Κλαίω με όλες μου τις δυνάμεις. Πεινάω ακόμη. Η μάνα μου, εξουθενωμένη, έχει ήδη παραγγείλει στη μαμά της να ζεστάνει ένα μπουκάλι γάλα του γαλατά. Δεν μου φτάνει το δικό της. Πεινάω.

Καβάλα στο μικρό μου Velamos, τρέχω όσο μπορώ στην κατηφόρα, το τιμόνι φεύγει από τα χέρια μου, βρίσκομαι μπρούμυτα στον χωματόδρομο, τα γόνατα και οι παλάμες μου μαντάρα. Μικρά σβολαράκια από χώμα, αίμα και δάκρυα πάνω στα ρούχα μου. Κλαίω από τον πόνο.

Στο τιμόνι ο κ. Νάστος. Δίπλα του ο πατέρας μου, στο πίσω κάθισμα οι σύζυγοι με ένα μωρό στην αγκαλιά η καθεμία, κι εγώ στο πίσω μέρος του μικρού στέσιον βάγκον, τι άλλο; Κλαίω βλέποντας τις πέτρες δίπλα στις ρόδες του αυτοκινήτου να φεύγουν στους γκρεμούς της ορεινής Λακωνίας. «Φοβάμαι», λέω στη μάνα μου. «Κλείσε τα μάτια σου», μου λέει αυτή.

Δάκρυα στάζουν στα σκονισμένα μου άρβυλα, ένας λόχος περπατάει στον ρυθμό των ακατανόητων εντολών-ουρλιαχτών του λοχία, χτυπώντας το δεξί πόδι κάθε τόσο στο ξερό χώμα, ο αέρας είναι πνιγηρός από την υγρασία και τη ζέστη του Ναυπλίου, και εγώ κλαίω σε απόγνωση.

Κλαίω μπροστά στο φωτεινό κουτί, βλέποντας τις σφαγές στη Συρία, τις καταστροφές των μνημείων, την απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης από την καταστροφική παράνοια ενός πληθυσμού που δεν βλέπει άλλον δρόμο από αυτόν της βίας. Κλαίω από θυμό. Κλαίω ακούγοντας στα ρεπορτάζ Iσπανίδες νοσοκόμες να λένε πως το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κρατάνε το χέρι των ανθρώπων που έχουν ήδη βάλει το ένα πόδι στη βάρκα για την άλλη όχθη. Νιώθω ένα τίποτα και από την αδυναμία μου κλαίω.

Μεγαλώνοντας κλαίω όλο και πιο εύκολα, με τις ειδήσεις στο κουτί, με τα ραδιοφωνικά μαγκαζίνα, ακόμη και με διαφημίσεις για συνταξιοδοτικά προγράμματα. Αναρωτιέμαι αν με κάποιους αυτοματισμούς κλαίει το σώμα μου ή η ψυχή μου. Και σκέφτομαι πως, όπως το ατσαλένιο δισκοπρίονο χρειάζεται νερό για να κόψει ένα τεράστιο μαρμάρινο μπλοκ σε φέτες, έτσι και εγώ κλαίω, μπας και καταφέρω να σπάσω την πέτρα που έχω στη θέση της καρδιάς.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών