Κύπρος, στην άκρη της Μεσογείου, το νησί της Αφροδίτης ακροβατεί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Κοσμοπολίτικο και επαρχιακό συγχρόνως, σε έναν γοητευτικό συνδυασμό προόδου και παράδοσης, ζει την καθημερινότητά του στη σκιά του δυσεπίλυτου «Κυπριακού» που το σημαδεύει. Η οινική παράδοση της Κύπρου χάνεται στα βάθη της ιστορίας, όταν οι Σταυροφόροι, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη γεύονταν τη γλυκόπιοτη Κουμανταρία, το παλιότερο κρασί του κόσμου, που συνεχίζει να παράγεται αδιάλειπτα στο νησί. Ένα νησί που ο Διόνυσος το κράτησε στην αγκαλιά του προστατεύοντάς το από τη φυλλοξήρα και χαρίζοντάς του δεκάδες μοναδικές οινοποιήσιμες ποικιλίες, που συνιστούν το παζλ των ιδιαίτερων αμπελώνων με τα άσπρα χώματα. Ξινιστέρι και Μαραθεύτικο, Πρωμάρα, Βασίλισσα και Γιανούδι, Σπούρτικο και Μωροκανέλλα είναι μερικές μόνο από αυτές που οινοποιούνται από τους ντόπιους παραγωγούς που έχουν βαλθεί να αναδείξουν τον οινικό τους πλούτο. Παρ’ όλα αυτά, το κυπριακό κρασί απουσιάζει από το διεθνές οινικό στερέωμα.
Κάθομαι στην ακροθαλασσιά του oyster bar Puesta, στη Λεμεσό, και έχω την τύχη να συνομιλώ με τον Ντίνο Κόνη, ιδιοκτήτη της εταιρείας Bottles wine & spirits, που ασχολείται με το χονδρικό εμπόριο κρασιού και οινοπνευματωδών. «Δυστυχώς η Κύπρος δεν λάμπει ακόμη στο οινικό στερέωμα. Είναι μόλις τα τελευταία χρόνια που οι παραγωγοί μας έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στις γηγενείς ποικιλίες. Όμως δεν έχουμε ακόμη βρει την ταυτότητά μας», μου εξηγεί. «Είναι βέβαια νωρίς, γιατί δεν υπάρχει εμπειρία στη σύγχρονη οινοποίηση αυτών των ποικιλιών, που τις καλλιεργούσαν μεν αιώνες τώρα, αλλά τις οινοποιούσαν αδιακρίτως όλες μαζί χωρίς να ξέρουν τις ιδιαιτερότητές τους. Χρειάζεται χρόνος και πειραματισμός σε καθεμία από αυτές για να ξεδιπλωθούν οι δυνατότητές τους και να δούμε μέχρι πού μπορεί να φτάσουν».
Συνεχίζοντας την κουβέντα μας, ο Ντίνος Κόνης μού λέει ότι πιστεύει ακράδαντα ότι οι «εξωτικές» κυπριακές ποικιλίες έχουν διεθνές μέλλον, αρκεί οι παραγωγοί να τις πιστέψουν, να τις μελετήσουν και να παραγάγουν αυθεντικά κρασιά που θα έχουν τη σφραγίδα της Κύπρου. «Πώς θα διαδοθεί και θα αγαπηθεί ένα κρασί αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι Βασίλισσα ή Sauvignon blanc;» αναρωτιέται.
Το μεγάλο πλεονέκτημα, κατά τον Ντίνο Κόνη, είναι η εσωτερική κατανάλωση, που μπορεί να αυξηθεί κι άλλο, αν εκμεταλλευτούν σωστά την τουριστική κίνηση προς όφελος του κρασιού. Το 65% αυτής της κατανάλωσης είναι ντόπιο κρασί και το 35% εισαγόμενο – μεγάλο ποσοστό αυτού είναι ελληνικό κρασί. Μειονέκτημα για τον καλό μου φίλο είναι η υπερτιμολόγηση των κυπριακών κρασιών πριν ακόμα καλά καλά αποκτήσουν ταυτότητα. Σημειώνει ότι «τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα στα εστιατόρια. Στις περισσότερες λίστες, το 50% είναι ντόπια κρασιά. Βέβαια, πρέπει να αλλάξει η λογική πολλών εστιατόρων που τιμολογούν ακριβά τα κρασιά με τη δικαιολογία “αν δεν βγάλω από το κρασί, από πού θα βγάλω;”. Και εγώ τους απαντώ “άλλαξε μάγειρα”».
Ο Ντίνος Κόνης έχει στα επόμενα επαγγελματικά του σχέδια τη δημιουργία μιας σειράς wine bar, αρχής γενομένης από τον επόμενο μήνα στη Λεμεσό. Έως τότε και έως την επόμενη επίσκεψή σας στην Κύπρο βρήκαμε για εσάς κυπριακά κρασιά: Μαραθεύτικο Μακαρούνα (22,78€, OAK CAVA), Ξινιστέρι Αέρηδες Μακαρούνα (12,90€, House of Wine) και Σπούρτικο Βουνί Παναγιάς (19,90€, Cava Kylix).