Με αφορμή το χειρόγραφο του άγνωστου γραφιά και μάγειρα του 18ου αιώνα, συνομιλούμε με τον creative art director του «Γ», Βαγγέλη Καρατζά ο οποίος μάς εισάγει στον μαγικό κόσμο των ψηφιακών γραμματοσειρών του περιοδικού.

— Κάθε τεύχος του «Γ» έχει πολλά custom-made στοιχεία. Χειρόγραφοι τίτλοι, στολίδια διάφορα… Πώς ξεκινάς να δουλεύεις ένα τεύχος; Ποια είναι η διεργασία; Όλα ξεκινάνε από τις κουβέντες που κάνουμε με τον Άγγελο (σ.σ. Άγγελος Ρέντουλας, ο αρχισυντάκτης του «Γ») και με τους συντάκτες των κειμένων. Ποιο είναι το σκεπτικό της παραγγελίας του υλικού το οποίο παράγεται για κάθε τεύχος, κείμενα και φωτογραφίες και η ατμόσφαιρα την οποία βγάζουν, ειδικά οι φωτογραφίες. Το μυαλό μου αρχίζει να βουτάει σε οποιαδήποτε μνήμη μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Την προηγούμενη ζωή μου, τις αγαπημένες μου μουσικές και ταινίες, τα βιβλία μου, παλιές αφίσες και έντυπα πάνω σε παρόμοια θέματα, πράγματα και καταστάσεις που έχω ζήσει και τα οποία ζωντανεύουν αυτοβούλως την κατάλληλη στιγμή. Μερικές φορές, τα πιο ετερόκλητα στοιχεία συνθέτουν τις πιο κατάλληλες εικόνες. Αυτές με οδηγούν και στην εικόνα την οποία επιθυμώ (και εάν φυσικά συμφωνεί ο αρχισυντάκτης μας) να έχει η τυπογραφία κάθε τεύχους. Όποια στοιχεία δεν υπάρχουν σε ελληνικά, τα μετατρέπω από τα λατινικά, ερασιτεχνικά, ίσα ίσα να καλύπτονται οι ανάγκες.

— Ποια ήταν η σκέψη πίσω από αυτό το τεύχος με το τόσο ιδιαίτερο θέμα; Πώς επέλεξες τις γραμματοσειρές; Διάλεξα τη συγκεκριμένη πολυτονική γραμματοσειρά (Brill) γιατί νομίζω πως ενισχύει τη συνολική ατμόσφαιρα του τεύχους και αφού βεβαιώθηκα ότι όλες οι τυποτεχνικές ανάγκες μας θα καλυφθούν σωστά, ότι η αναπαραγωγή των κειμένων θα είναι πιστή στο πρωτότυπο. Όσο για τη «χειροποίητη» γραμματοσειρά των τίτλων, βασίστηκε στη μελέτη του κ. Γιώργου Ματθιόπουλου, της Ελληνικής Εταιρείας Τυπογραφικών Στοιχείων, πάνω στα χειρόγραφα του σπουδαίου Κρητικού, αντιγραφέα βιβλίων του 16ου αιώνα, Άγγελου Βεργίκιου. Η ψηφιακή τους έκδοση δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει, οπότε ξεπατίκωσα τα γράμματα και σχημάτισα μια αλφάβητο με την οποία γράμμα γράμμα έγραψα τους τίτλους του τεύχους. Φαντάζομαι λόγιους και ανθρώπους που είχαν πρόσβαση σε βιβλία, θα είχαν μια εξοικείωση με παρόμοιες γραφές. Είναι μια γραμματοσειρά με καταπληκτικό ρυθμό και κίνηση. Διαβάζοντάς τα, αισθάνομαι τον ίλιγγο που θα αισθανόμουν στο τρενάκι του λούνα παρκ. Κάνω λούπες και δεν πέφτω, οπότε το διασκεδάζω.

— Έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με τις γραμματοσειρές. Από πότε ξεκινάει η ενασχόληση με αυτές; Πρέπει να υπάρχουν πολλοί που ασχολούνται και σε πολύ μεγαλύτερο βάθος. Θέλω να πιστεύω πως με τα χρόνια έχω αποκτήσει μια σφαιρική, εγκυκλοπαιδική περισσότερο, γνώση περί των γραμματοσειρών, η οποία με βοηθάει να λύνω προβλήματα που αντιμετωπίζω στη δουλειά. Από παιδί γοητευόμουν από τις φόρμες των γραμμάτων, βιβλία και περιοδικά έμπαιναν στο σπίτι, κυρίως ξένα, TIME, LIFE, NEWSWEEK – με μία εβδομάδα καθυστέρηση τα έφερνε ο πατέρας μου από τη δουλειά του στην ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ. Στη γειτονιά είχαμε δύο τυπογραφεία και στο ένα από τα δύο μπαινόβγαινα γιατί ο μάστορας έμενε απέναντί μας. Η σοβαρή όμως ενασχόληση ήρθε με τις σπουδές μου στην Αγγλία. Στη σχολή είχαμε όλα τα εκτυπωτικά μηχανήματα και εξειδικευμένο προσωπικό που τα λειτουργούσε. Εκεί πρωτοτύπωσα σε μηχανή μια πρόσκληση σε έκθεση ζωγραφικής κάποιου φανταστικού ζωγράφου, παρήγγειλα με τις απαραίτητες ορολογίες τη φωτοσύνθεση για τα κείμενα της πτυχιακής μου εργασίας, έκανα μεταξοτυπία και βιβλιοδέτησα το δικό μου κενό σημειωματάριο. Μέχρι που οι υπολογιστές πήραν το πάνω χέρι, όλα φτιάχνονταν στο χέρι. Υπήρχε μια πολύ μικρή γκάμα γραμματοσειρών στη φωτοσύνθεση, ως εκ τούτου οι χειροποίητοι τίτλοι ήταν μια λύση. Άπειρες ώρες κοπτοραπτικής φωτοτυπημένων γραμμάτων και ξεπατικωμάτων μού έδωσαν μια σχετική ευχέρεια την οποία χρησιμοποιώ για τις μετατροπές μου, με άλλα πια μέσα. Στα χειρόγραφα του Βεργίκιου με σύστησε προ 25ετίας ο μόνιμος συνεργάτης μου και φίλος, σχεδιαστής γραμματοσειρών, Έκτορας Χαραλάμπους. Μου δώρισε, ψηφιοποιημένη, τη δική του εκδοχή των χειρογράφων του Βεργίκιου.

— Ποια η ιστορία της κλασικής γραμματοσειράς του «Γαστρονόμου»; Στον «Γ» χρησιμοποιούμε δύο οικογένειες γραμμάτων. Αυτή των μεγαλύτερων κειμένων είναι τα Joanna και των μικρότερων κειμένων είναι τα Futura. Ίδια εποχή (δεκαετία του 1930), άλλη όμως λογική και αισθητική. Τα μεν σχεδιασμένα από τον Eric Gill, έναν ιδιόρρυθμο Άγγλο πολύτεκνο πολυκαλλιτέχνη, ανήκουν στις «ουμανιστικές» γραμματοσειρές που, παρά τις ορθογώνιες πατούρες τους, διαθέτουν και πολύ χαρακτηριστικές καμπύλες, τα δε, απολύτως γεωμετρικά και αυστηρά, του Γερμανού σχεδιαστή Paul Renner διαβάζονται και περνούν απαρατήρητα λόγω της απλότητάς τους. Η πρώτη γραμματοσειρά του «Γ» ήταν τα Sabon, σχεδιαστικά πολύ κοντά στα Garamond, γραμματοσειρά πρωτοφτιαγμένη τον 17ο αιώνα από τον Claude Garamond, σπουδαίο Γάλλο σχεδιαστή και τυπογράφο ο οποίος λάτρεψε τα χειρόγραφα του Βεργίκιου και τα «έκοψε» σε μεταλλικά στοιχεία για χρήση τους στην Τυπογραφία. Έτσι, στην εργασιακή μου πορεία, όλα κάνουν κύκλους και εγώ, άλλοτε με αδράνεια και άλλοτε με δράση, ταξιδεύω πάνω τους και, αφού δεν πέφτω, το διασκεδάζω.

            Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Μαρτίου, τεύχος 179.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών