Η επιστήμη δεν σηκώνει πάντα τα χέρια ψηλά. Τουλάχιστον όχι στην περίπτωση της baked Αλάσκα, ενός γλυκού που γεννήθηκε έπειτα από παρατηρήσεις και πειράματα του εφευρέτη σερ Benjamin Thomson, γνωστού και ως κόμη του Ράμφορντ, ο όποιος έζησε στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του αμερικανικού πολέμου της Ανεξαρτησίας εργαζόταν για τον βρετανικό στρατό ως κατάσκοπος και, μετά την επιστροφή του στην Ευρώπη, ανταμείφθηκε με έμμισθη θέση. Τυπικά είχε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη αλλά ουσιαστικά περνούσε τον χρόνο του κάνοντας πειράματα.
Ο τύπος αυτός είχε μία εγγενή περιέργεια για τα καθημερινά πράγματα και μηχανευόταν λύσεις σε διάφορα πρακτικά ζητήματα που απασχολούσαν τότε τον κόσμο, όπως τα τζάκια που κάπνιζαν. Δική του ιδέα ήταν να στενέψει η αρχή της καμινάδας και να της δοθεί μια μικρή κλίση, κάτι που επέτρεψε στον καπνό να φεύγει πιο γρήγορα. Εκείνος επινόησε επίσης την καφετιέρα, την κουζίνα με εστίες, τα ισοθερμικά εσώρουχα, την κεντρική θέρμανση κ.ά.
Μία εποχή λοιπόν είχε πάθει εμμονή με τις μονωτικές ιδιότητες των υλικών. Μετά από διάφορα πειράματα, κατέληξε ότι η θερμοκρασία διατηρείται καλύτερα όταν το υλικό έχει την ιδιότητα να εγκλωβίζει μέσα του τον αέρα, όπως π.χ. οι γούνες των ζώων, η μαρέγκα και το παντεσπάνι. Και για να το επιβεβαιώσει, λέγεται ότι πρώτος σκέφτηκε να απλώσει παγωτό πάνω σε μία βάση από παντεσπάνι και να καλύψει το όλον με μαρέγκα. Έπειτα έβαλε το δημιούργημά του στον φούρνο για να δει αν θα λιώσει το παγωτό. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε.
Η μαρέγκα και το κέικ αποδείχτηκαν τα τέλεια μονωτικά υλικά και ο ίδιος έμεινε στην ιστορία ως ο εφευρέτης της omelette à la norvégienne (νορβηγική ομελέτα), όπως ονομάστηκε το γλυκό λόγω της χιονάτης όψης του.
Αυτά συνέβησαν το 1804.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, στις 30 Μαρτίου 1867 συνέβη ένα κοσμοϊστορικό γεγονός.
Οι Αμερικανοί διαπραγματεύτηκαν και πέτυχαν να αγοράσουν από τους Ρώσους την Αλάσκα. Για να γιορτάσει το γεγονός, ο σεφ του διάσημου νεοϋορκέζικου εστιατορίου Delmonico’s Σαρλς Ρανχόφερ έβαλε στο μενού του την ομελέτα του Ράμφορντ, η οποία είχε γίνει εξαιρετικά δημοφιλής σε πολλές χώρες, βαφτίζοντας την Αλάσκα – Φλόριντα. Ο λόγος που της έδωσε αυτό το όνομα είναι γιατί η αντίθεση κρύου-ζεστού μέσα στο γλυκό θύμιζε τη μεγάλη διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στις δύο αυτές περιοχές της Αμερικής.
Ο Σαρλς Ρανχόφερ δεν ήταν κάποιος τυχαίος σεφ, αλλά από τους σπουδαιότερους της εποχής του. Το Delmonico’s όπου εργαζόταν θεωρείται το πρώτο fine dining εστιατόριο της Αμερικής και όλος ο καλός κόσμος έτρωγε στις σάλες του. Πολλές οι καινοτομίες που εφαρμόστηκαν εκεί, όπως τα σεπαρέ και οι πριβέ αίθουσες που παρείχαν ιδιωτικότητα στους πελάτες, ο ξεχωριστός κατάλογος για το κρασί, η διοργάνωση χοροεσπερίδων, οι οποίες ως τότε γίνονταν συνήθως σε σπίτια και η δυνατότητα να δειπνήσουν εκεί παρέες γυναικών χωρίς αντρική συνοδεία.
Αργότερα, χάριν συντομίας, κόπηκε η λέξη Φλόριντα και στα συνταγολόγια άρχισε να εμφανίζεται το όνομα Αλάσκα η ψητή Αλάσκα, όπως είναι γνωστό το γλυκό μέχρι σήμερα.