Η Οδύσσεια μιας αποστολής
Κυριακή 4 Απριλίου, λαμβάνω email από τον Άγγελο Ρέντουλα, και στο θέμα είναι γραμμένες τέσσερις λέξεις: «κυρα-Ρηνιώ της Κινάρου». Το αφεντικό τρελάθηκε, σκέφτηκα γελώντας από μέσα μου. Έναν μήνα μετά, κόντευα πια να μάθω τα χούγια της, τόσο συχνά μιλούσαμε, ώσπου να καταφέρουμε να οργανώσουμε το ταξίδι. «Έλα, κόρη μου», μου έλεγε, κι ύστερα με τις κουβέντες έμαθα σιγά σιγά κάμποσα για εκείνη, δηλαδή πως δεν κολυμπά και φοβάται τη θάλασσα, τόσο που, έτσι και ταξιδέψει με φουρτούνα, βάζει τις φωνές μες στο καΐκι. Κρασί δεν πίνει γιατί ζαλίζεται και γλυκά δεν τρώει, παρά μόνο γαλακτομπούρεκο και σοκολατίνες.
Μου είχε πει, όταν τη ρωτούσα πώς αντέχει να μένει μόνη εκεί πέρα, ότι κι ένα τσουβάλι με λίρες να της έδιναν, αυτή θα το έδινε στους φτωχούς και δεν θα πήγαινε πουθενά. Κι ύστερα μια μέρα έμαθα πως κόλλησε κορωνοϊό. Την πήρα να μάθω τι συμβαίνει. «Ένα καΐκι, κόρη μου, μας έφερε τον κορωνοϊό, αλλά είμαι καλά, δεν έχω πέσει στο κρεβάτι». Τις επόμενες μέρες δεν την ενόχλησα. Πήρα τηλέφωνο κάνα δυο βδομάδες μετά να δω τι κάνει.
Κι ύστερα άρχισαν τα μελτέμια. «Ο καιρός είναι σαν τα μούτρα του», μου έλεγε, «δύσκολα τα μελτέμια, δεν σταματάνε καθόλου». Πέρασαν μερικές μέρες ακόμα και, μόλις καταφέραμε και ξεμπερδέψαμε με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις μας, βάλαμε μπρος, και πεισματικά αποφασίσαμε ότι θα βρούμε τρόπο να πάμε. Ήμουν στα τηλέφωνα μέρα παρά μέρα με τη Χριστίνα Σούζη. «Δεν με παίρνετε κι εμένα μαζί σας», μου είπε η μετεωρολόγος όταν της εξήγησα ποιος είναι ο προορισμός μας. Τρεις με τέσσερις ημέρες πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία αναχώρησης, μιλάμε ξανά με την κυρία Σούζη και μου λέει: «Hold your horses. Προμηνύεται μεγάλη κακοκαιρία, θα θαλασσοπνιγείτε». «Μα ο καπετάνιος μας είναι θαλασσόλυκος και δεν μασάει», άρχισα τις αντιρρήσεις και αμέσως πήρα τηλέφωνο για επιβεβαίωση τον Μιχάλη Βεκρή, τον ψαρά που θα μας μετέφερε με το καΐκι του, τον «Τίμιο Σταυρό», από την Αιγιάλη στην Κίναρο, απόσταση 19 ναυτικών μιλίων, δηλαδή περίπου κάνα δίωρο. Αλλά αυτός ήταν ανένδοτος. «Εγώ δεν μασάω, μα με εσάς μαζί δεν βγαίνω μεσοπέλαγα με τέτοια θεομηνία». Αλλαγή πλάνων. Ξανά. Θα έπρεπε να κοιτάξουμε να φύγουμε όσο γίνεται νωρίτερα για να προλάβουμε την κακοκαιρία. Έτσι κι αλλιώς ήμασταν όλοι υπ’ ατμόν. Θα ετοιμαζόμασταν άρον άρον και θα ξεκινούσαμε. Άλλες αναβολές δεν χωρούσαν.
Και κάπως έτσι μια μέρα του Ιούλη βρέθηκα στην Αμοργό, να τρώω μουσακάδες και να πίνω ξανά ρακόμελα στη Ναυτιλία του Πρέκα, το ζυθεστιατόριο-πρακτορείο εισιτηρίων στα Κατάπολα, περιμένοντας τη Χριστίνα (Γεωργιάδου) και τον Άγγελο (Γιωτόπουλο), τη φωτογράφο και τον videographer, να έρθουν από τον Πειραιά με το πλοίο. Τηλεφωνικώς είχαμε ήδη παραγγείλει όλες τις προμήθειες και έμενε να αγοράσουμε τα εφόδια της τελευταίας στιγμής. Πήραμε ταξί από Κατάπολα για Αιγιάλη, κάναμε στάση στον Μπέμπη (το μάρκετ στο λιμάνι), ψωνίσαμε τα απαραίτητα, περάσαμε από τον Γλυκάνησο, το καφε-ζαχαροπλαστείο, να παραλάβουμε ένα κουτί με πάστες σοκολατίνες ολόφρεσκες, και αναζητήσαμε με το βλέμμα τον «Τίμιο Σταυρό» και τον Μιχάλη, που μας περίμενε σε αναμμένα κάρβουνα. Τελείωσαν τα ψέματα, σαλπάρουμε για Κίναρο.
Έγια μόλα, έγια λέσα
Αργά το απόγευμα επιβιβαστήκαμε πια στο σκάφος, αργότερα από το κανονισμένο. «Θα νυχτωθούμε», μου είπε ο Μιχάλης. «Για να πάρω τηλέφωνο να δούμε μήπως είναι και κάνα άλλο καΐκι εκεί, να μας αδειάσει την προβλήτα». Η φωνή του κελαρυστή, έτσι όπως η ντοπιολαλιά που έχουν οι Αιγιαλιώτες θυμίζει λίγο την κυπριακή διάλεκτο και οι ιδιωματικές λέξεις μοιάζουν ορισμένες φορές με τις κρητικές.
«Έλα, κυρα-Ρηνιώ. Ο Μιχαλάκης είμαι. Τώρα ξεκινήσαμε, είχαμε καθυστέρηση, σου φέρνω τα παιδιά απάνω. Σου φέρνω δυο γυναίκες κι έναν άντρα, οπότε θα έχω μπόλικες γυναίκες. Μ’ ακούς; Μου φέρανε το πρωί και σου έχουν βάλει κάτι στρώματα, δεν ξέρω ποιος σ’ τα στέλνει. Πες του Ηλία να τραβηχτεί λίγο πιο μπροστά για να μπορώ να μπω με τη μούρη, να δέσω εκεί που έρχομαι συνήθως». Είναι ήδη στην Κίναρο δύο άλλα μικρότερα καΐκια καλύμνικα, όπως με ενημερώνει ο Μιχάλης.
«Από 12 χρονών πάω στο Κίναρο. Είχε κι ο πατέρας μου ψαράδικο και πηγαίναμε μαζί. Την έχω σαν μάνα μου την κυρα-Ρηνιώ, έχουμε τραβήξει πολλά, με αρρώστιες, με φουρτούνες, με ταλαιπωρίες, άσ’ τα. Χρόνια μαύρα τότε, δεν είχε προβλήτα, της πετούσαν τα τρόφιμα στον μόλο απάνω. Μία δεκαετία τώρα έχουν φτιάξει τα πράγματα. Της λέγανε θα σου φτιάξουμε τούτο, θα σου φτιάξουμε τ’ άλλο, ξέρεις τώρα, κάθε υπουργός πάει και λέει τα δικά του. Τα παιδιά της μένουν στην Κάλυμνο και στην Αυστραλία, κι από τότε που πέθανε ο άντρας της κι έμεινε μια γυναίκα μονάχη, όλοι της λέμε να φύγει απ’ το Κίναρο, μη μένει εκεί μόνη, να πάει στα παιδιά της. Δεν είναι εύκολο… Βέβαια, τώρα το καλοκαίρι πάνε καΐκια, πάει το άλλο το σκαφάκι της γραμμής, πάω κι εγώ τακτικά να της πάω τρόφιμα, ό,τι θέλει».
Πλέουμε πλάι στην Αμοργό, βλέπουμε τώρα τα Θολάρια κι από κάτω τη Μικρή Γλυφάδα. Η Κίναρος ίσα που αχνοφαίνεται. «Όταν λένε ότι στις Κυκλάδες έχει 4 μποφόρ, να ξέρεις η Αμοργός έχει 6, δηλαδή 2 μποφόρ παραπάνω», μου λέει ο καραβοκύρης μας, προσπαθώντας να εξηγήσει το φαινόμενο. «Αφενός τα βουνά της Αμοργού είναι ίσια και κάπως συμβαίνει και βράζει η θάλασσα κι αφετέρου είναι ανοιχτό πέλαγος εδώ, κατεβάζει μπουγάζια απ’ τον βοριά, κι είναι το σημείο που ενώνονται οι δυο θάλασσες, των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων. Να, δες, μόλις περάσεις το Λιάδι, αρχίζουν τα Δωδεκάνησα».
Κίναρος: Μια σταγόνα στον ωκεανό
«Αρχίζει και φαίνεται καλά», μας φωνάζει ο Μιχάλης από την καμπίνα. Βλέπω τον Παπά, την πιο ψηλή κορυφή του νησιού, στα 296 μέτρα. Ένα φαρόπλοιο, ένας βράχος μες στη θάλασσα, που μοιάζει σαν να του έχουν κόψει φέτες από τη φλούδα του με το μαχαίρι.
Στα Δωδεκάνησα ανήκει η Κίναρος, που βρίσκεται ανατολικά της Αμοργού και δυτικά της Λέρου και της Καλύμνου. Και δεν πιάνει στον παγκόσμιο χάρτη παραπάνω από 4,5 τ.χλμ. Είναι ενταγμένη στο Δίκτυο Natura 2000 και αποτελεί ένα από τα νησιά που η Τουρκία θέτει υπό αμφισβήτηση, διαβάζω κάπου.
Στην κορυφή του νησιού, κάποια αρχαιολογικά κατάλοιπα μαρτυρούν οικιστική δραστηριότητα, που τοποθετείται χρονικά γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. και στην περίοδο της ακμής της Κοινοπολιτείας της Αμοργού (Μινώα, Αρκεσίνη, Αιγιάλη). Στο έμπα του λιμανιού, στο «φιόρδ» της Κινάρου, βρίσκονται τα ερείπια ενός παλιού κάστρου και εντός του κάτι μεταγενέστερα, γκρεμισμένα πια, πειρατικά ορμητήρια.
Λογοτεχνικές πηγές αναφέρουν ότι το νησί βρίσκεται στη διασταύρωση ιστορικά σημαντικών ιστιοπλοϊκών διαδρομών του Αιγαίου και οι ντόπιοι ψαράδες και οι σφουγγαράδες λένε πως υπάρχουν πολλά ναυάγια στην περιοχή αυτή.
Γειά σου κυρά-Ρηνιώ Κατσοτούρχη-Θηραίου
Στην Κίναρο είναι το βασίλειο της κυρα-Ρηνιώς. Ζει εκεί μαζί με τη Σίβα της, το αδέσποτο σκυλάκι, μαζί με δεκάδες μαυροπετρίτες, αιγαιόγλαρους και πέρδικες, που έχουν χτίσει στους βράχους τις φωλιές τους, και μια ντουζίνα κότες πλουμιστές. Σκόρπια στις πλαγιές βόσκει κι ένα τσούρμο με πάνω από 200 σκληροτράχηλα κατσικοπρόβατα, άλλα φερτά, άλλα ντόπια, άλλα άγρια, άλλα ήμερα, μπασταρδεμένα όλα πια.
Μόλις ακούει τον θόρυβο από το καΐκι που πλησιάζει, προβάλλει. Τη βλέπω που μας περιμένει και μας γνέφει από μακριά. Ανεμίζει κι αυτή δίπλα στη σημαία της. Μας καθίζει στην αυλή, που είναι μαζί αποθηκευτικός χώρος, καθιστικό, τραπεζαρία και κουζίνα, μπαίνει στο δώμα της: μια από τα ίδια και επιπλέον εδώ είναι και κρεβατοκάμαρα. Μας βγάζει νεράκι δροσερό και καφέ.
Μας λέει: «Εγεννήθηκα στην Αμοργό και ήρθα στο Κίναρο εννιά ημερών. Η μάνα μου η Ακαθή, που είχε το όνομα της Παναγιάς, εγεννήθηκε εδώ στο νησί και ο πατέρας μου, ο Γιώργος Θηραίος, γέννημα θρέμμα Αμοργιανός, ήρθε εδώ απάνω όταν επαντρεύτηκαν. Έξι κόρες ήμασταν εδώ και την πρωτοκόρη την είχε η γιαγιά μου δίπλα. Εμένα η γιαγιά μου με είχε τάξει στην Παναγιά επειδή η μάνα μου δεν έπιανε παιδί [σ.σ. αγόρι]. Κάθε φορά έκαμε μια κόρη για να βρει τον γιο. Κι όταν ήταν να γεννήσει εμένα, η μάνα μου έλεγε στον πατέρα μου ότι θα βγάλουνε τον Νικολάκη. Τότε ο πατέρας μου όλο χαρά όταν με έφερνε η μάνα μου από την Αμοργό, κατεβαίνει στο λιμάνι μαζί με τη μεγάλη μου αδερφή. Τότε με βλέπει εκείνη και λέει “μπαμπά, θαρρώ πως το Νικολάκι θα είναι Ρηνάκι”. Ήμουν η τέταρτη κόρη στη σειρά.
«Η μάνα μου μας εμαγείρευε κρέας με τα φρέσκα φασολάκια που τα σπέρνανε. Εσπέρνανε και ρεβίθια, φάβα, φασόλια, κουκιά, μελιτζάνες, κολοκύθια, χόρτα διάφορα. Κάμανε πιταρίδια, αρανιστά (ζυμαρικά), ρυζόγαλο, χόντρο με το σιτάρι που το αλέθανε στον μύλο κι ήταν πολύ ωραίο. Φτωχά χρόνια, αλλά, έτσι όπως τα συγκρίνω τώρα, εκείνα ήταν πιο καλά»
»Παλιότερα στο νησί ζούσαν οκτώ οικογένειες, αλλά, όταν ήμουν εγώ παιδί, ήταν πιο δίπλα από εμάς το σπίτι της γιαγιάς μου και παρακάτω καθόταν μια άλλη οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Αυτοί που ήταν απάνω στο νησί ηπαλεύαν πολύ για να ζήσουνε. Οι γονείς μου εδούλευαν σκληρά για το βιος τους, ήσαν χτηνοτρόφοι και γεωργοί. Εσπέρναν, εθερίζαν, είχαν κατσίκια, πρόβατα και ένα ζευγάρι βόδια που ζευγάριζαν τα χωράφια. Τα δαμαλάκια τα πουλούσαν, είχαμε και κότες, και ηφέρναμε κάθε χρόνο ένα γουρούνι και το σφάζαμε τον χειμώνα για να έχουμε κρέας, κάναν καβουρμά, παστό, λούζες, λουκάνικα που τα ξεραίναμε, κι εκάναμε και το σπληνάντερο.
»Εγώ με τις αδερφές μου πηγαίναμε και φέρναμε τα βόδια όταν ήταν μακριά και τα ποτίζαμε. Ύστερα τραβούσαμε τις κατσίκες από το βουνό για να τις φέρουμε να τις αρμέξουμε. Οι γονείς μου έπιαναν νωρίς τα τυριά, από τον Μάρτη. Εμείς τώρα που τα πιάνουμε αργά και με τη ζέστη, ανοίγουνε και μουχλιάζουν. Ποιος να τα φέρει τώρα τα ζώα, δεν έρχονται μοναχά τους κάτω, δεν υπάρχουν χέρια, ο γιος μου έρχεται αργά, τον Απρίλη, και ώσπου να τα μαζέψουμε για να τα αρμέξουμε καλοκαιριάζει. Κάνουμε λίγα τυριά, σκληρά, στον αέρα. Δεν είναι αρσενικά αυτά, θηλυκά είναι», λέει γελώντας.
«Η μάνα μου μας εμαγείρευε κρέας με τα φρέσκα φασολάκια που τα σπέρνανε. Εσπέρνανε και ρεβίθια, φάβα, φασόλια, κουκιά, μελιτζάνες, κολοκύθια, χόρτα διάφορα. Κάμανε πιταρίδια, αρανιστά (ζυμαρικά), ρυζόγαλο, χόντρο με το σιτάρι που το αλέθανε στον μύλο κι ήταν πολύ ωραίο. Φτωχά χρόνια, αλλά, έτσι όπως τα συγκρίνω τώρα, εκείνα ήταν πιο καλά… Είχα την οικογένειά μου, ενώ τώρα είμαι εδώ πέρα μοναχή».
Ο Μικές από την Κάλυμνο
«Μέχρι 14 χρονώ ήμουν εδώ. Επήγα σχολείο στην Αμοργό, ήφευγα όμως και δεν το έλεγα στον δάσκαλο. Δεν καθόμουν για τις εξετάσεις. Ερχόντανε το καΐκι με τον χασάπη στο Κίναρο κι έμπαινα κι εγώ μαζί. Ύστερα πήγα στην Κάλυμνο σε κάτι συγγενείς κι ερχόμουν στο Κίναρο τα καλοκαίρια. Εκεί γνώρισα τον Μικέ (Νομικό Κατσοτούρχη). 21 χρονώ και οι δύο, μας σύστησε η πεθερά, μετά από μια εβδομάδα μας επάντρεψαν, κι ύστερα ερωτευτήκαμε. Ήταν καλός άνθωπος ο Μικές. Στην Κάλυμνο κάναμε το πρώτο μας παιδί, τον Γρηγόρη. Κι ύστερα το ‘69 ο Μικές έφυγε για Αυστραλία και το ’70 πήγα κι εγώ με το παιδί. Ήταν εκεί ο αδερφός του και πήγαμε κι εμείς, γιατί εδώ δεν είχε δουλειές. Ήταν πολύ μακροκατοικημένη η Αυστραλία και κάναμε εκεί δουλειά. Μα δεν μας σήκωνε το κλίμα. Μέναμε στο Ντάρβιν κι είχε πολλή ζέστη. Ξανάρθαμε Ελλάδα και ξαναφύγαμε. Στο τέλος ήρθαμε πια και μείναμε στην Κάλυμνο. Εκεί χτίσαμε κι ένα σπίτι, κι από κάτω κάμαμε καφενέ. Άμα μας φέρνανε κάνα ψαράκι, μαγειρεύαμε στο τηγάνι, κάμαμε κακαβιές, μεζέ για το κρασί. Εμαγείρευαν όλοι, ο συμπέθερός μου, οι πελάτες… Στην αρχή είχαμε πολλή δουλειά και βγάζαμε λεφτά, ύστερα άνοιξαν κι άλλοι δίπλα».
Πάνω στη βραχονησίδα
Οι τελευταίοι κάτοικοι της Κινάρου ήταν οι γονείς της. Ο πατέρας της έφυγε άρρωστος από το νησί το ’96 και πήγε στην Αμοργό. Έναν χρόνο μετά πέθανε «κι έμεινε το νησί τρία χρόνια μοναχό». Ο πατέρας της έλεγε ότι ήθελε να έρθει εκείνη για να αναλάβει το νησί, γιατί μόνο η Ρηνιώ μπορεί. Κι έτσι φορτώθηκε τη μεγάλη ευθύνη. «Θυμάμαι έβηχε όλη νύχτα, είχε τον αγύριστο είχε. Αλλά μου είπε “αν δεν κάνω κουμάντο να πίνουν τα ζώα μου νερό, δεν φεύγω από εδώ”. Του λέω κι εγώ να πάω κάτω στο λιμάνι να σκάψω να βρω νερό. Πρώτη φορά που δέχτηκε. Ήσκαβα ήσκαβα, έκανα έναν λάκκο, ήβρα νερό. Εκατέβηκε από το σπίτι και μου έκανε μια γραμμή για να ξέρω πόσο μεγάλο να ανοίξω τον λάκκο. Πήγα, έσκαβα πάλι. Ήταν μεγάλος λάκκος, είχε νερό πολύ. Ήρθε ο γαμπρός μου και ο μπαμπάς του Μιχάλη και με εβοήθησαν να βάλουμε γύρω γύρω πέτρες να κάνουμε πηγάδι, για να πίνουνε τα ζώα νερό. Και τότε μόνο ο πατέρας δέχτηκε να φύγουμε και να πάμε στην Αμοργό.
«Δεν με πειράζει η μοναξιά, δεν θέλω να φύγω από δω. Τον χειμώνα μπορεί να κάμω και μήνα να δω άνθρωπο, αλλά άμα έχει το βράδυ κάνα καΐκι στο λιμάνι, είναι παρηγοριά, και μου αρέσει για να μη νιώθω μόνη μου»
»Επειδή του το υποσχέθηκα, ήρθα κι έμεινα για να είναι ήσυχος. Κι ο άντρας μου συμφώνησε, για να μη μου χαλάσει το χατίρι… του άρεσε κι εκείνου, κι ήθελε και να ξεκουραστεί. Ήρθαμε οι δυο μας, τα παιδιά ήταν μεγάλα πια. Ήμασταν 53 χρονώ, αλλά εκείνος ήταν άρρωστος. Επιάσαμε και φτιάξαμε τούτο εδώ το σπίτι στο λιμάνι. Παλιά το είχε ο πατέρας μου καφενείο για τους ψαράδες που έρχονταν με τα γρι γρι. Θυμάμαι ήταν γεμάτο με βαρέλια με ρετσίνα φερτή. Τώρα ήταν πια βουλισμένο και έτσι το ξαναφτιάξαμε. Σπάσαμε τα βράχια, τα υλικά εγώ τα κουβάλαγα, χαλίκια, άμμο, είχαμε και γαϊδάροι, κι ο Μικές ήταν ο τεχνίτης. Εκάτσαμε λοιπόν εδώ χάμου, γιατί δεν ήθελα να πάω απάνω [σ.σ. στο παλιό σπίτι, στον οικισμό]. Η αυλή εδώ έξω ήτανε γκρεμά και τα διορθώσαμε. Κρατάει ζέστη τον χειμώνα η κάμαρη, κι άμα ανάβω τη σόμπα γίνεται φούρνος».
Όπου και να με πας, εδώ θα σου πω ότι είναι πιο ωραία
«Του άντρα μου του άρεσε να γλεντά, κι είχαμε και το καφενείο στην Κάλυμνο, που ήταν συνέχεια γεμάτο κόσμο, κι ερχόντουσαν και μας αγαπούσανε ο κόσμος. Όταν μετακομίσαμε στο Κίναρο, άρχισαν να έρχονται κι εδώ οι φίλοι μας. Και εκάναμε γλέντια, εμαγειρεύαμε ψάρια, κρέας, μακαρονάδες, ό,τι είχαμε. Καλά ήτανε, μέχρι που κουράζεσαι κιόλας.
»Τον Μικέ τον χάσαμε το ’13. Δεν με πειράζει η μοναξιά, δεν θέλω να φύγω από δω. Τον χειμώνα μπορεί να κάμω και μήνα να δω άνθρωπο, αλλά άμα έχει το βράδυ κάνα καΐκι στο λιμάνι, είναι παρηγοριά, και μου αρέσει για να μη νιώθω μόνη μου. Εδώ πέρα δεν με νοιάζει τίποτα, έχω τα ζώα, δεν φοβάμαι, μόνο πάνω στα σπίτια φοβάμαι.
»Έρχονται η κόρη μου και πιο πολύ ο γιος μου, αλλά όχι πολύ συχνά. Δεν έχει ζωή εδώ πέρα για να έρθουν τα παιδιά μου. Κι εγώ τι νομίζεις, γυρίζω να μαζέψω τα πρόβατα, να τα κουρέψω, να μαγειρέψω, τυραννία είναι, να κατέβω να βάλω νερό στη θάλασσα, μέχρι να μαζέψω εδώ περνάει η μέρα. Κι ύστερα πληρώνω και δεν παίρνω. Ούτε τα φαγιά τους δεν βγάζω. Πουλάω το κρέας τους συνήθως μόνο το Πάσχα. Αλλά σιγά το κρέας και τα λεφτά που δίνουνε. Ούτε 2 ευρώ δεν μας δίνουν το κιλό. Πώς να ζήσω με μια σύνταξη μόνο. Και τώρα το καλοκαίρι που δεν τα ταΐζω, οικονομάω τα λεφτά για να έχω να τα ταΐζω τον χειμώνα. Πιο καλά έχω να φάνε αυτά παρά εγώ».
Αυτή η γυναίκα είναι γερό σκαρί
Με ρεύμα από φωτοβολταϊκά, χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχετευτικό σύστημα, με δορυφορικό τηλέφωνο και με μία φορά την εβδομάδα, καιρού επιτρέποντος, σύνδεση με τον έξω κόσμο, μέσω του επιδοτούμενου δρομολογίου με το καΐκι του Αντώνη και του Κωνσταντή Χάλαρη που της μεταφέρουν τρόφιμα και είδη ανάγκης, έτσι κάπως τα φέρνει βόλτα η κυρα-Ρηνιώ. Αυτά τα ολίγα είναι τα δεδομένα της.
Είναι φτιαγμένη από γερό υλικό, είναι σκληρό καρύδι, δεν κουράζεται εύκολα. Σκαρφαλώνει σχεδόν τρέχοντας στις δύσβατες πλαγιές του ξερόβραχου. Με τα αθλητικά παπούτσια της οργώνει την πέτρα που καλύπτει την Κίναρο ίσαμε εκεί που φτάνει το μάτι. Λαχανιάζουμε ξοπίσω της, στις απότομες ανηφόρες χρησιμοποιώ χέρια και πόδια για να γαντζωθώ, μη γλιστρήσω. Εκείνη ανεβαίνει πιλαλώντας σχεδόν μέρα παρά μέρα κι ανάβει το καντήλι για τους αεροπόρους στη μικρή βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που την έχτισε ο προπάππους της ο Μιχάλης Δαβής το 1878. Μες στον μικρό αυλόγυρο έχει στηθεί μνημείο προς τιμήν των τριών αξιωματικών που επέβαιναν στο μοιραίο ελικόπτερο Agusta Bell 212 και σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής στρατιωτικής άσκησης το 2016 – τις φωτογραφίες τους τις έχει κορνιζαρισμένες στο σπίτι της, αντικριστά με εκείνες των παιδιών της. Εκκλησιά και μνημείο είναι χτισμένα δίπλα στα χαλάσματα του παλιού οικισμού, μερικές εκατοντάδες μέτρα, ψηλά πάνω από το λιμάνι.
«Δεν τα πολυτρώω τα γλυκά, αλλά το γαλακτομπούρεκο είναι το αγαπημένο μου και το έκανε η μητέρα μου όταν ήμασταν παιδιά, στο νησί»
«Τίποτα δεν φυτρώνει πια εδώ», μου λέει. Σίγουρα τίποτα δεν φυτρώνει από μόνο του στο σεληνιακό τοπίο, εξόν από μια χαρουπιά, τα φραγκόσυκα και τις αγριοσυκιές, κάτι φρύγανα και μερικές αμπελιές με μοσχάτα, φράουλες, βουδόματα και σταφίδες. Θέλει χέρια, νερό και κόπο για να πιάσουν εδώ οι καλλιέργειες, «ο ήλιος τα καίει όλα», μου εξηγεί, «κι εφέτος που δεν ήβρεξε, δεν είναι με τα καλά τους. Θα έχουμε πολλές απώλειες από τις ζέστες». Έτσι λοιπόν είναι αναγκασμένη ό,τι χρειαστεί να το παραγγέλνει από την Κάλυμνο και την Αμοργό. Αν βαρεθεί, σπανίως δηλαδή, πετάει μια πετονιά, πιάνει κάνα γύλο, κάνα σκάρο, κάνει κακαβιά, μαζεύει το ξερό αλάτι από τις γούρνες και τη νοστιμίζει. Φαίνεται πως δεν θέλει και πολλά για να νοστιμίσει η ζωή. Κι αυτά τα λίγα θα τα βρούμε δίπλα μας.
«Ή ζωή είναι μικρή και θα μας φύγει, ο άνθροπος γραμάτιο που λύγει». Πικρά λόγια γραμμένα πάνω από μια γλυκιά συνταγή.
Ένα γεύμα που θα θυμόμαστε για πάντα
Η Σίβα γάβγιζε χαρούμενα κι αντιλαλούσε το νησί. Ανασκουμπωθήκαμε κι αρχίσαμε τις προετοιμασίες, με τα ρεβέρ σηκωμένα, καθισμένες στην ακρογιαλιά. Μαγειρέψαμε χωρίς πολλά λάδια, γιατί δεν της αρέσουν, και με βρόχινο νερό στις δύο κουζίνες της κυρα-Ρηνιώς. Στη χειμωνιάτικη, μέσα στο δωματιάκι, σιγόβραζαν τα γεμιστά κολοκύθια και το πατατάτο με πατάτες ναξιώτικες, κι έξω στην καλοκαιρινή κουζίνα, που την τρώει η αρμύρα, μπουμπουνίσαμε τα γκάζια, βάλαμε τηγάνια και κατσαρόλες και βράσαμε και τους αστακούς. Στην κάμαρη ψήνονταν αργά το γαλακτομπούρεκο σε ένα σκουριασμένο φουρνάκι, μικρό σαν μικροκυμάτων. Για λάντζα είχαμε τη θάλασσα. Το τραπέζι στρώθηκε με πλαστικό, χρωματιστό τραπεζομάντιλο και οι καρέκλες ισορροπούσαν στον τσιμέντινο ντόκο λίγο πάνω από το νερό. Συνδαιτυμόνες μας ήταν δύο ψαράδες: ο Σάκης ο Καλύμνιος κι ο Μιχαλάκης ο Αμοργιανός. Είχε κουφόβραση και φυσούσε νοτιάς, που γέμιζε ρυτίδες τη θάλασσα κι έκανε τους κάβους να τρίζουν πάνω στις μπίντες. «Λάβρα έχει», παραπονέθηκε η κυρα-Ρηνιώ. «Αν πάει πιο απόγευμα στον μαΐστρο, τότε καραντιάζει, αν όμως παραμείνει τραμουντάνα, τότε θα πέσει λίγο, αλλά θα τον κρατήσει φρέσκο». Ο Άγγελος πεινούσε και η Χριστίνα ζεσταινόταν κι έστριβε τσιγάρο.