόσο ευλαβέστατος ήταν, σε όλους μας πάντα έλεγε έναν καλό λόγο. Δεν ήμασταν και τόσο ώριμοι, τον καταλάβαμε αφού έφυγε. Δυόμισι χρόνια κάθισε. Εμείς τον πιέσαμε να φύγει, γιατί έσκασε η παλιά του βρογχεκτασία, που την είχε από όταν ήταν στον στρατό ακόμη. Εκείνος ήθελε να μείνει. Δεν ήταν μόνο αυτό, όμως. Έκανε και άλλη τρέλα ο Άγιος – συγγνώμη, Άγιε, που λέω για τρέλα, αλλά και οι άγιοι κάνουν τις τρέλες τους. Έβλεπε τους Βεδουίνους ξυπόλυτους στα βράχια, που τον χειμώνα ήταν πάγος, και ήθελε να τους μιμηθεί, έδινε και τα σανδάλια που είχε. Με τα πολλά, κατέληξαν σε μια συμφωνία με τη μονή: έκανε ξυλογλυπτικά, τα έδινε στο μοναστήρι, του δίναμε τα χρήματα και αγόραζε παπούτσια και σκούφους για τους Βεδουίνους. «Εγώ να έχω παπούτσια και εκείνοι να μην έχουν;»
Το πολιτικό και το πνευματικό Σίνα
Πότε πρωτοπαρατηρείται μοναστική ζωή στην έρημο του Σινά;
Με την έγκριση και τη βοήθεια των Αιγυπτίων αρχαιολόγων και τη συνεργασία των δικών μας πανεπιστημίων έγινε μια καλή ανασκαφή και βρέθηκαν πάρα πολύ ωραία πράγματα, δίπλα μας. Η έρευνα έδειξε πως υπάρχουν περί τα 350 ερείπια σκητών και άλλων κτισμάτων στην περιοχή αυτή που χρονολογούνται προ της κτίσεως της σημερινής μονής από τον Ιουστινιανό. Υπολογίζεται τώρα ότι εκείνη την εποχή ήταν περίπου 2.000 μοναχοί. Ο πρώτος ναός χτίζεται γύρω στο 330 από την Αγία Ελένη, τη μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Μην ξεχνάμε ότι ο Κωνσταντίνος εβαπτίσθη στα τελευταία του. Κατάλαβε ότι δεν συνέφερε η διαίρεση στον λαό, και έτσι άφησε τη χριστιανική πίστη ελεύθερη μεταξύ των άλλων. Και έτσι έγινε και σταμάτησαν οι διωγμοί σιγά σιγά. Έτσι άρχισε ο μοναχισμός σαν μια μορφή αυτομαρτυρίου, γιατί ήθελαν κάτι να προσφέρουν στον Χριστό με τη ζωή τους, με την άσκηση. Ο ιστορικός Προκόπιος λέει ότι οι μοναχοί ελκύοντο από μια ηκριβωμένη μελέτη θανάτου.
Εκπληκτική φράση.
Εκπληκτική πράγματι, «ηκριβωμένη» εννοεί καλοζυγισμένη, και όμως πήγαιναν, αυτό είναι το μεγαλείο, για να δώσουν στον Χριστό κάτι.
Δεν ήταν οργανωμένοι οι μοναχοί αυτοί; Είχαν μικρές σκήτες, καθίσματα;
Σπηλιές μερικές φορές.
Πότε χτίζεται η μονή;
Ξεκινάει το 549. Από τον Ιουστινιανό, ο οποίος είχε φτιάξει και το μοναστήρι του Αγίου Σάββα ο ίδιος, την Αγία Σοφία. Έχουμε πολλά κοινά σημεία, δηλαδή βλέποντας στην Αγία Σοφία τα μωσαϊκά, δεν είμαι ειδικός, αλλά αισθάνεσαι έναν απόηχο, ότι υπάρχει μια σχέση. Η θαυμάσια εργασία του καθηγητή George Forsyth, του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, αποκάλυψε επιγραφές σημαντικές, που φανερώνουν τον ίδιο τον αυτοκράτορα να βάζει την υπογραφή του στη Μονή Σινά, ένα πανάκριβο έργο για την εποχή.
Και, μακριά από μεγάλες πόλεις, μέσα στην έρημο.
Ήταν και μια πολιτική βούλησις, εκεί ήταν τα όρια της αυτοκρατορίας. Ήταν και φρούριο, είχε πολεμίστρες, ήταν κανονικό φρούριο και μοναστήρι. Να λοιπόν πώς δημιουργείται αυτός ο πληθυσμός από χριστιανούς, και μάλιστα χωρίς τις αλλαγές των σχισμάτων και των μεταγενέστερων αυτών σχισματικών ή αιρετικών ομάδων.
Είναι σημαντική η πνευματική παραγωγή του Σινά.
Έτσι είναι. Παρά ταύτα, το μοναστήρι ήταν άσημο και ταπεινό, δεν προσπαθούσε να σηκώσει κεφαλή, έγιναν σημαντικά γεγονότα, γεγονότα πνευματικής μορφής περισσότερο. Μεγάλοι άνδρες βγήκανε, μεγάλοι σοφοί, μεγάλοι συγγραφείς, αλλά όλα σε ένα ταπεινό επίπεδο. Το μεγαλύτερο γεγονός της ιστορίας είναι ότι κατέβηκε ο Θεός στη Γη, αυτό το διατήρησε αυτή η μονή, το διατήρησε μέσα σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, και όχι μόνο σήμερα. Πρέπει να αναφέρουμε οπωσδήποτε τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ηγούμενο της μονής, ο οποίος συνέγραψε και το περίφημο βιβλίο του. Είναι πολύ σπουδαίο αυτό, συνηθίζω να λέω «όλοι θα χαθούμε, και τα τείχη θα χαθούν και τα πάντα, το βιβλίο όμως αυτό, το οποίο έχει εκδοθεί σε άπειρες γλώσσες και εκδόσεις, και την παλαιά εποχή, που όλα ήταν χειρόγραφα, και τη σημερινή, αυτό να μείνει μόνο, έχει να δώσει πολλά, όσο υπάρχει η ανθρώπινη γενιά επί της γης».
Δεκαπέντε αιώνες στο Σινά μιλιέται η ελληνική.
Στο Σινά εξαρχής η γλώσσα ήταν η ελληνική, διότι ασφαλώς η ελληνική τότε ήταν η παγκόσμια γλώσσα, και έτσι παρέμεινε για δεκαπέντε αιώνες. Είναι ένα σημαντικό γεγονός, που δεν το έχουμε προσέξει όσο θα έπρεπε δυστυχώς. Και οι ακολουθίες, οι προσευχές γίνονταν στην ελληνική γλώσσα, οπότε όποιος ερχόταν ή έπρεπε να τη γνωρίζει ή έπρεπε να τη μάθει. Γι’ αυτούς τους λόγους το Σινά αποτελεί προπύργιο της χριστιανοσύνης, της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Η εμβέλεια της πνευματικότητας αυτού έχει παγκόσμια έκταση και σημασία για όλο τον κόσμο, ασχέτως θρησκείας ή πεποιθήσεως.
Η πολυπολιτισμική διατροφή της Αιγύπτου και του Σινά
Ποιο είναι το αγαπημένο σας φαγητό;
Τα πάντα. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, γκρίνιαζα στη μητέρα μου όχι αυτό, όχι το άλλο.
Εδώ τρώτε αυτό που λέμε ελληνική κουζίνα;
Τρώμε ελληνικά φαγητά, αλλά γενικά τα πάντα, εγώ προσωπικά δεν έμεινα έξω σε τίποτα, στα φούλια, στη μολοχία, σε όλα τα αιγυπτιακά.
Στη μονή τι τρώγατε;
Στην αρχή είχε και κρέας, μετά αποφασίστηκε από τους πατέρες να μην τρώμε κρέας. Τα γαλακτοκομικά και τα ψάρια επιτρέπονται, αλλά όχι το κρέας. Βλέπετε, οι μεταβολές που γίνονται φανερώνουν και τη ζωντάνια της μονής. Οι μοναχοί έτρωγαν κρέας, γιατί πολλές φορές δεν είχαν και κάτι άλλο, η νηστίσιμη διατροφή δεν ήταν πάντα προσιτή. Οι μοναχοί έτρωγαν επίσης χουρμάδες, σε ξηρή μορφή, τώρα έχουν τους μικρούς, παλιά είχαν και τους μεγάλους, έτρωγαν τρεις χουρμάδες την ημέρα και τους έφτανε. Τους χουρμάδες τους παστώνανε, τους συντηρούσαν. Το πιο εύκολο ήταν μέσα σε καλαθάκια που έφτιαχναν από τα φύλλα των φοινίκων. Το πιο ωραίο και το πιο επίσημο ήταν μέσα σε τομάρια κατσικιών. Αυτά κρατούσαν και δύο χρόνια. Η συντήρηση γινόταν με τα σάκχαρα του φρούτου. Τα πρόλαβα αυτά, ωραία φαγητά, δεν τα έχουμε πια.
Και σε εποχές χωρίς ψυγεία, τρώγαμε ψαράκι. Πήγαιναν οι Βεδουίνοι με τις καμήλες από το μοναστήρι μέχρι τη Ραϊθώ, τη σημερινή Ελ Τορ, που είναι η θάλασσα και έχουμε μετόχι, και εψαρεύανε τα ψάρια. Τα αλάτιζαν και τα φρυγάνιζαν και έρχονταν πάνω στις καμήλες, μέσα σε ψάθες από φοίνικες. Τα βάζαμε λοιπόν στο φανάρι, να τα χτυπάει καλά ο αέρας, και αυτά κρατούσαν και μία βδομάδα, ε, τρώγαμε και κάνα σκουληκάκι, τι να κάνουμε. Θα σας πω και δυο λόγια για την παλιά μορφή φαγητού στην Αίγυπτο. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν οι πιο καλοφαγάδες της εποχής, γι’ αυτό και όλα τα αγάλματα θα δείτε ότι είναι εύσωμα. Είναι λόγω του Νείλου. Δώρο του Νείλου η Αίγυπτος, έλεγε ο Ηρόδοτος, γιατί ο Νείλος ποτίζει το έδαφος, φυτρώνει το οτιδήποτε, ιδίως τα δημητριακά και ιδίως ο σίτος αλλά και το κριθάρι. Είχαν λοιπόν πάρα πολλές ποικιλίες φαγητών με το αλεύρι, με τον σίτον και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι πολύ φτωχοί έτρωγαν καλαμπόκι. Ήταν με τη σειρά, ας πούμε, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι. Πότε άρχισαν οι Αιγύπτιοι να έχουν μεγαλύτερη ποικιλία στα φαγητά τους; Από τους Πτολεμαίους, με φαγητά της Άπω ανατολής και μπαχαρικά, μετά έρχονται οι Ρωμαίοι, με τα φαγητά της παλιάς Ευρώπης. Και τα ελληνικά κάπου εκεί ανακατεύτηκαν. Πρέπει να πούμε κάτι που είναι πολύ σπουδαίο: οι Αιγύπτιοι είναι αυτοί που δίδαξαν το καλό ψήσιμο του ψωμιού στον φούρνο και των κρεατικών γενικά, ό,τι είχε να κάνει με ψήσιμο. Επί φαραώ, ο χοίρος ετρώγετο, κάπου είχα διαβάσει ότι υπήρχαν πολλά και πολύ ωραία ψάρια στον Νείλο, είχαν χήνες, καλοτρώγανε. Είχαν και άφθονα φρούτα και ξηρούς καρπούς, αποξήραιναν φρούτα στον ήλιο. Έφερε και ο Μωυσής τα φαγητά του λαού του, και έτσι δημιουργήθηκαν πολλές και πλούσιες διατροφές.
Μετά τη συνέντευξη, πήγαμε στο μετόχι σε άλλη γειτονιά του Καΐρου. Εκεί, μας άνοιξε ως και την κάμαρά του, δίπλα στο γραφείο του, ένα μικρό ταπεινό δωμάτιο, όπου έχει τα ολίγιστα υπάρχοντά του. Δίπλα μια κουζίνα μια σταλιά, μια σούδα που ίσα χωράει έναν άνθρωπο. Από τις ωραιότερες εικόνες που έχω να θυμάμαι από το ταξίδι αυτό. Πυκνή, εμψυχωτική, διδακτική.