Άμα πάρεις να χαζεύεις τις αναρτήσεις του Babushka στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα χαμογελάσεις βλέποντας τη Φιλιώ Κορολόγου και τον Ιωακείμ Σιδηρόπουλο «φυτεμένους» σε διάφορα μικροπεριβάλλοντα. Σε μια σκηνή του Ράμπο, σε μια αφίσα λαϊκοδημοτικής κλαριντζίδικης διασκέδασης, με ροζ μπουρνούζι σε κομμωτήριο, σε ρετρο-ποπ σαλονάκια, παντού «κολλάνε» αυτοί οι δυο. Η πιο… μόνιμη θέση τους, πάντως είναι πίσω από τη μπάρα. Έχουν αμφότεροι πολυετή θητεία στο χώρο του ποτού και της διασκέδασης. Τη Φιλιώ δεν μπορεί να μην τη θυμάσαι στο 7 Jokers. Εκεί δούλεψε κι ο Ιωακείμ ένα φεγγάρι. Είχαν γνωριστεί χρόνια νωρίτερα στο Μπρίκι. Με το κοντέρ να έχει γράψει ουκ ολίγα νυχτερινά χιλιόμετρα, πριν από λίγο καιρό αποφάσισαν να ανοίξουν το δικό τους μπαρ. Το είδαν ως φυσικό επακόλουθο αυτής της πορείας.
Κουκάκι, το αποφάσισαν. Το Babushka άνοιξε στη Χρήστου Βυζαντίου, στον χώρο που βρίσκαμε νωρίτερα το Meerkat. Τα χρώματα είναι πλέον πιο χτυπητά, φούξια και βεραμάν, η διαρρύθμιση όμως είναι η ίδια, έχουν κρατήσει και κάνα-δυο έπιπλα του προκατόχου, όπως το μπαμπού καναπεδάκι, πάνω από το οποίο κρέμεται ένα έργο της Νατάσσας Πουλαντζά. Πάνω σε ένα αντίγραφο ενός πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ η εικαστικός έχει τυπώσει ψηφιακά μια φωτογραφία των Λένιν, Στάλιν και Καλίνιν. Το εν λόγω έργο, που ανήκει σε μια σειρά δημιουργιών που διερευνά τα ρευστά όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, όπως μου λένε, πυροδοτεί συζητήσεις. Αν ανέβεις στον πάνω όροφο θα δεις κι ένα βεραμάν σκρίνιο με τα… καμπανάκια του Ιωακείμ. Του τα έχουν φέρει θαμώνες από όπου μπορείς να φανταστείς –«από τη Σαλαμίνα μέχρι την Κίνα», μου λέει η Φιλιώ. «Έχει και βιβλίο καμπανακίων», συμπληρώνει, «όπου γράφει ποιος έχει φέρει τι και από πού».
Το όνομα το διάλεξε η Φιλιώ. Της αρέσει η ρώσικη κούκλα που την ανοίγεις, και παρότι ξέρεις τι να περιμένεις το ξανανοίγεις. Tο άλλο που της αρέσει με τη «μπαμπούσκα» είναι ότι είναι από αυτές τις λέξεις που γεμίζουν το στόμα σου: «μ’ αυτά τα αλλεπάλληλα μπ σε κάνει, σχεδόν αναγκαστικά, να χαμογελάσεις». Το μπαρ της, από ότι μου λέει, το είχε φανταστεί στα Εξάρχεια. Εκεί δούλεψε για πρώτη φορά πίσω από τη μπάρα, στο Dada, όταν ήταν ακόμη μικρούλα. Εκεί μένει, είναι η γειτονιά της. Ο Ιωακείμ ήταν πιο ανοικτός όσον αφορά στην περιοχή. Όταν συμπτωματικά βρέθηκε ο χώρος στοΤην πρώτη φορά που πήγα στο μαγαζί πήρα ένα Gibson κι ήταν καλοφτιαγμένο. Τη δεύτερη ένα Manhattan, κι αυτό καλό. Τα κοκτέιλ τους τα ήθελαν πιο αλκοολικά, πιο «ποτένια», χωρίς πολλά σιρόπια και φρούτα για αυτό και στράφηκαν στα κλασικά. Εδώ πίνεις Dry Martini, Pink Lady, Dark & Stormy, Old Fashioned, Mai Tai. Ο κατάλογος είναι λιτός, χωρίς επεξηγήσεις. Ο Ιωακείμ εξηγεί ότι σκοπός ήταν να ‘ναι απαλλαγμένος από πολλές πληροφορίες που δεν μπορείς να τις φιλτράρεις στον χρόνο που έχεις διαθέσιμο, ότι στο μπαρ τους θέλουν να εστιάζεις στους φίλους, στο καλής ποιότητας αλκοόλ και στη μουσική. Μια που λέμε για μουσική, να πούμε ότι το Babushka, που έχει DJ σε καθημερινή βάση, κινείται σε pop, electropop, rock μονοπάτια. Τις Κυριακές η Βάσω Πουρίδου παίζει ελληνικά, αλλά πιο ιδιαίτερα, με μια άλλου τύπου λογική – έτυχε να είμαι εκεί την πρώτη φορά που ανέλαβε κι άκουσα Κωνσταντίνο Βήτα, Γιώργη Χριστοδούλου, Μαίρη Λίντα, Σούλη Σαμπάχ… Κάποια πράγματα σίγουρα είναι ακόμη ρευστά, διαμορφώνονται ακόμη. Από ό,τι λέει το ντουέτο κάποια κοκτέιλ θα μπουν και κάποια θα βγουν από τη λίστα, ίσως να προστεθεί και κάτι ακόμη να τσιμπήσεις πέρα από τους ξηρούς καρπούς και τα κριτσίνια από τον φούρνο του κυρ-Νίκου στα Εξάρχεια. Όχι φαγητό όμως. Ό,τι και να γίνει, το Babushka θελουν να είναι ποτάδικο, όχι από αυτά τα μαγαζιά που έχουν λίγο απ’ όλα. Μπαρ μπαρ.