ΠΡΟΣΩΠΟ

Μαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά;

Η Μαρία Καβογιάννη, άνθρωπος της παρέας, του φαγητού και της καλοπέρασης, πιάνει το παϊδάκι με το χέρι και γελά με την καρδιά της.

15.02.2023| Updated: 29.09.2023
Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα
Μαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά;

Με τη Μαρία Καβογιάννη βρεθήκαμε για τη συνέντευξη στο Μενίδι, στην παλαιότερη ταβέρνα των Αχαρνών, τον «Κιτσαρώνα». Πρέπει να είχαμε πει ένα σκέτο «χαίρω πολύ» όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πιάτα όλα μαζί. Για το επόμενο τέταρτο, δεν μιλούσε καμιά μας. Είχαμε πέσει με τα μούτρα στο φαγητό. Μόνο κάτι επιφωνήματα ικανοποίησης ακούγονταν πού και πού μαζί με τις ανάλογες εκφράσεις: «δεν υπάρχει», «δοκίμασε αυτό», «τι μπιφτέκι, Θεέ μου!», «λουκούμι τα παϊδάκια» και τέτοια. Κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε και βάλαμε τα γέλια. Γελούσαμε γιατί και οι δύο σκεφτήκαμε το ίδιο: καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, πάμε σπίτι μας τώρα. Ήταν λες και είχαμε βγει ραντεβού για φαγητό, αλλά το φαγητό ήταν τόσο καλό, που ξεχάσαμε ακόμα και τον λόγο για τον οποίο συναντηθήκαμε.

Ο Μάκης, σερβιτόρος και ψυχή του μαγαζιού, πάντα πρόθυμος να μιλήσει, να σερβίρει, ακόμα και να μπει στην ψησταριά

Η νοστιμιά του μισόκιλου μπιφτεκιού πηγάζει από τον καλής ποιότητας κιμά, που είναι μοσχαρίσιος και αρνίσιος

Maestro, στην υγειά μας!

Η Μαρία είναι άνθρωπος της παρέας. Το σπίτι της, όπως έμαθα από τον φίλο της τον Γιάννη, είναι πάντα ανοιχτό για όλους. Αν μαζευτούν 5-6 άτομα, είναι λίγα, κάτι δεν πάει καλά. Τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της, Πέτρος Δριτσώνας, μαγειρεύουν και κάνουν κάτι τραπέζια τρικούβερτα. Σπεσιαλιτέ της, το γιουβέτσι, που ήταν και η σπεσιαλιτέ του μπαμπά της. «Πρώτα βάζω το μοσχαράκι στον φούρνο, μετά το βγάζω και ρίχνω στο ζουμί το κριθαράκι. Δεν το κάνω πολύ κοκκινιστό, με λίγη ντομάτα. Πραγματικά γίνεται πεντανόστιμο! Δεν το λέω μόνο εγώ, πες, Γιάννη…». Ο Γιάννης είναι καρδιολόγος. Νιώθεις μια ασφάλεια μαζί του είναι η αλήθεια. Ειδικά μετά από τόσο φαγητό. Με τον Γιάννη γνωρίστηκαν στο θέατρο, όταν έπαιζε τη «Φουρκέτα» της Ελένης Γκασούκα, το 2010. Του άρεσε τόσο πολύ το έργο, που είχε πάει να το δει οκτώ φορές! Θα έλεγε κανείς πως άγγιξε την καρδιά του. Κάποια στιγμή ο γιατρός έγινε ένα με τον θίασο και πήγε μαζί με τους συντελεστές για ποτό. Από τότε κόλλησαν. Μέχρι και στους Παξούς την ακολούθησε, στα γυρίσματα του «Maestro». Εκεί η Μαρία έμεινε έναν ολόκληρο μήνα. «Να δεις σε πόσα πανηγύρια πήγαμε στους Παξούς», μου λέει. «Γίναμε οι πρωταγωνιστές των πανηγυριών! Δεν υπάρχει πιο μεγάλη τύχη από το να δουλεύεις σε ένα τέτοιο μέρος. Αυτό ήταν χαρά, δεν ήταν δουλειά».

Της λέω για το κλάμα που έριξα και πόσο με άγγιξε ο ρόλος που υποδύθηκε, αυτός της κακοποιημένης γυναίκας, που όμως δεν νοιάζεται για τις δικές της πληγές στο σώμα και στην ψυχή της, αλλά μόνη της έννοια είναι να μη γίνει βίαιος και ο γιος της. Νομίζω δεν υπάρχει γυναίκα που να μην την άγγιξε, άσχετα με το τι έχει περάσει η καθεμιά. Συμφωνεί: «Με πιάνουν γυναίκες στον δρόμο και μου μιλάνε. Ακόμα κι εγώ που έπαιζα, έκλαιγα στ’ αλήθεια. Αλλά ο Χριστόφορος τα έκανε όλα. Αυτός κινηματογραφεί. Προσέχει κάθε λεπτομέρεια και στο τέλος φτιάχνει ένα αριστούργημα. Ο Χριστόφορος έγραψε ένα έξυπνο σενάριο», συμπληρώνει, «και αυτός ο θάνατος που παραμόνευε από το πρώτο επεισόδιο δημιουργούσε φοβερό σασπένς. Αλλά το πιστεύεις ότι κανένας από τους φίλους μου δεν μου είχε πει τον πραγματικό δολοφόνο; Άλλος έλεγε εμένα, άλλος τον γιο μου, άλλος τη Χαρούλα, και είχα τρελαθεί. Έλεγα δεν θα μου το πουν ποτέ;». Χαμογελάμε και πίνουμε ένα ποτηράκι ακόμα.

Λουκάνικο στον Κιτσαρώνα

Το τυρόψωμο ήταν πεντανόστιμο!
Ο κύριος Τάσος Τσάμης ανέλαβε την ταβέρνα μετά τον πατέρα του και τώρα, μαζί με τον γιο του Χρήστο, τη λειτουργούν με μεράκι και αγάπη

Θέλει αγάπη η μαγειρική

Η «Ταβέρνα Κιτσαρώνας» άνοιξε το 1955, από τον Χρήστο Τσάμη, γέννημα θρέμμα Μενιδιάτη, που ήταν και αντάρτης στην Πάρνηθα. Έκανε μάλιστα δώδεκα χρόνια φυλακή και, μόλις βγήκε, ξεκίνησε αρχικά να πουλάει λουλούδια σε μια ανθαγορά κι έπειτα άνοιξε την ταβέρνα. Σήμερα την κρατούν ο συνονόματος εγγονός του και ο γιος του Τάσος. Πατέρας και γιος μοιράζονται το ίδιο μεράκι, φροντίζοντας ιδιαίτερα την πελατεία τους. Οι θαμώνες ένας κι ένας. Οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους, μιλούν από τα διπλανά τραπέζια, κερνάνε ο ένας τον άλλο μια μπίρα, ένα κρασί, ενώ δεν είναι λίγοι κι αυτοί που έρχονται από όλη την Αττική για να απο- λαύσουν το φαγητό. Παϊδάκια από ντόπιο ζυγούρι ή αρνάκι γάλακτος, μπιφτέκι σπέσιαλ γεμιστό, μοσχαρίσια σπαλομπριζόλα γίγας, πατάτες τηγανητές χοντροκομμέ- νες στο χέρι, τηγανόψωμο και μαγειρευτά από συνταγές γιαγιάδων, που άφησαν εποχή. Όλα φτιαγμένα με καλά υλικά. «Μαγειρεύει φανταστικά η Μαρία», θα μου πει ο γιατρός της καρδιάς μας σε λίγο. «Ό,τι φτιάχνει, επειδή το κάνει με μεράκι, είναι πεντανόστιμο». Έτσι είναι, Μαρία; «Εγώ νομίζω ότι, επειδή μαγειρεύω μόνο όταν έχω όρεξη, το κάνω με αγάπη, κι αυτή η αγάπη μού βγαίνει και στη γεύση, οπότε ναι». «Εδώ στα νησιά τραγουδάνε και στέλνουν φιλάκια στο αυγολέμονο για να μην κόψει», ξαναλέει ο Γιάννης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΜπριζόλες µοσχαρίσιες µε σάλτσα λαδορίγανηςΟι μπριζόλες της Τσικνοπέμπτης: Οδηγίες για τέλειο ψήσιμο και 12 συνταγές Πιάνουμε τα χωριά μας. Η Μαρία έχει καταγωγή από τη Βυτίνα Αρκαδίας, χωριό του παππού της, αλλά δεν έχει σπίτι εκεί. Σπίτι απέκτησε στο Πήλιο, στις Μηλιές, κι αυτό είναι τώρα το χωριό της. Όλη την καραντίνα εκεί την πέρασε. Με μαγειρέματα, παρέες, πεζοπορίες και τους φίλους της, πολλούς ηθοποιούς που έχουν μαζευτεί στο ίδιο χωριό, αλλά και την Ελένη Ψυχούλη, που της πήγαινε συνέχεια ταπεράκια και αντάλλασσαν συνταγές. «Σου δίνει μεγάλη χαρά το βουνό. Επειδή όσο είχα μικρό το παιδί πηγαίναμε συνέχεια στη θάλασσα, δεν είχα γνωρίσει τη χαρά του βουνού. Και έχει ωραία δροσιά το καλοκαίρι, έχει οξυγόνο και δεν έχει κουνούπια. Περνάμε ωραία στο Πήλιο, ελάτε κι εσείς, παιδιά!». Εμένα δεν χρειάζεται να με πείσει. Εκεί πάω τα τελευταία τρία χρόνια για καλοκαιρινές διακοπές. Κι έχει πολύ ωραία μέρη για να φας. «Στο Νεοχώρι κάτω στην πλατεία, αλλά και στον “Παράδεισο” που είναι η Νικολέτα Γερογιάννη και έχει καταπληκτικό φαγητό. Σε ένα φοβερό τσιπουράδικο, το “Φάβιος”, στη Μηλίνα. Στις Κόττες στον “Άγγελο” για καραβίδες βραστές και αστακομακαρονάδα και στις Πινακάτες στην πλατεία. Στον Κατηγιώργη, το γραφικό ψαροχώρι που περνάς απέναντι για Σκιάθο, τρως στην άμμο φανταστικά, αλλά και στην ταβέρνα “Σαλκίμι” στις Μηλιές, όπως και στην “Αίγλη” πάνω στην πλατεία». Το Πήλιο είναι ανεξάντλητο, συμφωνούμε όλοι σε αυτό.

Η Μαρία κι εγώ φάγαμε παρέα, γελάσαμε με την ψυχή μας, αγκαλιαστήκαμε, αγαπηθήκαμε και καταλήξαμε στο ότι το φαγητό ενώνει τους ανθρώπους

Μα παστίτσιο στο σινεμά;

Το αγαπημένο φαγητό της Μαρίας Καβογιάννη είναι το παστίτσιο. «Ήταν το φαγητό μου από μικρή. Και θα σου πω και κάτι. Η μαμά μου, όταν πηγαίναμε το καλοκαίρι σινεμά, μας έπαιρνε παστίτσιο στο ταπεράκι. Αντί για ποπ κορν ή πατατάκια, εμείς τρώγαμε παστίτσιο! Το θυμάμαι σαν τώρα». Αναρωτιέμαι πού, σε ποιο σινεμά. «Στον Ωρωπό, εκεί κάναμε μεγάλες διακοπές. Η μαμά μου ήταν εκπαιδευτικός και είχε τρεις μήνες άδεια. Οπότε, νοικιάζαμε ένα σπίτι στο κέντρο του Ωρωπού και μέναμε εκεί πολύ καιρό. Αλλά τότε κάναμε ολόκληρη μετακόμιση. Ζούσε κι η γιαγιά και παίρναμε, εκτός από αυτήν, καρέκλες, παπλώματα, τραπέζια. Δεν είχαν τα σπίτια που νοικιάζαμε εκεί καρέκλες; Τι να σου πω, ήταν άλλη εποχή τότε! Εκεί περάσαμε όλα μας τα καλοκαίρια ως παιδιά εγώ κι ο αδελφός μου, ενώ αργότερα έκαναν οι γονείς ένα σπίτι στο Μαρκόπουλο και πηγαίναμε εκεί». Βόλευε καθώς ο πατέρας της ήταν λογιστής και πηγαινοερχόταν, ενώ η μάνα έμενε με τα παιδιά στη θάλασσα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΠαϊδάκια: Πώς θα τα ψήσουμε σωστά και 14 τέλειες συνταγέςΠαϊδάκια: Πώς θα τα ψήσουμε σωστά και 14 τέλειες συνταγές Τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα, μεγάλωσε στον Βύρωνα, εκεί όπου ζει μέχρι σήμερα και όπου, όπως δηλώνει, θα μένει εσαεί. «Είναι μονοκατοικία, το πατρικό μου, εκεί μεγάλωσα. Είναι ωραίο να ζεις σε γειτονιά που τους ξέρεις και σε ξέρουν, είναι σαν χωριό, υπάρχει ζεστασιά». Από πάνω μένει το κοριτσάκι της, όπως το λέει, η Αντέλλα από το Αδελαΐδα, που ήταν το όνομα της γιαγιάς της, 27 ετών και ψυχολόγος. «Δεν μοιάζει στη μάνα της καθόλου, έχει πάρει από το άλλο σόι», λέει ο γιατρός της παρέας. «Ψηλόλιγνη, μελαχρινή και πανέμορφη», συμπληρώνει. Γελάει η Μαρία. Τώρα είναι σαν φίλες, επικοινωνούν, κάνουν παρέα, αλλά θα ήθελε να γύριζε τον χρόνο πίσω και να την είχε ξανά μωράκι στην αγκαλιά της…

Λουκουμάδες με σοκολάτα ή με μέλι; Εγώ προτιμώ τους δεύτερους, η Μαρία όμως τους θέλει με σοκολάτα

Αυτή τη στιγμή η Μαρία Καβογιάννη κάνει πρόβες για το επόμενο θεατρικό που θα πρωταγωνιστεί στο θέατρο Άνεσις κάθε Δευτέρα και Τρίτη

Το φαγητό είναι συνεύρεση

Όση ώρα μιλάμε, έρχονται και οι λουκουμάδες. Οι μισοί με σοκολάτα και οι άλλοι μισοί με μέλι. Όλοι δηλώνουμε ότι δεν τρώμε λουκουμάδες, την ίδια στιγμή που σηκώνουμε τα χέρια και τσιμπάμε από έναν! Στο επόμενο λεπτό ήμασταν όλοι στον λουκουμά νούμερο τρία και γλείφαμε τα δάχτυλά μας. Η Μαρία έχει γεμίσει με σοκολάτες παντού, μέχρι και στο μάτι. Βάζουμε πάλι τα γέλια. «Μα πώς κατάφερες να βάλεις σοκολάτα στο μάτι;» τη ρωτάω. «Και στο σπίτι έτσι είναι», λέει ο Γιάννης γελώντας συνωμοτικά. Η αλήθεια είναι πως κάτι είχα καταλάβει. Όλο το βράδυ, όχι μόνο έριχνε πάνω της πατάτες, κοψίδια, και ό,τι άλλο είχε περάσει από το τραπέζι, αλλά κάποια έπεφταν και κάτω! Σαν ένα μικρό παιδί. «Όταν ήμουν μικρούλα, είχαμε πάει σε μια ταβέρνα με τους δικούς μου και είχα φάει όοολο το τραπέζι, μου είχε πει η μάνα μου. Είχα φαγητό παντού, μέχρι και στο πρόσωπο, και είχαν σηκωθεί οι ξένοι και με φωτογράφιζαν! Από τότε, θέλω να σου πω, το ζούσα το φαγητό, γι’ αυτό λερωνόμουν».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ10 ιδιαίτερες μαρινάδες για αρνίσια και κατσικίσια παϊδάκια10 ιδιαίτερες μαρινάδες για αρνίσια και κατσικίσια παϊδάκια Πήγαιναν πολύ σε ταβέρνες με την οικογένειά της. Από τον «Πετεφρή», ένα υπόγειο στο Παγκράτι, για πατσά μέχρι την Πλάκα. «Έκανα μεγάλη προσπάθεια για να φάω πατσά, που έβλεπα τον αδελφό μου και τον πατέρα μου να τον απολαμβάνουν, και τελικά το κατάφερα. Και πρέπει να σου πω ότι από τότε έχω τρελαθεί με τον πατσά! Θυμάμαι αυτό το μαγαζί είχε τότε και table d’ hôte, δηλαδή μια πιο φτηνή τιμή αν έπαιρνες προκαθορισμένα πιάτα. Πηγαίναμε και στην Πλάκα, στην Αγγέλου Γέροντα, που ήταν το σπίτι όπου μεγάλωσε ο πατέρας μου και έμενε εκεί η μαμά του κι ο αδελφός του. Κάθε Τσικνοπέμπτη εκεί ήμασταν, “Ξυνός” νομίζω λεγόταν το μαγαζί. Πηγαίναμε και στο “Ιντεάλ” για τρομερή σούπα κοτόπουλου και σε ένα εστιατόριο στην Ομόνοια, στο “Ελληνικόν”. Αυτή ήταν η καλή μας έξοδος, όταν είχαμε να γιορτάσουμε κάτι. Δεν θυμάμαι όμως ακριβώς τι τρώγαμε». Όλα της αρέσουν. Και τα κρεατικά και τα ψαρικά. «Το ψάρι το τρώω όλο, μέχρι και τα κόκαλα», μου λέει. Το κεφάλι έτσι κι αλλιώς. Εδώ μιλάμε για τη ραχοκοκαλιά, ούτε γάτα να ήταν. «Το κεντρικό κόκαλο έχει σαν μεδουλάκι και το ρουφάω όλο. Μου αρέσουν τόσο πολύ τα κόκαλα στο ψάρι, αλλά και το μεδούλι στο κρέας. Πεθαίνω! Μπορώ ώρες να τρώω κόκαλα», λέει μισοκλείνοντας τα μάτια της. Γελάμε ξανά.

Πατάτες χοντροκομμένες στο χέρι με ρίγανη

Το ζουμερό μπιφτέκι είναι γεμιστό με γραβιέρα

Είναι απόλαυση η Μαρία, όπως είναι και το φαγητό απόλαυση για τη Μαρία. «Τι να κάνω ρε παιδιά; Το καταλάβαμε όλοι ότι μου αρέσει το φαγητό, ε; Τρελαίνομαι να δοκιμάζω γεύσεις, φαγητά, να τσιμπολογάω… Όλα γύρω από το φαγητό γυρίζουν. Το φαγητό είναι χαρά, είναι συνεύρεση, είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Δεν είναι μόνο το τι τρως. Είναι αυτό που κάνουμε τώρα. Γνωριζόμαστε, γελάμε, περνάμε καλά… Το φαγητό ενώνει τους ανθρώπους».

Και κάτι άλλο. Της Μαρίας τής αρέσει να τρώει με τα χέρια. Κι έχει και εξήγηση γι’ αυτό. Μια ξαδέλφη της που έζησε για χρόνια στην Ινδία, εκεί όπου κατεξοχήν τρώνε με τα χέρια, της είχε πει ότι το φαγητό είναι πιο νόστιμο όταν το τρως με το χέρι καθώς είναι καλύτερο από το μέταλλο στο στόμα. «Εγώ πολλές φορές, και στη σούπα ακόμα, βουτάω το δάχτυλο και τη δοκιμάζω. Όλα τα φαγητά τα δοκιμάζω με το χέρι πριν τα βάλω στο πιάτο», μου λέει. Μας περιγράφει ένα αστείο περιστατικό σε ένα κυριλέ εστιατόριο όπου είχε πάει παλιά. Ήταν σε ξενοδοχείο, με στρωμένα λευκά τραπεζομάντιλα και παρατεταγμένα μαχαιροπίρουνα, άλλο για κάθε πιάτο. Η Μαρία δεν ήξερε ποιο να πιάσει και ποιο να αφήσει! Τελικά τα μισά φαγητά τα έτρωγε με τα χέρια και ο μετρ γέλασε τόσο πολύ, που έπιασαν την κουβέντα, έγιναν φίλοι και κουμπάροι τελικά! Όσο διαφορετικό κι αν είναι το περιβάλλον, παραμένει ίδια. «Ξεχνιέμαι, δεν το κάνω επίτηδες», μου λέει. «Νιώθω άνετα να το κάνω. Κι όταν βλέπω κι άλλους ανθρώπους να τρώνε με τα χέρια, να καλή ώρα σαν κι εσένα, λεω αυτός είναι δικός μου, νιώθω οικεία μαζί του και χωρίς να τον ξέρω».

Ανυπομονούμε να δούμε τη Μαρία Καβογιάννη και στον β’ κύκλο του Maestro. Τα γυρίσματα ξεκινούν αμέσως μετά το Πάσχα

Από το Μενίδι στο θεατρικό σανίδι

«Να ξανάρθουμε εδώ!» λέμε όλοι ενθουσιασμένοι. Όχι ότι από μόνη της η ταβέρνα δεν αρκεί σαν λόγος, αλλά ακριβώς δίπλα, στην κεντρική πλατεία, βρίσκεται και το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αχαρνών, που άνοιξε το 2011 και έχει πάνω από 25.000 αντικείμενα καθημερινής χρήσης, που αποτυπώνουν τη ζωή των κατοίκων της περιοχής του Μενιδίου από την περίοδο της Τουρκοκρατίας μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι κυρίες του μουσείου ήταν κι αυτές στην ταβέρνα και τους υποσχεθήκαμε ότι θα πάμε.

Μέχρι όμως να πάμε, η Μαρία έχει να τελειώσει τις πρόβες της για το θεατρικό, στο οποίο θα πρωταγωνιστεί κάθε Δευτερότριτο, από τις 6 Μαρτίου, στο Άνεσις. Βασισμένο στην ομώνυμη αγγλική ταινία του 2017, «Το Πάρτυ» γίνεται για τον διορισμό της Τζάνετ ως υπουργού Υγείας. Δοσμένο με άπλετο βρετανικό χιούμορ, η παράσταση είναι μια καυστική πολιτική και κοινωνική σάτιρα, με πολλά απρόοπτα και ένα πραγματικά καλο- γραμμένο σενάριο. Παράλληλα, σε λίγο καιρό, μετά το Πάσχα, ξεκινούν τα γυρίσματα για τον δεύτερο κύκλο του «Maestro», ενώ, μόλις ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα ενός άλλου σίριαλ στο οποίο συμμετείχε, το οποίο υπογράφει και σκηνοθετεί η Δωροθέα Πασχαλίδου και θα προβληθεί στον ΑΝΤ1+ με τον τίτλο «Ζωή».

Η Μαρία λατρεύει τη δουλειά της, και ας σπούδασε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και Παιδαγωγικά στη Μαράσλειο. Αν και δούλεψε για λίγα χρόνια ως εκπαιδευτικός, την κέρδισε η υποκριτική και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν, από όπου αποφοίτησε το 1986 ξεκινώντας μια λαμπρή τηλεοπτική και θεατρική πορεία. «Να σου πω κάτι;» μου λέει πριν φύγουμε. «Είναι η πιο ωραία συνέντευξη που μου έχουν κάνει. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η εμπειρία. Σαν να υπήρξαμε και φίλες και είχαμε ξαναγνωριστεί». Είπαμε, δεν είπαμε; Όταν υπάρχει και το φαγητό, γίνεται μια ένωση.

Κιτσαρώνας, Παύλου Μελά 8, κεντρική πλατεία Αχαρνών, Μενίδι, Τ/210-24.65.141

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΠού πάμε όταν θέλουμε κρέας; 24 λόγοι που θα σας φέρουν εδώΠού πάμε όταν θέλουμε κρέας; 24 λόγοι που θα σας φέρουν εδώ

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών