ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΥΖΙΝΕΣ

Η Θάλεια Ματίκα συχνάζει σε ζαχαροπλαστεία

Τι σχέση έχει η ηθοποιός με τη γλουτένη, τις πατάτες και το γάλα αρακά; Με αφορμή ένα τραπέζι στην παιδική της ηλικία, μας αποκαλύπτει όσα δεν γνωρίζαμε για εκείνη.

23.02.2022| Updated: 24.02.2022
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παππάς
Η Θάλεια Ματίκα συχνάζει σε ζαχαροπλαστεία

«Βρισκόμαστε στους Αμπελόκηπους, early 80s, σε ένα σπιτάκι χωρίς ησυχία. Η μαμά μου, Νάγια Ματίκα, μια ευτραφής δικηγορίνα, θεωρούσε το φαγητό το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή μας. Παρέθετε ένα τραπέζι κάθε εβδομάδα, στο οποίο, εκτός από τον μπαμπά, εμένα και τον μικρότερο αδερφό μου, Δημήτρη, προσκαλούσε φίλους. Πολλούς φίλους. Το σπίτι γέμιζε. Έρχονταν οι κολλητές της με τις οικογένειές τους – μια από αυτές ήταν και η νονά μου, η Πέπη. Η Νάγια άνοιγε φύλλο και έφτιαχνε σπανακόπιτα, μαγείρευε αρνάκι φρικασέ και άλλα τέτοια κλασικά και νόστιμα φαγητά. Ήταν τοπ μαγείρισσα, παρόλο που είχε το δικό της γραφείο και τις υποθέσεις της. Εργαζόταν κάθε μέρα, καθημερινά όμως είχαμε και φαγητό στο σπίτι. Η γιαγιά μου, μαμά της μαμάς μου, ζούσε μαζί μας μέχρι που έγινα 14 ετών. Μαγείρευε κι αυτή, όμως ήταν λιτοδίαιτη, πρόσεχε τη σιλουέτα της, κάτι που δεν ίσχυε για κανέναν άλλο στο σπίτι. Θυμάμαι να μεγαλώνω σε τέτοια τραπέζια και νομίζω πως έχουν παίξει ρόλο στη σχέση που έχω αναπτύξει με το φαγητό».

Η Θάλεια λατρεύει τη ζάχαρη και δεν μπορεί να τη στερηθεί στην καθημερινότητά της.

Έτσι μας συστήνεται η Θάλεια. Συναντιόμαστε στο θέατρο «Άλφα Ληναίος-Φωτίου», λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση «Θέλω να σου κρατάω το χέρι» στην οποία πρωταγωνιστεί φέτος, ένα σύγχρονο έργο γραμμένο από τον σύντροφό της, Τάσο Ιορδανίδη, σε δική της σκηνοθεσία. «Όταν γνώρισα τον Τάσο κατάλαβα πως προερχόμαστε από την ίδια ακριβώς οικογένεια! Με μια μάνα που μαγείρευε συνεχώς, με τραπέζια στο σπίτι και στο εξοχικό που υποδέχονταν 20 ή και 30 καλεσμένους. Έχω γεννήσει δύο παιδιά τα οποία επίσης λατρεύουν το φαγητό – είναι αυτό που θα λέγαμε “φαγανά”. Ο γιος μου τρώει αρκετό κρέας, η κόρη μου είναι πιο ανοιχτή σε προτάσεις», διηγείται. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣτις κουζίνες δύο Αφρικανών γυναικών της ΑθήναςΣτις κουζίνες δύο Αφρικανών γυναικών της Αθήνας

Η ίδια ως παιδί φοίτησε στην Εράσμειο και γυμνάσιο πήγε στη Γερμανική Σχολή. Λίγο πριν την εφηβεία της μετακόμισαν στο Χαλάνδρι. Κάθε Πάσχα πήγαινε στο Αγρίνιο, τόπο καταγωγής της μητέρας της, ενώ τα καλοκαίρια έκανε οικογενειακές διακοπές σε νησιά ή σε παραθαλάσσιες περιοχές ανά την Ελλάδα, πάντα με φίλους. Θυμάται να αντιδρά όταν έφευγαν για 20 μέρες και έχανε την παρέα της. Φέρνει στη μνήμη της όμως και ωραίες διακοπές, όπως εκείνο το καλοκαίρι στη Σκόπελο ως μαθήτρια της δευτέρας Γυμνασίου, με τα παιδιά της νονάς της και κάποια άλλα μεγαλύτερα, που τους εξασφάλιζαν μπόλικη ελευθερία. Παραδέχεται πως δεν ήταν ένα μαζεμένο παιδί που του άρεσε να μένει στο σπίτι, αντιθέτως, ήθελε να βρίσκεται στον δρόμο. Κάθε ανάμνησή της περιλαμβάνει και μια παρέα φίλων. «Δεν είμαι ο άνθρωπος που λατρεύει ένα μέρος ανεξαρτήτως του πως έχει περάσει σε αυτό. Όλα συνδέονται με φίλους. Θέλω ανθρώπους δίπλα μου», ομολογεί. 

Ο τρόπος που προτιμά τον καφέ της έγινε μια σπαρταριστή ατάκα στο έργο που πρωταγωνιστεί φέτος.

Είμαι από αυτούς που συχνάζουν σε ζαχαροπλαστεία. Μεγάλη μου αγάπη ήταν και ο φούρνος, αλλά τον σταμάτησα.

Πολύ μικρή εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ηθοποιός. Η μαμά της λέει πως ήταν τότε 4 ετών. Τελειώνοντας το σχολείο -«ένα δύσκολο και πιεστικό σχολείο»-, πέρασε στο Οικονομικό του Πειραιά, απ’ όπου όμως δεν πήρε πτυχίο, αφού την είχε ήδη κερδίσει το θέατρο. Όταν μπήκε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, όπου το μάθημα ξεκινούσε στις 2 το μεσημέρι, είχε ξαφνικά άνεση χρόνου, πλήρη ανεξαρτησία από το σπίτι, πήρε και δίπλωμα οδήγησης και ζούσε με το μότο «όπου γης, πατρίς». Μετεφηβικά υπέροχα χρόνια – ζάχαρη! 

«Η ζάχαρη είναι η μεγάλη μου αγάπη», μου λέει αρπάζοντας την ευκαιρία. «Είμαι από αυτούς που συχνάζουν σε ζαχαροπλαστεία. Μεγάλη μου αγάπη ήταν και ο φούρνος, αλλά τον σταμάτησα. Έχω μια πολύ καλή φίλη, την Ντέπη, η οποία πάσχει από κοιλιοκάκη. Από αυτήν έμαθα για τη γλουτένη και για το πώς μπορείς να την αποβάλεις από τη διατροφή σου. Αποφάσισα, λοιπόν, εδώ και κάποια χρόνια να την κόψω, για να θέσω έναν κάποιο περιορισμό, κυρίως σε ό,τι τρώω έξω. Στο σπίτι μάλλον τρώμε σωστά. Αγοράζω αλεύρι χωρίς γλουτένη και φτιάχνω με αυτό τα πάντα – από πιροσκί μέχρι πίτες. Έτσι δεν πηγαίνω πια σε φούρνους. Λατρεύω βέβαια το ψωμί, δεν γίνεται χωρίς αυτό, αλλά μόνο έτσι. Στα ζαχαροπλαστεία συνεχίζω να πηγαίνω, αλλά επιλέγω gluten free. Το φαγητό είναι ανάγκη για μένα, το γλυκό τεράστια απόλαυση».

«Είμαι από αυτούς που συχνάζουν σε ζαχαροπλαστεία».

Τα γλυκά χωρίς γλουτένη δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα άλλα. Είναι πλήρη σε θερμίδες και αυτό που τους «λείπει» δεν το καταλαβαίνουμε στη γεύση. Εκτός από γλυκά και αρτοσκευάσματα, υπάρχουν επίσης δεκάδες κατηγορίες gluten free φαγητών – από ζυμαρικά και πίτσες μέχρι σουβλάκια, burger και κεμπάπ. Και η Θάλεια είναι ανοιχτή σε νέες γεύσεις.
«Όσο ζούσα μόνη μου, μαγείρευα αρκετά. Η ασιατική κουζίνα είναι η αγαπημένη μου και έφτιαχνα σούπες, pad thai και άλλα τέτοια. Είναι και γρήγορη μαγειρική, κάτι που εξυπηρετούσε τον τρόπο ζωής μου. Δεν θα άνοιγα φύλλο για πίτα, δηλαδή», λέει γελώντας. 

Το φαγητό είναι ανάγκη για μένα, το γλυκό τεράστια απόλαυση.

Αυτό που ίσως λίγος κόσμος γνωρίζει είναι πως έχει υπάρξει συνιδιοκτήτρια ενός ινδικού εστιατορίου, του Little India στη Νέα Ερυθραία. Ένα χρόνο πριν τα capital controls, αποφάσισαν με την κουμπάρα της, Ρούλα Σαββίδου, να τολμήσουν το εγχείρημα. Δεν τους ταίριαξε καθόλου όμως και μετά από 4-5 χρόνια πούλησαν την επιχείρηση – η οποία λειτουργεί υπό άλλη διεύθυνση και πλέον είναι σε ανοδική πορεία. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ10 γνωστοί foodies μάς λένε για το καλύτερο γεύμα της ζωής τους10 γνωστοί foodies μάς λένε για το καλύτερο γεύμα της ζωής τους
Η Θάλεια φωτογραφήθηκε στο σκηνικό της παράστασης, ένα δωμάτιο ξενοδοχείου ημιδιαμονής.

Λατρεύω ό,τι σερβίρει η ελληνική ταβέρνα – τζατζίκι, χωριάτικη με νόστιμη ντομάτα στην εποχή της, κολοκυθάκι τηγανητό.

Παραδέχεται ότι τρελαίνεται για τις ξένες κουζίνες γενικότερα – μεξικάνικο, σούσι και λοιπά εξωτικά. Δεν τρώει πρωινό, αλλά πίνει καφέ – έναν πολύ συγκεκριμένο καφέ, για τον οποίο έχει να διηγηθεί και μια χιουμοριστική ιστορία θεάτρου. «Το έργο που ανεβάζουμε φέτος έχει πολλές αναφορές στην προσωπική μας ζωή, στα 14 χρόνια που είμαστε μαζί με τον Τάσο, αφού το γράψαμε οι ίδιοι. Η ηρωίδα που υποδύομαι, λοιπόν, πρέπει να πει κάποια στιγμή: “Ο άντρας μου ποτέ δεν μου πέτυχε τον καφέ μου, εκτός από πέντε φορές σε όλη μας τη ζωή”. “Τι καφέ πίνεις;”, ρωτάει ο έτερος πρωταγωνιστής. Κι εγώ απαντώ: “Grande cappuccino με γάλα μπιζελιού, ποικιλία Arabica, μέτριο, με στέβια και κανέλα”. Τo κοινό ξεκαρδίζεται, θεωρώντας πως είναι μια ατάκα που έχει γραφτεί μόνο για να προκαλέσει γέλιο, αλλά αυτός είναι ο καφές μου στην πραγματικότητα», λέει και γελάμε δυνατά. 

Στην παράσταση ο Τάσος τρώει noodles που μαγειρεύονται στη στιγμή, προσθέτοντας μόνο καυτό νερό. Γενικά προσέχουν τη διατροφή τους, και των παιδιών φυσικά. «Έχω παλέψει με δίαιτες. Κάνω διατροφή και ο κυριότερος λόγος είναι η δουλειά μου. Δεν ζυγίζομαι ποτέ, δεν ζυγίζω ούτε το φαγητό μου, δεν μπορώ να τρώω ελάχιστα, δεν είναι μόνο καύσιμο το φαΐ, αποτελεί βασικό συστατικό της ζωής μου, είναι χαρά. Και η μοίρα έφερε δίπλα μου έναν άνθρωπο που το λατρεύει επίσης. Πάμε χεράκι-χεράκι σε αυτό», εξηγεί. Στο σπίτι τους τρώνε πολλά όσπρια, λαδερά, αβοκάντο, βρώμη, έχουν καθιερώσει υγιεινές συνήθειες στις οποίες προσπαθούν να παρασύρουν και τα παιδιά τους. «Με τους διατροφικούς περιορισμούς δεν έχω πρόβλημα, αλλά δύσκολα θα γινόμουν vegan», εξομολογείται. «Λέω μπράβο σε όσους το κατάφεραν. Έχω μειώσει πολύ το κρέας, συνειδητά, όμως δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω αυτήν τη διατροφή. Περίπου 4-5 φορές την εβδομάδα τρώω χορτοφαγικά, ίσως μαζί με λίγο τυρί. Δεν μπορώ να φάω τον αρακά χωρίς φέτα. Αγαπημένο μου φαγητό είναι το μπιφτέκι στα κάρβουνα ή μια μπριζόλα με τηγανητές πατάτες. Λατρεύω ό,τι σερβίρει η ελληνική ταβέρνα – τζατζίκι, χωριάτικη με νόστιμη ντομάτα στην εποχή της, κολοκυθάκι τηγανητό. Όταν αποφάσισα να κόψω τη γλουτένη σταμάτησα και τις πατάτες, αντικαθιστώντας τες με γλυκοπατάτες. Έβαζα την πεθερά μου να μου τις κάνει “τηγανητές”. Το κράτησα πολύ καιρό, αλλά τελικά δεν άντεξα, κράτησα στη ζωή μου την τηγανητή πατάτα!» λέει με στόμφο.

Στην πλατεία του Θεάτρου Άλφα, πριν την παράσταση «Θέλω να σου κρατάω το χέρι», στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τον Τάσο Ιορδανίδη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤο ψυγείο του Μιχάλη Νουρλόγλου έχει πάντα πίκλες και σριράτσαΤο ψυγείο του Μιχάλη Νουρλόγλου έχει πάντα πίκλες και σριράτσα

«Τώρα που οι γονείς μου δεν μαγειρεύουν πια καθημερινά, τους πηγαίνω εγώ ταπεράκι. Με τα παιδιά στο σπίτι έχουμε πάντα μαγειρεμένο φαγητό κι έτσι, επιτέλους, μπορώ να τους φροντίσω κάπως, να ανταποδώσω. Όχι πως μπορείς ποτέ να ανταποδώσεις ό,τι έχεις πάρει από τους γονείς σου. Ένα μέρος, ίσως. Μόνο όταν γίνεις γονιός συνειδητοποιείς τις θυσίες που έχουν κάνει οι δικοί σου γονείς για σένα. Αν έχεις μια δοτική οικογένεια, όπως η δική μου, δεν μπορείς να ανταποδώσεις. Νιώθω τυχερή, καθώς οι γονείς μου είναι πάντοτε παρόντες, ό,τι και να τους ζητήσω. Και αυτό είναι συγκινητικό». 

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών