Δεν είναι εύκολο να είσαι τσιγγάνος, γύφτος, κατσίβελος.
Οι Έλληνες Ρομά πέρασαν ένα σωρό πολιτισμούς μέχρι να ’ρθουν
σ’ ετούτη τη γη. Με τα πόδια,
με κάρα, με άμαξες, με αμάξια,
με θεούς, με πόνους, με χαρές,
με φόβους.

«Πώς το κάνουν αυτό; Πώς ξέρουν τον δρόμο;» Πώς κατάφερναν να βρουν τον καθημερινό δρόμο της επιστροφής; Τ’ αμολούσαν στο μεριά (1), μπουλούκι ολόκληρο… κι αυτά παίρναν τη στράτα για τον στάβλο, παρεούλες παρεούλες μέχρι να σκορπίσουν στα τέσσερα σημεία του χωριού. Το καθένα στο σπιτικό του. Βραδινό άρμεγμα και στο παχνί για καλούδια και ξεκούραση. Δεν θυμάμαι λέξεις. Θυμάμαι ήχους, μυρωδιές, μουγκανητά, ιαχές. Θυμάμαι το ακατανόητο.

«Πώς το κάνουν αυτό; Πώς ξέρουν τον δρόμο;» Ακόμη και τώρα, μισό αιώνα μετά, όταν βλέπω αγελάδες, νομίζω ότι προτρέχει η απορία εκείνη απ’ το χαμόγελό μου. Οικεία ζωντανά! Μετά το Πάσχα, έστηναν τέντα και κάρο δίπλα στις ποτίστρες. Το τρεχούμενο νερό ήταν πάντα ζητούμενο για όλους… απ’ τις απαρχές. Κάθε πρωί οι νοικοκυραίοι άρμεγαν τα γελάδια τους και τα ξεπροβόδιζαν στην αγέλη. Έπειτα εκείνοι, ξυπόλυτοι τον περισσότερο καιρό, αναλάμβαναν να προκόψουν τη βοσκή προς τα μακρινά του χωριού. Κάθε τόσο άλλαζαν μεριά, γιατί τα γελάδια τρώνε πολύ και πατάνε άλλο τόσο! Το απογευματάκι επιστροφή του κοπαδιού, πότισμα στις ποτίστρες κι εκεί τελείωνε η δουλειά τους κι άρχιζε η ακατανόητη πορεία των ζωντανών προς τ’ αφεντικά τους.

«Πώς το κάνουν αυτό; Πώς ξέρουν τον δρόμο;» Πληρώνονταν από το χωριό. Πόσα γελάδια είχε ο καθένας… τόσα όλα μαζί… διά τόσο… τόσο. Άνοιξη με φθινόπωρο. Με τη σεζόν τούς πλήρωναν. Του Αϊ-Δημήτρη ξέστηναν. Να βγάλουν τον χειμώνα στα χειμαδιά τους, να κάνουν τους γάμους τους, τα σκέρτσα τους. Όλοι δούλευαν. Τα αρσενικά στη βοσκή. Τα κορίτσια και τα νιάνιαρα γύρω απ’ το τσαντίρι. Ένα σωρό οι δουλειές. Ποια θα μαζέψει τα στρωσίδια στο γίκο (2), ποια θα σκουπίσει με τις φουκαλιές (3), ποια θα πλύνει τα σέα (4) στην κοπάνα, ποια θα φτιάξει την προίκα της; Ξένη γωνιά τα κορίτσια! Το μονοπάτι στρωμένο και πολυπατημένο. Πώς να ξεστρατίσεις; Πασαρέλα της προίκας, γλέντι τρικούβερτο, άπλωμα της κοκκινοβαμμένης σημαίας… και στον χρόνο πάνω… το πρώτο στο βυζί… το δεύτερο να ετοιμάζεται… και ανεβαίνουμε! Κορίτσια μέχρι τα δεκατρία, μετά… μητέρες. Πού και πού ερχόταν και κάνα σόι κι έστηνε λίγο παραπέρα το δικό τους σπιτικό. Καρεκλάδες, γανωματήδες, εργάτες για σκάλισμα, κι άλλοι… για τις τρίτες τις δουλειές… Κάποιοι πιο οργανωμένοι είχαν και καμιά κότα, κάνα χνάρι (5), καμιά κατσίκα. Όσπρια, ρύζι, μακαρόνια, χόρτα, αλεύρι…, κάναν αγκαθωτό χοίρο πού και πού… και να η κουζίνα τους η νομαδική, η μικρή. Όσο μπορούσε να φτάσει η μαγείρισσα απ’ το σταυροπόδι της. Από δω η φωτιά… να βάζει κάνα ξύλο στην πυροστιά ή στη γάστρα, μπροστά της το ζυμάρι στο σοφρά, απ’ την άλλη ο ντενεκές με τα γεννήματα. Πλετσίντα (6), σαρμάδες και σφαχτό τις μέρες τις καλές… όλα τα υπόλοιπα τις άλλες μέρες. Η πιο μικρή κουζίνα του κόσμου, λίγο μεγαλύτερη απ’ αυτή της καρποσυλλογής, που τάιζε όμως ασκέρι. Το κατάχαμα χωράει περισσότερους και αν η λαμαρίνα του σάτσι (7) είναι καλή, καλό μπερζεμέ (8) θα βγάλει (αν η λαμαρίνα του ταψιού είναι καλή, καλό ψωμί θα βγάλει). Ποσότητα, γεύση, όψη! Η απλότητα του ταξιδιού!

«Λίγο αλεύρι, κυρά, να σου σχωρεθούν τα πεθαμένα σου! Να ταΐσω τα παιδάκια μου!» και γύρω απ’ τα φουστάνια της τα φαρδιά, τα χρωματιστά, κουτσούβελα ξυπόλυτα…, ένα χα… πριν το χαμόγελο. Τους έδιναν όσο μπορούσαν. Όση ανθρωπιά είχαν και τους περίσσευε. Κείνα τα χρόνια τα παλιά, στον Ηλιά των εξήντα οικογενειών, δεν είχαν και πολλά περισσότερα οι γηγενείς. Απλά, το χώμα και τα ζωντανά τους ρίζωσαν και τους τάιζαν. Εκείνοι όμως ήταν νομάδες, συνώνυμο της πόρεψης. «Πώς το κάνουν αυτό; Πώς ξέρουν τον δρόμο;» Λίγα ρούχα, κάμποσα σκεπάσματα, λίγα τεντζερέδια, δυο τρία εργαλεία και κάτι που να κουβαλιέται, μα να σκεπάζει τις έξεις τ’ ουρανού. Πόσα πράγματα να χωρέσουν στα μουλάρια και πόσα στα κάρα; Πόσα να χωρέσει ο νους απ’ τις δοξασίες του παρελθόντος; Του δρόμου! Πόσα να λαξευτούν στους τοπικούς θεούς μπας και σωθούν απ’ τις δυσκολίες του διαβατάρικου μόχθου! Του βίου δίχως βιος.

Ο Αϊ-Γιώργης στο Σεληνάρι, η Παναγιά στην Τήνο, ο Ταξιάρχης στο Μανταμάδο, ο Αϊ-Νικόλας στα Βούναινα…, φασαριόζικα μαζώματα, πολύχρωμες μουσικές συνάξεις, ανατολίτικα λικνίσματα και τσικνίσματα, βαπτίσματα, κουμπαριές με μπαλαμούς (9), φαγοπότια όσο πάει… και πίσω το χάος. Κρίμα που χάθηκαν οι καρεκλάδες, οι γανωματήδες, οι αγελαδάρηδες… Είναι που ήρθαν οι πλαστικές καρέκλες, τα τεφάλ, τα ντατσούν… και κυρίεψαν τον κόσμο των πολλών. Είναι που η ανάθεση εργασιών μεγάλωσε στον κόσμο μας τον μικρό και στα χωριά δεν έχουν πια αγελάδες και ο μανάβης που πουλάει και ο παλιατζής που μαζεύει πρέπει να έχουν δελτία αποστολής και έδρα και ΑΦΜ και συγκεντρωτικές. Είναι που το μάρκετ της Αγγελικής και του Σούλη στην καμπίσια Ιτέα πουλάει και αυγά και μαρούλια και κρουασάν και τον Johnnie τον Περιπατητή. Είναι που τα ντελίβερι τρέχουν πέρα δώθε στους καταυλισμούς με καφέδες και πίτσες, με καρδούλες και τατς σκριν. Είναι που κάθε επίδομα αυτής της κοινωνικής ακρούλας, αυτού του οικείου ξένου, δεν ξέρει πού να πάει… μετέωρο στ’ από δω και στ’ από κει… «Σ’ το ’πα και σ’ το ξαναλέω… μη μου στέλνεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω…».

Δεν είναι εύκολο να είσαι τσιγγάνος, γύφτος, κατσίβελος. Οι Έλληνες Ρομά πέρασαν ένα σωρό πολιτισμούς μέχρι να ’ρθουν σ’ ετούτη τη γη. Με τα πόδια, με κάρα, με άμαξες, με αμάξια, με θεούς, με πόνους, με χαρές, με φόβους… «Πώς το κάνουν αυτό; Πώς ξέρουν τον δρόμο;» Όπου γης και πατρίς. Όπου νομάς κι η θέση του. Όπου φαγώσιμο και φαγητό. Ο πατέρας μου, που έχει τ’ όνομα του παππού του, Ματθαίος, θυμάται και τ’ όνομα του τελευταίου ρομά γελαδάρη του χωριού. Γιάννης Πολίτης. Έτσι τον έλεγαν.


μεριάς (ο): η κοινοτική γη, περιφερειακά των χωριών του κάμπου στις θεσσαλικές ντοπιολαλιές
γίκος (ο): τακτοποιημένη στοίβα στρωμάτων, κουβερτών κ.λπ. στις θεσσαλικές ντοπιολαλιές
φουκαλιά: σκληρός θάμνος που χρησιμοποιούσαν αντί σκούπας, στις θεσσαλικές ντοπιολαλιές
σέα: τα ρούχα στα ρομανές
χνάρι (το): χήνα-χηνάρι, στις θεσσαλικές ντοπιολαλιές
πλετσίντα: πρωτοχρονιάτικη πίτα με τυρί και 12 φύλλα, στα ρομανές (12 μαθητές του Ιησού; 12 μήνες; Απ’ τους Σουμέριους περάσαμε όλοι μας) σάτσι: κοίλο ταψί που έμπαινε πάνω στην πυροστιά, στα ρομανές
μπερζεμές: λεπτό ψωμί που ψήνεται με συχνά γυρίσματα στο σάτσι, στα ρομανές
μπαλαμός: λευκός, στα ρομανές

                                              Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Φεβρουαρίου, τεύχος 178. 

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών