Συχνά οι ονομασίες Ρομά/Τσιγγάνοι/Γύφτοι με όλα τα παράγωγά τους στις ευρωπαϊκές γλώσσες, Romanies, Gypsies, Tsiganes, Gitanos, Zingari –για να αναφερθούμε στα πιο γνωστά–, ανακαλούν στη μνήμη μας οικείες εικόνες για φυσιογνωμίες που έχουμε δει στον κινηματογράφο ή έχουμε διαβάσει σε μυθιστορήματα από παιδιά. Αυτές οι εικόνες μάς δίνουν την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με μια ενιαία και ομοιογενή ομάδα, ωστόσο, όπως σημειώνει η ιστορικός Ανριέτ Ασσέο, «δεν υπάρχει ένας μοναδικός λαός. Υπάρχει κοινή κουλτούρα σε σχέση με την αντίληψη του κόσμου, με τη μετάδοση της γλώσσας και επίσης στο ανθρωπολογικό σύστημα». Και τούτο γιατί «οι μετακινήσεις των πληθυσμών, οι πόλεμοι, οι επιδημίες, η θνησιμότητα επέφεραν αναπόφευκτα μια επαφή» ανάμεσα στους Τσιγγάνους και τους άλλους Ευρωπαίους. Τα διαφορετικά ιστορικά πλαίσια μέσα στα οποία βρέθηκαν ή συνειδητά επέλεξαν οι ομάδες των Τσιγγάνων προσέδωσαν την ιδιαιτερότητά τους.
Για μας τους Έλληνες, η υστεροβυζαντινή κοινωνία, η Τουρκοκρατία, η Επανάσταση του 1821 αλλά και η Μικρασιατική Καταστροφή είναι σημαντικά στοιχεία της ταυτότητάς μας. Στη Ρουμανία οι Τσιγγάνοι βρέθηκαν στο πλαίσιο της φεουδαλικής κοινωνίας. Η σκλαβιά τους μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα και στον 20ό αιώνα, ο απηνής διωγμός τους από το φασιστικό καθεστώς Αντωνέσκου, καθώς και η κομμουνιστική εμπειρία διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία τους. Οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί αντίστοιχα αναμετρήθηκαν με την τσιγγάνικη ταυτότητα στο πλαίσιο του ρομαντισμού. Οι μεν πρώτοι την εγκολπώθηκαν ως στοιχείο της βρετανικότητας, του αγροτικού ειδυλλίου, ενώ οι δεύτεροι την εξοβέλισαν φτάνοντας μέχρι την Τελική Λύση. Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό, χάρη στη γλωσσολογία και προσφάτως στη γενετική, ότι οι Τσιγγάνοι προέρχονται από την Ινδία, μεταναστεύοντας προς δυσμάς. Η καταγωγή από τις Ινδίες μαζί με τη ρομανί γλώσσα και τις διώξεις που υπέστησαν οι Ρομά αποτελούν για πολλούς το τριμερές της ταυτότητάς τους. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η αφήγηση, με τη γραμμικότητα που τη διακρίνει και την αποκλειστικά γεγονοτολογική παράθεση, αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου στους ίδιους τους Τσιγγάνους, αφού, όπως υποστηρίζει η φιλόλογος Εύα Πολίτου, προβάλλει τους Ρομά μονάχα ως διαφορετικούς, περιθωριακούς και διαρκώς καταδιωκόμενους. Δεν προάγει την κατανόηση στο ευρύτερο πλέγμα των σχέσεων μεταξύ Τσιγγάνων και μη Τσιγγάνων (Gadje), που δεν είναι πάντα συγκρουσιακό.


Οι τρεις «λόγοι» που μπόλιασαν την εικόνα και την ιστορία των Τσιγγάνων
Στη νεωτερική Ευρώπη, οι Τσιγγάνοι όπως και οι Εβραίοι ήταν μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων για τους οποίους σχηματίστηκαν πολύ νωρίς αντικρουόμενες εικόνες. Για τους Τσιγγάνους, αυτοί οι τρόποι αναπαράστασης, οι «λόγοι», πήραν σχηματικά τρεις διαφορετικές μορφές, χωρίς ωστόσο να είναι εντελώς αποκομμένες μεταξύ τους.
Η πρώτη φάση είναι αυτή όπου η λογοτεχνία συναντάει τον Άλλο. Μέσα από τους λογοτεχνικούς τύπους σχηματίστηκε η εικόνα των Τσιγγάνων ως κλεφτών, παριών, αιώνια μετακινούμενων και παθιασμένων εραστών. Από τη «La Gitanilla» του Θερβάντες μέχρι τον «Μπραντ» του Ίψεν συναντάμε την ίδια ιδέα, των ευγενών αγρίων που είναι ένα με τη φύση παρά με την κοινωνία. Ακόμη, από τα μέσα του 15ου μέχρι και τον 18ο αιώνα θα συναντήσουμε πληθώρα απόψεων σχετικά με την προέλευση των Τσιγγάνων και από ποικίλες πηγές, απότοκες ίσως και των ονομάτων που προσέλαβαν – Αιγύπτιοι, Γύφτοι κ.λπ.
Η δεύτερη φάση ξεκινάει το 1783 και ολοκληρώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Είναι η φάση του επιστημονικού φυλετισμού και έχει ως αρχή το έργο του Γερμανού ιστορικού Henrich Grellmann. Είναι ο πρώτος που επινοεί την υπόθεση καταγωγής από τις Ινδίες και φιλοτεχνεί ένα συνολικό πορτρέτο για τους Τσιγγάνους με βάση τα πρότυπα της εποχής. Ο Grellmann θα παγιώσει την άποψη περί «απολίτιστων Τσιγγάνων» που «δύσκολα αλλάζουν νοοτροπία», δεδομένου ότι ο χαρακτήρας τους απορρέει από την ινδική τους καταγωγή. Το έργο του θα μεταφραστεί σύντομα στην Αγγλία και εκεί οι ιδέες του, κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού, θα πάρουν νέα τροπή. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα (1880) θα ιδρυθεί ένας σύλλογος υπεράσπισης των Τσιγγάνων με παγκόσμια εμβέλεια, το έργο του οποίου θα επηρεάσει μέχρι σήμερα χιλιάδες ερευνητές. Πρόκειται για την Gypsy Lore Society, της οποίας μέλημα είναι η αναζήτηση του «αυθεντικού Τσιγγάνου» και η διάσωσή του από την επέλαση του καπιταλισμού. Βέβαια, στην προσπάθειά της αυτή η GLS αγνόησε τη φωνή των ίδιων των Τσιγγάνων, τους οποίους υποτίθεται ότι υπερασπιζόταν, και ουσιαστικά πρόβαλε μια εξωτική εικόνα τους.
Η τρίτη φάση, που ξεκινά περίπου στα μέσα του 1950 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, είναι η περίοδος όπου οι κοινωνικές επιστήμες δανείζουν την οπτική τους στη μελέτη των Τσιγγάνων, κάτι που ήταν παντελώς αδιανόητο νωρίτερα. Η κριτική ματιά τους θα συμπεριλάβει τα πάντα, ξεκινώντας από τις ίδιες τις αναπαραστάσεις των Τσιγγάνων, τον τρόπο γραφής τους, μέχρι και τα κοινωνικά κινήματα και τη νέα κινητικότητα που παρουσιάζεται παγκοσμίως και επηρεάζει και τους Ρομά. Έτσι εμπλουτίζεται ακόμη περισσότερο η γνώση μας για την κοινωνική ιστορία των Τσιγγάνων και τη διαπλοκή τους με τις κοινωνίες στις οποίες βρίσκονται. Η στροφή αυτή οφείλεται και στην κοινωνική διαμαρτυρία των Ρομά θυμάτων-επιζησάντων της γενοκτονίας από τους Ναζί.
Η κληρονομιά του Βυζαντίου
Για τους Έλληνες Ρομ/Τσιγγάνους, η ιστορία τους είναι συνυφασμένη με τα ιδρυτικά στοιχεία του νέου ελληνισμού, όπως είναι η δημώδης γραμματολογία και ο «Πουλολόγος». Είναι σημαντική η σκέψη της Ασσέο όταν δηλώνει ότι «η προέλευση των ιστορικών Τσιγγάνων που εισέρχονται στη δυτική Ευρώπη είναι βυζαντινή. Ανήκουν στο ελληνικό βασίλειο, διάδοχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Αυτή τη σχέση μας με τον νεότερο ελληνισμό καλούμαστε να ανασημασιοδοτήσουμε και να δώσουμε νέο περιεχόμενο στην κοινωνική μας ιστορία εδώ που βρεθήκαμε. Το να είσαι αφανής στην ιστορία ισοδυναμεί με ακύρωση, τελμάτωση και θάνατο, και κάποιος πρέπει να το έχει ζήσει για να το καταλάβει. Είναι σημαντικό να βρούμε το νήμα που μας ενώνει με τους γύρω μας, έστω κι αν η ιστορία μάς αγνόησε…
Μαρτυρίες για παρουσία Τσιγγάνων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στην Ελλάδα από τον 11ο αιώνα
1068 μ.Χ.:
Αγιολογικό κείμενο της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους: Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ ́ ο Μονομάχος εξοντώνει το 1050 τα άγρια θηρία που είχαν εισβάλει στους βασιλικούς κήπους του με τη βοήθεια «Ατζιγγάνων», «απογόνων του Σίμωνα του Μάγου».
12ος αι.:
Σχόλιο του πατριάρχη Αντιοχείας, Κανονολόγου Θεόδωρου Βαλσαμώνος, για τους Αθίγγανους, αρκουδιάρηδες, γητευτές φιδιών και εγγαστρίμυθους, που πουλάνε φυλαχτά και λένε τη μοίρα.
13ος αι.:
Ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) στη «Ρωμαϊκή ιστορία» του αναφέρει ότι επί αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β ́ (1282- 1328) Αιγύπτιοι ακροβάτες είχαν δώσει παράσταση στην Κωνσταντινούπολη.
13ος-14ος αι.:
Τρία κείμενα στη δημώδη γλώσσα των Βυζαντινών προγόνων μας με αναφορές στους Τσιγγάνους ως περιθωριακά κοινωνικά στοιχεία:
– «Φυσιολογική διήγησις του υπερτίμου κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου»
– «Παιδιόφραστος διήγησις των τετραπόδων ζώων» και
– «Πουλολόγος», σατιρικό ποίημα του 14ου αι., που περιγράφει γλέντι στον γάμο του βασιλιά των πουλιών.
Η εγκατάσταση των Τσιγγάνων
1322:
Ένας Φραγκισκανός καλόγερος, ο Simon Semeonis, περιγράφει μια ομάδα Τσιγγάνων που κατασκήνωσαν σε σπηλιές και μακρόστενες σκηνές κοντά στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης.
1415:
«Επιδήμια Μάζαρι εν Άδου», έργο του υστεροβυζαντινού Έλληνα συγγραφέα Μάζαρι. Πρόκειται για φανταστική επιστολή με στοιχεία κοινωνικής σάτιρας για την κυβερνώσα ελίτ, που περιλαμβάνει και πληροφορίες για τις κατώτερες τάξεις στην Πελοπόννησο, μεταξύ των οποίων είναι και οι Αιγύπτιοι (Τσιγγάνοι).
1444:
Εγκατάσταση των Τσιγγάνων στο ενετοκρατούμενο Ναύπλιο, σύμφωνα με ένα βενετσιάνικο έγγραφο. Στο έγγραφο αυτό γίνεται αναφορά στον διορισμό του Ιωάννη Αθίγγανου (Johannes cinganus) ως δρουγγάριου (αξιωματούχου) του στρατιωτικού σώματος που το αποτελούσαν Τσιγγάνοι.
1496-1499:
Η ταξιδιωτική εμπειρία του διάσημου Γερμανού περιηγητή Arnold von Harff, ο οποίος ξεκινά ένα ταξίδι στην Ανατολή με πολλούς σταθμούς. Στο έργο του κάνει εκτεταμένη αναφορά στη Μεθώνη (Modon), που αποκαλούνταν τότε «Μικρά Αίγυπτος». Εκεί περιγράφει αναλυτικά την παρουσία των εγκατεστημένων Τσιγγάνων.
16ος-17ος αι.:
Τσιγγάνοι στην ενετοκρατούμενη Κρήτη. Οι περισσότεροι Τσιγγάνοι διέμεναν στο Εξώπορτο του Χάνδακα, στη συνοικία «Ατζιγγαναριά», δίπλα στους Εβραίους. Ορισμένοι από τους Τσιγγάνους γνώριζαν τουλάχιστον ανάγνωση και γραφή, αφού είναι μάρτυρες σε συμβολαιογραφικές πράξεις. (Πηγή: Γιάννης Μαυρομάτης, καθ. Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων).
14ος-19ος αι.:
Feudum Aciganorum: Οι ενταγμένοι Τσιγγάνοι της Κέρκυρας. (Πηγή: Ιωάννα Αθανασοπούλου, ιστορικός)
H εγκατάσταση των Ρομά
Σήμερα οι Τσιγγάνοι διαβιούν σε όλη την ελληνική επικράτεια και θα μπορούσαμε να τους κατηγοριοποιήσουμε με βάση τα εξής κριτήρια:
Γενεαλογική καταγωγή: με βάση τα οικογενειακά ονόματα.
Γεωγραφική περιοχή: με κριτήριο την ευρύτερη περιοχή προέλευσης της ομάδας. Λ.χ., Ρωμιόγυφτοι, Τουρκόγυφτοι, Ρουμανόγυφτοι, Αρβανιτόγυφτοι κ.ά.
Θρήσκευμα: Χριστιανοί και μουσουλμάνοι (Χοραχανέ Ρομά).
Γλωσσική διάλεκτο: Βλάχουρα Ρομά, που είναι κυρίως οι Βαλκάνιοι ή Ευρωπαίοι χριστιανοί, και Να-Βλάχουρα Ρομά, στην οποία ανήκουν ομάδες όπως οι Χοραχανέ Ρομά και οι Αρναούτια Ρομά (Αρβανιτόγυφτοι).
Βαθμό εγκατάστασης: Πλήρως εγκατεστημένους, ημιεγκατεστημένους και Νομάδες ή Σκηνίτες.
Επαγγελματική απασχόληση με κριτήριο τα παραδοσιακά επαγγέλματα: Ντερμεντζία (ντερμεντζήδες: κατασκευαστές μύλων), Ταρακσία (ταρακτσήδες: χτενάδες), Καρεκλόγυφτοι, Τσιλιγκίρια (τσιλιγκιρήδες: κλειδαράδες), Τζαμπάσηδες και Μπατζόρια (ζωέμποροι), Μετσκάρια (αρκουδόγυφτοι, παλαιότερα), Βλαχόφωνοι, Λαουτάρηδες (μουσικοί), Ρουντάρια (βλαχόφωνοι ξυλογλύπτες), Τσιντσάρια (βλαχόφωνοι έμποροι) κ.ά.
Βαθμό ένταξης στην τοπική κοινωνία: Ερλία (εγκατεστημένοι και ενταγμένοι), Φιτσίρια (νομάδες, τσαντιρόγυφτοι).
Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις ίσχυαν μέχρι και τη δεκαετία του ’90 στον μεγαλύτερο βαθμό. Σήμερα, ραγδαίες αλλαγές έχουν επισυμβεί και στον τρόπο που οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι ορίζουν τον εαυτό τους και τη σχέση τους με την ευρύτερη κοινωνία.
Οι Τσιγγάνοι τεχνίτες στην Ευρώπη
Μέσα από την εικονολογία που φιλοτεχνήθηκε από τους λογοτεχνικούς τύπους και τους θιασώτες του επιστημονικού φυλετισμού οι Τσιγγάνοι εξεικονίστηκαν ως ένας συρφετός τεμπέληδων, αλητών που κάπου κάπου ασκούσαν μερικά από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα, όπως η σιδηρουργία, η ξυλογλυπτική, το εμπόριο χαλιών και αλόγων, και ότι ζούσαν και εργάζονταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Κοινωνικοί επιστήμονες όπως ο ουγγρικής καταγωγής Μίκλος Τόμκα υποστηρίζουν ότι οι Τσιγγάνοι ήταν ευπρόσδεκτοι και πολύ σεβαστοί τεχνίτες στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη και ότι μόνο η αστική βιομηχανική επανάσταση τους οδήγησε στο περιθώριο. Έως τα μέσα του 19ου αιώνα θεωρούνταν αναντικατάστατοι τεχνίτες. Τότε άρχισαν οι προστριβές με τις συντεχνίες των πόλεων, που οξύνθηκαν ιδιαίτερα με την εμφάνιση της βιομηχανίας, η οποία έφερε σε δύσκολη θέση όσους ασχολούνταν με τη χειροτεχνία. Οι Τσιγγάνοι αντέδρασαν στην απώλεια των μέσων συντήρησής τους και στην απαρχή των διακρίσεων με το να αποτραβηχτούν στο δικό τους περιβάλλον.
Ενώ ο Wim Willems θα συμπληρώσει ότι οι Τσιγγάνοι και άλλες μετακινούμενες ομάδες δεν είναι καθόλου ξένο σώμα ή εξωτικός λαός, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών ήδη από τον Μεσαίωνα.
Επιπλέον πηγές
Τερζοπούλου Μιράντα, Γεωργίου Γιάννης, «Οι Τσιγγάνοι στην Ελλάδα», Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων, Γεν. Γραμματείας Λαϊκής Επι- μόρφωσης, Αθήνα 1998.
George Soulis, «The Gypsies in the Byzantine Empire and the Balkans in the Late Middle Ages», Dumbrton Oaks Papers, XV, 141-165.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, «Ρομά: Ιστορικές διαδρομές και σημερινές αναζητήσεις», Αθήνα 2014.
Γκότοβου Αναστασία, «Το ξεχασμένο Ολοκαύτωμα», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017.
Ελληνική Εταιρεία Εθνολογίας, «Οι Ρομά στην Ελλάδα», Αθήνα 2002. Λυδάκη Άννα (επιμ.), «Ρομά: Πρόσωπα πίσω από τα στερεότυπα»,
Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.
Πολίτου Εύα, «Τσιγγάνικο αρχέτυπο και πραγματικότητα», «Eλευθεροτυπία», «Αφιέρωμα Τσιγγάνοι», 11/3/2000, σελ. 18-19.
Τρουμπέτα Σεβαστή (επιμ.), «Οι Ρομά στο σύγχρονο ελληνικό κράτος:
Συμβιώσεις, Αναιρέσεις, Απουσίες», Κριτική, Αθήνα 2007. Ημερολόγιο 2012 ΚΕΔΑ, επιμέλεια: Μαρία Παυλή-Κορρέ, 2012. Miklos Tomca, «Οι Τσιγγάνοι τεχνίτες της Ευρώπης», 1984.
The Unesco Courier, «Οι Τσιγγάνοι», 1994.