Μοιάζει μακρινό παρελθόν η αισιόδοξη φιλολογία περί την εστίαση, οι επενδύσεις, οι καταξιωμένοι μάγειρες ταξιδευτές ανά την Ελλάδα και την υφήλιο. Τα όνειρα νέων ανθρώπων που ψήνονται σε κολασμένες εστίες σερβίρονται πια με το αιματάκι τους. Ματώνει η νέα γενιά.
Τι κάναμε λάθος; Όχι συλλογικά! Ατομικά ο καθένας μας. Εγώ προσωπικά. Γιατί το θέμα είναι προσωπικό. Απόλυτα προσωπικό! Αν στον δικό μου χώρο υπάρχει το λάθος –το ελάχιστο έστω–, μπορεί να στάθηκε ή να σταθεί αρκετό για να ξεχειλίσει το ποτήρι. Γι’ αυτό θέλω, όσο προλαβαίνω, να ξαναμετρήσω την απόσταση που με χωρίζει από την καταστροφή. Αν το κάνουμε όλοι ή έστω όσοι εντός του κεφαλιού μας έχουμε εγκεφαλική ουσία κι όχι πουρέ πατάτας, ευελπιστώ στη μεγάλη ανατροπή.
Οι εκκλήσεις και οι πομφόλυγες περί χρήσης τοπικών προϊόντων και παραγωγών από τον τόπο μας δεν αρκούν. Οι Έλληνες στα κουμάντα της τσέπης, της κοιλιάς και της καλοπέρασής μας δεν είμαστε πατριώτες. Μια ματιά στα ράφια των καταστημάτων θα μας εκπλήξει με το πόσα τουρκικά προϊόντα κυκλοφορούν στην αγορά. Σταράτα, χωρίς περιστροφές: κάθε ρολό χαρτί τουαλέτας (!), κάθε κομπαλάκι κάππαρη, κάθε σπυρί φάβα, κάθε κονσέρβα με προέλευση τη γείτονα είναι ένα κλικ πιο ανεβασμένη η επιθετικότητα του κάθε Τσαβούσογλου. Μία ακόμα σφαίρα που σε σημαδεύει…
Ανεξέλεγκτες επιδοτήσεις. Η απόλυτη πηγή διαφθοράς συνειδήσεων, κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Το επιχειρείν έχει ρίσκα, η εργασία περιλαμβάνει κόπο και μόχθο, η δημιουργία είναι χαρά, η συγκομιδή είναι αγάπη. Δεν είναι μόνο ευρώ, δεν είναι αρχικά εμπλεκόμενων οργανισμών, δεν είναι στατιστικά μεγέθη. Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό και ευρύτερα αποδεκτό, τώρα, που η υγειονομική κρίση μετασχηματίζεται σε οικονομική και σύντομα θα αποτελέσει ευρύτερα κοινωνική κρίση, τότε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να στηριχτούμε στα πόδια μας. Κυβερνήτες, επιχειρηματίες και απλοί παραγωγοί γίναμε όλοι διαχειριστές κονδυλίων αποκλειστικής απασχόλησης. Νισάφι!
Να τελειώνουμε και με το… όπου να ’ναι, ό,τι να ’ναι. Οι πρόγονοί μας υπήρξαν σοφότεροι ημών, τουλάχιστον στα λιγοστά που παρήγαν. Ήξεραν το πότε, το πού και το γιατί. Σέβονταν, τη γη, το φως, τον αέρα, τις ανάγκες. Είχαν ελάχιστη φύρα, δεν στόχευαν στο να επιδείξουν πλούτο στον γείτονα και λούσο στο Insta. Στον κύκλο του χρόνου, στον κύκλο της τροφής, στον κύκλο της ανάπτυξης είχαν μέτρο και ηθική κατασταλαγμένη, με φόβο θεού και σέβας στους ανθρώπους, στην πρώτη ύλη, στα ζωντανά, στη γη που τους έθρεφε. Δεν είχαν όλοι νταραβέρια στη Μαρσίγια, στην Οντέσα, στη Σύρα. Δεν γίνονταν όλοι καραβοκυραίοι, ξενοδόχοι, εστιάτορες, ούτε και όλοι μάγειρες. Κάποιοι έπρεπε να γίνουν και φουρναραίοι, ψαράδες, αμπελουργοί. Ακούμε το βάρος του επερχόμενου χειμώνα. Το μεγάλο εργοστάσιο, ο τουρισμός, η μονοκαλλιέργειά μας, ψυχορραγεί. Καιρός να το πάρουμε ανάποδα. Να επιδείξουμε πνεύμα αλληλεγγύης από σήμερα κιόλας: στον μανάβη και στον παντοπώλη της γειτονιάς, στα ράφια του σούπερ μάρκετ, εκεί, στα ελληνικά προϊόντα, στις ελληνικές επιχειρήσεις που αξίζουν το ευρώ μας. Εκεί!
*βλ. «Λιγότερο Instagram, περισσότερο χωράφι», Γιώργος Βενιέρης, μάγειρας (Lifo, 26.4.20)