ΠΡΟΣΩΠΟ

Ο Γιώργος Μαργαρίτης έχει τη δική του καρέκλα στον Μίστερ Λουκιδέλη

Γεύμα εργασίας με τον διάσημο λαϊκό τραγουδιστή στο στέκι του, την περίφημη ταβέρνα του Μίστερ Λουκιδέλη στη Νέα Φιλαδέλφεια.

12.03.2023| Updated: 16.02.2024
Κώστας Μπαλαχούτης, συγγραφέας, μουσικός ερευνητής
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παππάς
Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΜαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά;Μαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά; Ο Μαργαρίτης, παρότι λιτοδίαιτος, του αρέσει το προσεγμένο φαγητό και η ατμόσφαιρα των λαϊκών μαγειρείων και καφενείων. Αυτές είναι οι «αράχτρες» του, όπως ο ίδιος αποκαλεί χαρακτηριστικά αυτά τα μέρη, εδώ ανταμώνει με φίλους και συνεργάτες, χαλαρώνει και ταυτόχρονα προετοιμάζει τα επόμενα μουσικά βήματά του. Έχει ξεπεράσει τα σαράντα χρόνια δισκογραφίας και τον μισό αιώνα ενασχόλησής του με το τραγούδι, έχει γευτεί χαρές, τιμές, πλατιά αναγνώριση, αλλά ακόμα «διψάει» για στίχους και μελωδίες. Καλλιτεχνικά δηλαδή παραμένει… αχόρταγος.

Καινούργιες εμφανίσεις, καινούργια σχέδια. Δεν έχεις κουραστεί όλα αυτά τα χρόνια;

Το τραγούδι για μένα δεν είναι δουλειά. Αυτό είναι το μεράκι μου. Τραγουδάω για να μερώσω τα παράπονα και να ομορφύνω τις χαρές του κόσμου, αλλά και για να βγάλω τον δικό μου νταλκά.

Που δεν γιατρεύεται ποτέ;

Σταματάνε ποτέ το μυαλό και η ψυχή του ανθρώπου να κάνουν όνειρα; Κοίταξε, νομίζω πως διαφέρω από πολλούς άλλους τραγουδιστές. Δεν λέω καλύτερος ή χειρότερος. Μιλάω για τα βιώματα. Έχω ζήσει άλλες καταστάσεις. Ανήκω στους μερακλήδες τραγουδιστές. Και υπάρχει και ανάλογο κοινό που αρέσκεται στα τραγούδια μου και στον τρόπο ερμηνείας μου. Μερακλήδες από 15 έως 105 ετών επιλέγουν να διασκεδάσουν μαζί μου. Το βλέπω και τώρα στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, όπου εμφανίζομαι κάθε Σάββατο.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του

Τι παρουσιάζεις εκεί;

Ε, τόσα χρόνια διαδρομής, τι να πω και τι ν’ αφήσω. Προσπαθώ να συμπεριλάβω τις σημαντικότερες στιγμές μου, τα τραγούδια μου με τον Σούκα, τον Ρεπάνη, τον Βασιλειάδη, τον Άκη Πάνου, τον Μουσαφίρη, τον Νικολόπουλο, τον Πολυκανδριώτη, τον Βαγιόπουλο, τον Παπαδημητρίου και φτάνω μέχρι τον Μαχαιρίτσα. Και βέβαια λέω και ορισμένα από τον τελευταίο δίσκο, όπου εσύ έχεις γράψει τους στίχους.

Κι εσύ όχι μόνο τα τραγουδάς, αλλά υπογράφεις και τη μουσική.

Και έχουμε και τον φίλο τον Φοίβο Δεληβοριά, που έκανε την παραγωγή, αλλά και τον Χρήστο Νικολόπουλο, που με το μπουζούκι του δίνει το δικό του μοναδικό χρώμα. Και με τη Ρένα Μόρφη έχουμε ένα ντουετάκι. Έχει καλά τραγούδια αυτή η δουλειά, γι’ αυτό τους λέω και στην εταιρεία, τη Minos – EMI, να τον προσέξουν όσο μπορούν περισσότερο. Να πω, όμως, εδώ πως ναι μεν έγραψα τη μουσική, αλλά δεν παριστάνω και τον μεγάλο συνθέτη. Απλώς στην καραντίνα έπιασα την κιθαρίτσα μου, θυμήθηκα τους μεγάλους δασκάλους μας και γέννησα μερικές μελωδίες.

Πάντα θυμάσαι τους παλιούς;

Όχι μόνο τους μνημονεύω, αλλά και όταν πηγαίνω στην εκκλησία –είναι μέρες που νιώθω την ανάγκη να μπω στους ναούς–, παίρνω κι ανάβω μια χούφτα κεράκια. Και για τους δικούς μου ανθρώπους, και για εκείνους. Τον Στέλιο, τον Στράτο, τον Μανώλη, τον Γρηγόρη, τον Πάνο, τον Βαγγέλη, τον Άκη, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μπακάλη, τον Βίρβο, τον Κόρο και όχι μόνο. Όσους μου έρχονται στο μυαλό εκείνη τη στιγμή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΟι καλύτερες κατσαρόλες της ΑθήναςΟι καλύτερες κατσαρόλες της Αθήνας
Ο Κώστας Μπαλαχούτης και ο Γιώργος Μαργαρίτης

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του

Τον Μιχάλη Μενιδιάτη;

Είναι δυνατόν να μη σταθώ στον φίλο μας; Αφού μαζί του ήμουν και στις δύσκολες στιγμές του. Παλικάρι σε όλα του ο Μιχάλης και καλοφαγάς. Τους έψαχνε τους καλούς μεζέδες. Εκείνος με έφερε εδώ στου Λουκιδέλη, πριν από σαράντα περίπου χρόνια.

Ο Μιχάλης ερχόταν εδώ μετά τον πόλεμο, πιτσιρίκος, όχι σαν πελάτης.

Αφού σ’ τα έχει πει και τα ’χεις γράψει και στο βιβλίο της ζωής του. Κουβαλούσε πράγματα από το Μενίδι, τρόφιμα, ξύλα, ό,τι μπορείς να φανταστείς, και τα πουλούσε. Είχε γαϊδαράκι και τα ’φερνε. Τα μενιδιάτικα κτήματα είχαν όλα τα καλά του Θεού τότε. Μέχρι και στην Αθήνα έφτανε… Στο Κολωνάκι, μου έλεγε, όπου έβγαζε την πραμάτεια του, τον κυνηγούσε ο αστυφύλακας.

Μου αρέσει που εδώ στου Λουκιδέλη κάθε καρέκλα αναφέρει και το όνομα ενός τραγουδιστή. Έχεις κι εσύ τη δική σου θέση… κι ας κάθεσαι σήμερα για «φωτογραφικούς» λόγους σε αυτήν του Καζαντζίδη.

Τιμή μου και καμάρι μου. Άλλωστε εκείνος με τίμησε με ακόμα πιο τρανό τρόπο, λέγοντας δημόσια, στην τηλεόραση, τη φράση «εμείς οι δύο μείναμε».

Νωρίτερα, όμως, σας είχε ενώσει ένα… σπληνάντερο;

Πρώτα είχα πάει να επισκεφθώ τη μητέρα του στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Ερχόταν συχνά η κυρα-Γεσθημανή στα μαγαζιά όπου εμφανιζόμουν, όταν ακόμη ήμουν χωρίς δισκογραφία. Μικρός τραγουδιστής δηλαδή, αλλά τις καταστάσεις μου τις έκανα, κρατούσα τη λαϊκή ώρα σε ζόρικα κέντρα. Ήθελε και πιο μπροστά ο Στέλιος να με συναντήσει, αλλά εγώ, με τα μυαλά που είχα, δεν ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά του. Εκείνη την ημέρα λοιπόν, όταν φύγαμε από το νοσοκομείο, πήγαμε και φάγαμε ψάρια με την παρέα του στην Καισαριανή. Θυμάμαι πλήρωσε τριάντα χιλιάδες ο Καζαντζίδης, αρκετά λεφτά τότε.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του
Πόσες πατάτες καθαρίζονται επιμελώς κάθε βράδυ, λίγο πριν από το άνοιγμα της σάλας; Σίγουρα παραπάνω από όσες φαίνονται στη φωτογραφία!

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του
Το λευκό κρασί από τα βαρέλια της ταβέρνας είναι ροδίτης και είναι ιδιαίτερα απολαυστικό. Καλό και το ροζέ και το ημίγλυκο από επώνυμους ασκούς.

Του άρεσε και το ψάρεμα και τα δώρα της θάλασσας.

Μα κι εδώ στου Λουκιδέλη, πρώτα παράγγελνε μπακαλιάρο σκορδαλιά και μετά τα υπόλοιπα. Και στον Άγιο Κωνσταντίνο όσες φορές πήγα, τα ψαράκια που έβγαζε με τη βάρκα τρώγαμε.

Και πώς φτάσαμε στο σπληνάντερο;

Την πρώτη βραδιά που σμίξαμε στην Καισαριανή, ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Τότε είχα για δικό μου άνθρωπο τον Παναγιώτη Μπράβο –το επώνυμό του είναι αυτό–, ο οποίος είχε φέρει ένα «δυνατό» σπληνάντερο από τα Καλάβρυτα και μαζί κι ωραίο κρασί. Την άλλη μέρα κάλεσα τον Καζαντζίδη και του είπα αν ήθελε να μας έκανε την τιμή να φάμε και να πιούμε παρέα. Μου λέει: «Πού μένεις;». Και του απαντώ: «Καυκάσου 112, Κυψέλη». Απ’ όσο ξέρω, δεν έχει πάει σε άλλα σπίτια νεότερων τουλάχιστον τραγουδιστών ο Καζαντζίδης. Πάντα οι άλλοι πηγαίνανε σ’ εκείνον. Πράγματι, την ώρα που είπαμε ήταν παρών. Με το που τον είδαν στη γειτονιά, δημιουργήθηκε μεγάλη κινητοποίηση. Φωταγωγήθηκε όλη η πολυκατοικία, μην πω μέχρι και τα ψιλικατζίδικα. Κόσμος και ντουνιάς για να δει τον Στελάρα. Όσο μπορούσα φρόντισα να μην τον ενοχλήσουν. Καθίσαμε και περάσαμε πολύ ωραία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του

Τα αγαπημένα σου φαγητά;

Με τις κόκκινες σάλτσες δεν τα έχω πολύ καλά. Και την τομάτα στη σαλάτα τη θέλω καθαρισμένη. Προτιμώ τα λευκά φαγητά, μου κάθονται καλύτερα. Τα ψητά μού αρέσουν περισσότερο. Ψάρι, αλλά και καμιά μοσχαρίσια μπριζόλα πού και πού, σταβλίσια που λένε, που δίνει δύναμη. Και το μοσχαρίσιο συκώτι μου αρέσει.

Παιδί στο Πετρωτό, στα Τρίκαλα, τι προτιμούσες;

Το χωριό τότε το λέγανε Μπάγια. Η οικογένειά μου ήταν φτωχή, δεν είχαμε την πολυτέλεια των… προτιμήσεων. Τι τρώγαμε; Μανέστρα χωρίς λάδι στο ταψί. Και χωρίς ψωμί! Σημάδευε η μάνα μου το φαγητό, ο καθένας το κομμάτι του. Το χώριζε σε μερίδες και ο καθένας δεν πείραζε του αλλουνού… Τα καλοκαίρια όμως περνούσα καλά. Μέχρι και τα δεκατρία μου χρόνια, πήγαινα σαν ψυχοπαίδι στην οικογένεια του μπάρμπα μου, του Βασίλη Αθανασίου. Εκεί έτρωγα, εκεί κοιμόμουνα. Ήταν δύο χιλιόμετρα από το σπίτι μου, αλλά για μένα ήταν η εξοχή μου. Ο θείος μου, εκτός από αγρότης, είχε πολλά χαρίσματα. Ήταν καλός κυνηγός, ψαράς. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγει και να γυρίσει χωρίς λαγό. Τα φυσίγγια τα έφτιαχνε μόνος του. Ακόμη και τα δίχτυα που έριχνε στο ποτάμι. Όμως το καλύτερο το αφήνω τελευταίο. Είχε και πολλά μελίσσια. Κι έτσι δεν μου λείψανε ο λαγός με τα μεγάλα αυτιά, το καλό ψάρι και το υπέροχο μέλι με την κηρήθρα.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του
Το μενού στον Λουκιδέλη είναι πλούσιο και ιδιαίτερο συνάμα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣτην υπόγεια την ταβέρνα: 6 underground κουτούκια της ΑθήναςΣτην υπόγεια την ταβέρνα: 6 underground κουτούκια της Αθήνας

Και με έναν άλλο συγγενή σου βίωσες ενδιαφέρουσες γαστρονομικές εμπειρίες.

Στη Μεθώνη Πιερίας δούλευε τελωνειακός υπάλληλος ο Γιώργος Λουκάς, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Είχα πάει εκεί κι εκείνος ήθελε να με μάθει τη δουλειά του μηχανικού αυτοκινήτων. Άδικος, χαμένος κόπος, αφού ο δικός μου ο καημός από παιδί ήταν να τραγουδάω. Είπαμε, δώδεκα χρονών, ήμουν δεν ήμουν, και μας πήγε με τον γιο του στην ταβέρνα. Παρήγγειλε για σαλάτα παντζάρια και για ορεκτικό ντολμαδάκια. Ούτε που τα ’χα ξαναδεί, και τα πρώτα και τα δεύτερα. Θυμάμαι που τον ρώτησα με απορία: «Ρε θείε, κληματόφυλλα με ρύζι θα φάμε;». Χαμογελαστός μού απάντησε: «Έλα, έλα, έρχεται και το κρέας».

 Ένα φαγητό ή ένα τραπέζι που σου έχει μείνει αξέχαστο;

Θα πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω, στο 1960, όταν έφθασα στην Αθήνα αναζητώντας την τύχη μου. Με ενοχλούσε η φτώχεια στο χωριό, έπρεπε κάτι να κάνω… Τελικά βρέθηκα στο Κορωπί, όπου δούλευε ένας φίλος μου από το δημοτικό σχολείο, ο Κώστας Σαμπαλιώτης. Κοιμόμουν για δύο μέρες μαζί με πολλούς άλλους στον περίβολο της εκκλησίας. Ένα πρωί, για καλή μου τύχη, πέρασε ένα γεροντάκι με τη σούστα. Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Βασιλείου οδηγούσε. Σταμάτησε μπροστά μου και με κοίταξε ίσα στα μάτια κι έγινε ο πρώτος μου εργοδότης. Με πήρε μαζί του και πήγαμε στο περιβόλι του. Ποτέ του δεν με είδε σαν εργάτη, το ίδιο και τα παιδιά του, ο Στάμος και ο Τάσος. Με είχαν σαν δικό τους άνθρωπο. Έμενα στο περιβόλι σε ένα δωμάτιο. Κάθε μέρα είχα το φαγητό μου και ό,τι άλλο χρειαζόμουν. Εκείνο που μου έχει μείνει αξέχαστο είναι ότι τις Κυριακές τρώγαμε όλοι μαζί σαν οικογένεια. Με παίρνανε στο σπίτι τους. Και θυμάμαι το πεντανόστιμο αρνάκι με πατάτες στον φούρνο που έφτιαχνε η γερόντισσα γυναίκα του μπαρμπα-Γιάννη. Γεύσεις που φέρνουν δάκρυα στα μάτια μου και το «ευχαριστώ» είναι πολύ λίγο…

Συνηθίζεις να συνοδεύεις το φαγητό με κρασί;

Λίγο κρασάκι είναι ωραίο, ταιριάζει με το φαγητό, είναι αδελφάκια. Το πολύ δεν κάνει καλό.

Μέχρι ποια περίοδο στα μπουζούκια υπήρχαν… μαχαιροπίρουνα;

Μέχρι και τα πρώτα χρόνια του ’90, όλα τα καλά μαγαζιά είχαν και καλή κουζίνα. Ακόμα κι εκείνα που φιλοξενούσαν μικρότερα ονόματα. Και πάντα στο τέλος του προγράμματος καθόμασταν όλοι μαζί, μουσικοί, τραγουδιστές, προσωπικό, και τρώγαμε. Ήταν νόμος απαράβατος.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του

Στη «Φαντασία», που γνωρίζω πως ήσουν τακτικός επισκέπτης, τι σερβίριζαν;

Το 1981, όταν έκανα τον πρώτο μου δίσκο με συνθέσεις του Τάκη Σούκα, πήγαινα στη «Φαντασία» στην παραλία, όπου εκείνος δούλευε ως μουσικός. Ήξερα και το αφεντικό, τον Κοσμά Καλογράνη, και βέβαια τον αδελφό του, τον Μιχάλη Μενιδιάτη, που είχε μόνιμη παρουσία στα σχήματα του μαγαζιού. Όταν τελειώνανε, τρώγαμε άλλοτε μακαρόνια με κιμά, άλλοτε μπριζόλες, ανάλογα με το τι είχε ετοιμάσει ο μάγειρας.

Στο «Χάραμα» της Καισαριανής, όταν επισκεπτόσουν τον συντοπίτη σου Βασίλη Τσιτσάνη, έτρωγε ο κόσμος;

Μα βέβαια, αφού ένα σημαντικό μέρος της πελατείας ήταν οικογένειες με παιδιά. Ο Βασίλης πρώτα έτρωγε  το φιλέτο του στην κουζίνα του μαγαζιού και μετά ανέβαινε στο πάλκο. Και ο Παπαϊωάννου το ίδιο έκανε, τι μεζέ όμως έτρωγε εκείνος δεν ξέρω… Ήταν διαφορετικά τα πράγματα… Εδώ στα Βλάχικα της Βάρης δουλεύανε αναγνωρισμένοι ερμηνευτές και τα παϊδάκια, τα κοντοσούβλια και τα κοκορέτσια είχαν την τιμητική τους. Πέρασαν αρκετοί τραγουδιστές από εκεί. Εγώ δούλεψα στου «Λευτέρη» μαζί με την Άννα Χρυσάφη.

Νοσταλγείς εκείνα τα χρόνια;

Δεν ήταν όλα άγια και ρόδινα τότε. Υπήρχαν και παρατράγουδα. Κάθε εποχή έχει τη χάρη της. Μου αρέσει που δεν υπάρχει η παραγγελιά σήμερα και χορεύουν όλοι μαζί. Κάποτε γίνονταν μεγάλες παρεξηγήσεις. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Τι να πω, ότι δεν ευχαριστιέμαι τώρα που βγαίνω και τραγουδάω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο; Έναν υποδειγματικό χώρο με άπλα στη σκηνή, με εξαιρετικό ήχο και φωτισμό και σάλα χωρίς κολόνα στη μέση, όπου όλοι οι θεατές μπορούν να δουν και να απολαύσουν το πρόγραμμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤο μαγειρείο που όλοι ψάχνουμε λέγεται ΟλύμπιονΤο μαγειρείο που όλοι ψάχνουμε λέγεται Ολύμπιον

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του

Ποιοι είναι κοντά σου;

Έχω μια ορχηστράρα μεγάλη για τα σημερινά δεδομένα, με μαέστρο τον σπουδαίο Γιώργο Παγιάτη. Όλοι τους ένας κι ένας. Στο τραγούδι με συντροφεύουν δύο νεότερες καλές τραγουδίστριες, η Αγνή Καλουμένου και η Βασιλική Στεφάνου. Και είναι και ο γιος μου ο Κώστας, που ακολουθεί το επάγγελμά μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΑξώτης: Σ’ ένα πρώην στέκι οικοδόμων, του ‘56, για παϊδάκιαΑξώτης: Σ’ ένα πρώην στέκι οικοδόμων, του ‘56, για παϊδάκια

Ποια είναι τα συναισθήματά σου όταν εμφανίζεσαι μαζί του στη σκηνή;

Χαρά νιώθω. Καμαρώνω, δεν το κρύβω. Όμως δεν είμαι εγώ αυτός που θα μιλήσει για εκείνον. Ο κόσμος και ο χρόνος θα τον κρίνουν, όπως όλους μας. Ξέρω ότι παρακολουθείς τα μουσικά ρεύματα και δρώμενα. Ακούς φωνές που σε αγγίζουν, μελωδίες που σε «πειράζουν», στίχους που σε χαράζουν; Ακούω και ξεχωρίζω αρκετούς και αρκετά. Υπάρχει ταλέντο. Εκείνο που λείπει είναι η ταυτότητα, ο προσωπικός χαρακτήρας. Κάπου παρομοιάζουν μεταξύ τους και οι φωνές, και οι μελωδίες, και τα λόγια. Βιώματα διαφορετικά, οι δάσκαλοι έχουν μπει στην άκρη κι οι περισσότεροι βιάζονται να γίνουν αρχηγοί σε μία μέρα. Οι νεότεροι πρέπει να μελετήσουν πολύ, να κρατήσουν τη ρίζα και να πετάξουν τα δικά τους κλαδιά. Έτσι θα τραγουδήσουν με αξιώσεις την εποχή τους, όσα βλέπουν, όσα τους απασχολούν με δικό τους πάντα τρόπο. Έτσι θα έρθουν και οι μεστοί καρποί.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του
Από τα τυπικά πιάτα του μενού, οι καλοφτιαγμένοι και με προσωπική πινελιά γίγαντες

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του
Τα σαλιγκάρια είναι ένα από τα καλύτερα πιάτα που μπορεί κανείς να απολαύσει στην ταβέρνα

Σε φοβίζει κάτι;

Αυτά που γίνονται από εκείνους που κρατάνε τις τύχες του πλανήτη στα χέρια τους. Να σεβαστούν τους ανθρώπους και τις ζωές μας. Χύνεται πολύ αίμα άσκοπα. Είναι κρίμα κι άδικο γι’ αυτό που έχυσαν παλαιότερα άλλοι για ένα καλύτερο αύριο.

Τίποτε άλλο;

Με φοβίζει το τέλος. Όποιος δεν το παραδέχεται νομίζω λέει ψέματα. Και το λέω γιατί έχω και θέλω πολλά ακόμη να δώσω.

Είδα πως συζητούσες με τον φωτογράφο για πόζες που πιθανόν να χρησιμοποιήσεις διαφημιστικά για την περιοδεία σου το καλοκαίρι. Τα σχέδια δεν σταματάνε ποτέ;

Ο τραγουδιστής, όταν ωριμάζει και έχει φωνή για να τα πει, είναι καλύτερος. Ξέρει να αποδώσει σωστά τον στίχο, προσέχει την παραμικρή λεπτομέρεια, έχει ποτιστεί από την τέχνη και έχει ολοκληρώσει την τεχνική του. Κι εγώ διψάω ακόμα.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης, το σπληνάντερο και οι αράχτρες του
Ο «Λουκιδέλης» πορεύεται στους νέους καιρούς στηριζόμενος πάντα σε οικογενειακά χέρια.

Μίστερ Λουκιδέλης: οινομαγειρείο από το μακρινό 1932

➽ Κρασοπωλείο αρχικά στην προσφυγομάνα Νέα Φιλαδέλφεια. Τόπος απόδρασης και μοιράσματα καημών και ονείρων. Η καλή ρετσίνα, με μούστο από τα Μεσόγεια, ήταν τα προπολεμικά –και όχι μόνο– χρόνια το ζητούμενο. Λίγα τραπέζια, η κάθε παρέα κουβαλούσε τους μεζέδες από το… σπίτι. Όπου χρειαζόταν, έμπαινε τηγάνι. Αν όχι, καμιά κονσέρβα, καμιά ελιά, ρέγκα στην εφημερίδα. ➽ Μετά την Κατοχή, αργά αλλά σταθερά, οι μεζέδες πληθαίνουν. Το μαγαζί αξιοποιεί την οικογενειακή βοήθεια εξ Αμερικής και το «Μίστερ» συνοδεύει την επωνυμία. Η ομάδα της ΑΕΚ το κάνει στέκι της. ➽ Μαζί τους και ο γείτονας από τη Νέα Ιωνία, Στέλιος Καζαντζίδης. Άλλωστε εκεί έγιναν το 1959 τα γυρίσματα της ταινίας «Η κυρία δήμαρχος» του Ροβήρου Μανθούλη. Σε αυτήν ο βάρδος τραγουδά, με τη Μαρινέλλα και την ορχηστράρα του, τη Ζιγκουάλα και το Για μας ποτέ μην ξημερώσει. ➽ Σε άλλες γωνιές του… υπόγειου «Λουκιδέλη» υπάρχουν υπογεγραμμένες «ενωσίτικες» φανέλες και φωτογραφίες του Αμερικάνου, του Τρόντζου αλλά και του Μίμη Παπαϊωάννου. Η ταινία 1968 του Τάσου Μπουλμέτη δεν θα μπορούσε να μην έχει σκηνές από τον «ιστορικό» αυτόν χώρο. ➽ Επίσης, ανάμεσα στις καρέκλες με ονοματεπώνυμα ηθοποιών και ερμηνευτών, δεσπόζει αυτή, με κεφαλαία μάλιστα, που αναφέρεται στον πρόεδρο Δημήτρη Μελισσανίδη. ➽ Ο «Λουκιδέλης» πορεύεται στους νέους καιρούς στηριζόμενος πάντα σε οικογενειακά χέρια. Το μενού πλούσιο και ιδιαίτερο. Από τα τυπικά, αλλά καλοφτιαγμένα πιάτα όπως γίγαντες, φάβα, κεφτεδάκια μέχρι τους λαχανοντολμάδες, τα σαλιγκάρια και τα αμελέτητα. ➽ Πατάτες «σπιτικές». Καθαρό τηγάνι και ποικιλία πρώτων υλών κάνουν τη διαφορά. ➽ Το λευκό κρασί (Ροδίτης)από τα βαρέλια του, απολαυστικό. Αξιοπρεπές και το ροζέ και το ημίγλυκο από επώνυμους ασκούς. ➽ Από τα πιο τίμια μαγαζιά που έχω επισκεφθεί τα τελευταία χρόνια.

Μίστερ Λουκιδέλης, Γεωργίου Παπανδρέου 81, Νέα Φιλαδέλφεια, Τηλέφωνο: Τ/210-25.10.659.
Ωράριο: Ανοιχτά Δευτέρα – Κυριακή, 13:00 – 01:00, Κόστος: Κόστος: 15-20 €/ άτομο χωρίς τα ποτά.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών