«Η παλιοκότα έχει το ζωμί, αλλά κι ο τζούφιος πετεινός είναι πολύ νόστιμος. Και οι νέες κάνουν, αρκεί να είναι παχιές. Εγώ, όταν έκανα τα πιλάφια, είχα 200 κότες παχιές στα χωράφια κι αλωνίζανε. Βράζεις την κότα με νερό κι αλάτι, τίποτε άλλο. Μόνο στο τέλος το λεμονάκι της», μου λέει ο κυρ Αλέκος. «Το καλύτερο πιλάφι είναι με ένα κατσαρόλι ζωμό πρόβατου και ένα κατσαρόλι κότας. Το κοτόπουλο βγάζει κίτρινο πιλάφι, ενώ το ζυγούρι βγάζει άσπρο. Άμα ξέρουν να το φτιάχνουν, είναι ωραίο. Παραδοσιακά στους γάμους βγάζουνε πρόβατο. Μάλιστα, για να είναι πλια ωραίο, εβάζαμε ανθόγαλο, που ήταν αλλιώτικο τότε, κίτρινο, από ατάιστα ζώα». Σε αυτό το πιάτο ο πρωταγωνιστής είναι ξεκάθαρα το πιλάφι και η επιτυχία του είναι όλη κι όλη η έγνοια του κυρ Αλέκου. «Το πιλάφι θέλει πολλή τέχνη», εξηγεί. Για την κότα τσιμουδιά. Ρωτάω θορυβημένη: «Την κότα τι θα την κάνουμε;». «Ε, θα τη φάμε κι αυτή, τι θα την κάνουμε, θα την πετάξουμε;» λέει γελώντας.
