Η Τσικνοπέμπτη γιορτάζεται παραδοσιακά οικογενειακά ή ομαδικά, με φίλους αλλά και συνεταίρους, αφού σε πολλά μέρη της Ελλάδας το έθιμο θέλει οι μάστορες να κάθονται στο ίδιο τραπέζι με τους βοηθούς τους ως ίσοι. Σε όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας, ενώ παλιότερα έλιωναν το λίπος από τον χοίρο που έσφαζαν την προηγούμενη εβδομάδα (χοιροσφάγια) και η κνίσα (τσίκνα) ήταν διάχυτη παντού. Σύμφωνα με την παράδοση, πρέπει σε κάθε σπίτι «να τσικνώσει η νησκιά (= η εστία)» ή «η γωνιά», δηλαδή να ψηθεί στο τζάκι κρέας, κυρίως χοιρινό φρέσκο ή παστό ή λουκάνικα.
Το βράδυ της Τσικνοπέμπτης μαζεύονταν όλοι στα σπίτια των συγγενών και των φίλων και διασκέδαζαν. Τη μέρα αυτή κάθε οικογένεια έπαιρνε μαζί της τα δικά της φαγητά, τα οποία μοιραζόταν με τους άλλους συνδαιτυμόνες. Ο οικοδεσπότης, που καθόταν πάντα στην άκρη του τραπεζιού, καλωσόριζε τους παρευρισκομένους και ευχόταν σε όλους το γνωστό «Καλή Σήκωσην και καλόν Πάσκα να φτάσουμε». Το κέρασμα του κρασιού γινόταν πάντα από τον οικοδεσπότη. Σε κάθε γέμισμα του ποτηριού οι παρευρισκόμενοι συνήθως απαντούσαν με το «υγεία και καλές βροχές» ή «σ’ υγείαν των νοικοκυραίων». Και σήμερα σε όλη την Ελλάδα, η Τσικνοπέμπτη είναι η μέρα που όλος ο κόσμος πρέπει «υποχρεωτικά» να φάει κρέας. «Τσικνίζουν» σε ταβέρνες και σε σπίτια και ντύνονται «μασκαράδες».