Παρασκευή απομεσήμερο, έξω από τα τείχη της μονής. Ένας Βεδουίνος, ανάλαφρος και ελαφρά ντυμένος παρά την πρωινή χιονόπτωση και το οξύ κρύο όλης της ημέρας, περνά γοργά έξω από το κουζινάκι του Κυρίλλου. Κουβαλάει μια μεγάλη νάιλον σακούλα με ψωμάκια. «Πάρε, πάρε», μας λέει χαρούμενα. Το μικρό στρογγυλωπό καρβελάκι, ίσο με δυο χούφτες, ζεστό ακόμη παρά την περιφορά του στο ψύχος, είναι βάλσαμο. Το χταπόδι με τα παντζάρια που ψήνεται στο κουζινάκι θέλει ακόμη, όμως ήδη έχει σχηματιστεί σάλτσα στην κατσαρόλα και η ευγενική χορηγία προσφέρεται για βουτιές. Το ψωμί φτιάχνεται για να καλύψει τις ανάγκες όχι μόνο της μονής, αλλά και των οικογενειών των Βεδουίνων της περιοχής, μια χειρονομία υψηλού συμβολισμού.
ζύμη στο μεγάλο ζυμωτήριο και μαζί με πέντε έξι Βεδουίνους σήκωσε τα μανίκια και όλοι μαζί άρχισαν το πλάσιμο. Αυτή η σκηνή είναι déjà vu, επαναλαμβάνεται ίδια κάμποσους αιώνες τώρα. Μια σιωπηρή τελετή με χαλαρές, γρήγορες κινήσεις, στον έναν από τους δύο παμπάλαιους φούρνους της μονής.
Λίγη ώρα πριν, είχαμε γίνει μάρτυρες μιας μοναδικής σκηνής: ο πατέρας Πορφύριος ευλογούσε τηΣτη «Μέση» της μονής, στο παλαιότερο τμήμα της, που χρονολογείται από τον 6ο αιώνα μ.Χ., βρίσκονται αυτοί οι δύο φούρνοι. Ο ένας, του 6ου αιώνα, από τα πρώτα κτίσματα του μοναστηριού, βρίσκεται τρία επίπεδα κάτω από την τράπεζα, σε ένα σύμπλεγμα υπόγειων στοών, ανενεργός τώρα, έτοιμος όμως να ανάψει με μια κάποια συντήρηση.
Ο δεύτερος, του 12ου αιώνα, παραμένει ζεστός εις τους αιώνας των αιώνων και οι πέτρινοι τοίχοι του είναι ποτισμένοι με το άρωμα του ψημένου αλευριού. Κάποτε άναβε με ξύλα, πλέον λειτουργεί με πετρέλαιο. Είναι σημείο αναφοράς του ιερού τόπου, εκεί όπου τελείται η προετοιμασία και η παρασκευή του καθημερινού άρτου, με τη σύγκραση μοναχών και Βεδουίνων.
«Τα παλιά τα χρόνια», διηγείται ο πατέρας Πορφύριος, «ο φούρνος άναβε μία φορά την εβδομάδα. Χτυπούσε το σήμαντρο, απόγευμα συνήθως, και με το κάλεσμά του μαζεύονταν όλοι, πατέρες και Βεδουίνοι, και ζύμωναν μαζί. Έφτιαχναν το ψωμί της εβδομάδας μέσα σε μικρές πινακωτές. Το αποθήκευαν στο οικονομείο και το μοίραζαν, ανά περίπτωση, στη διάρκεια των επτά ημερών. Οι Βεδουίνοι που έμεναν μακριά έπαιρναν όλη μαζί την ποσότητα που τους αναλογούσε. Οι υπόλοιποι εργάτες έπαιρναν από οκτώ ψωμιά την ημέρα, ποσότητα κατάλληλη για να τραφεί η οικογένειά τους».
Όταν ήταν έτοιμη η ζύμη, καλούσαν τον εφημέριο, που πήγαινε στον φούρνο για να την ευλογήσει πριν αρχίσει το ζύμωμα. Κάπως έτσι, με μικρές αλλαγές, γίνεται και σήμερα στον ίδιο αυτό φούρνο, που χωράει πάνω από 200 καρβελάκια στη φουρνιά του. Εδώ ψήνονται μόνο το ψωμί και τα πρόσφορα, όπως εξηγούν οι πατέρες. Για τα φαγητά υπάρχει άλλος φούρνος, ηλεκτρικός.