ΠΡΟΣΩΠΟ

Mε τον Χρήστο Χωμενίδη στα Κανάρια για γαρίδες-σούπερ σταρ

Το «σοφό παιδί» αφήνει για λίγο την αγαπημένη του Κυψέλη και κατηφορίζει στις Τζιτζιφιές, την πιο βροχερή μέρα της χρονιάς. Μοιραζόμαστε ένα πιάτο γαρίδες στα Κανάρια και συζητάμε για το φαγητό, τις εξόδους και τις ηδονές της ζωής του.

13.03.2023
Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα
Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια

Το ραντεβού μας είχε ακυρωθεί ήδη μία φορά και φοβόμουν ότι κινδύνευε να ακυρωθεί και δεύτερη. Ήταν η πιο βροχερή μέρα του χειμώνα, μάς απειλούσαν οι μετεωρολόγοι με πλημμύρες και καταποντισμούς. Πού να τον κατέβαζα τον άνθρωπο από Κυψέλη Μοσχάτο; Πήρα ένα αγχωμένο τηλέφωνο, αλλά ο Χρήστος Χωμενίδης ήταν ψύχραιμος.

— Θα τα καταφέρετε σήμερα;

— Ναι, φυσικά. Κοίτα, το θεωρώ και λίγο υπερβολικό όλο αυτό που γίνεται…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΚυριακή στην ταβέρνα: 9 αυλές με αύρα παλιάς ΑθήναςΚυριακή στην ταβέρνα: 9 αυλές με αύρα παλιάς Αθήνας

Μετά από λίγες ώρες, έχουμε ραντεβού στα Κανάρια, το παλιό ταβερνάκι στις Τζιτζιφιές. Φτάνω νωρίς. Το μαγαζί είναι άδειο – λόγω του πανικού που σκόρπισαν οι ειδήσεις, είχαν πολλές ακυρώσεις. Η αυλή μπροστά στο μαγαζί, που την άνοιξη και το φθινόπωρο είναι γεμάτη κόσμο, τώρα είναι σκοτεινή και άδεια, αλλά και πάλι μοιάζει περιέργως φιλόξενη. Έχει μια αύρα σπιτική, σαν να επιστρέφεις στο εξοχικό της γιαγιάς σου. Δεν λείπουν ούτε οι βαμμένες γλάστρες από παλιούς τενεκέδες φέτας. Στο κέντρο, μια δροσοΐσκιωτη συκιά. Προσπερνώ γρήγορα και μπαίνω μέσα. Όλα το ίδιο φροντισμένα και νοικοκυρεμένα, στοιχισμένα στη θέση που τους αναλογεί. Το παλιό χειροποίητο ψυγείο ελληνικής κατασκευής του ’64, η ζυγαριά του ’59 όπου μέχρι και σήμερα ζυγίζουν τα ψάρια, η παλιά σόμπα πετρελαίου, αναμμένη στο φουλ. Η ξύλινη εξωτερική πόρτα που βρήκε το ’38 ο παππούς της οικογένειας σε μια γκρεμισμένη μονοκατοικία στον Πειραιά. Όλα διατηρημένα σαν σε μουσείο, αν εξαιρέσεις ότι είναι σε χρήση, απόλυτα λειτουργικά. Ακόμα και τα κρασοβάρελα, που τα περισσότερα είναι 50-60 ετών, δεν είναι διακοσμητικά. Κάθε Σεπτέμβρη που έρχεται ο βαρελάς ξεκρεμιούνται, πλένονται, στυφάρονται και συντηρούνται για να γεμίσουν ξανά μούστο από τα Μεσόγεια (Σαββατιανό) και τη Νεμέα (Ροδίτη και Αγιωργίτικο). Λευκό και ροζέ είναι το κρασί που φτιάχνουν, σε συνεργασία με έναν οινοποιό.

Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια

Όταν βάζουν τον μούστο, για καμιά εβδομάδα περίπου, ετοιμάζουν και μουσταλευριά και κερνούν στο μαγαζί. Μαθαίνω ότι τη συκιά στην αυλή τη φύτεψε ο κ. Σπύρος Αργυρόπουλος, όταν ήταν πέντε χρονών. Εδώ ήταν το πατρικό του, σπίτι και καφενείο μαζί. Η περιοχή τότε είχε μόνο χωράφια και δύο βιοτεχνίες, και οι εργάτες έρχονταν να πιουν καφέ και να τσιμπήσουν κανέναν μεζέ που έφτιαχνε η μάνα του. Ο πατέρας του δούλευε σερβιτόρος στα δύο μεγάλα καφενεία της Ομόνοιας και όταν άνοιξαν το δικό τους, κάποιοι πελάτες-φίλοι τον «ακολούθησαν». Είχε και δύο φίλους ψαράδες, ο ένας έριχνε παραγάδι στον Ιλισό – στην ακτή, δύο βήματα από την ταβέρνα, είναι οι εκβολές του. Τα ψάρια που έπιαναν τα έφερναν στο μαγαζί και τα έριχναν κάτω, για να ψωνίσουν οι πελάτες για το σπίτι.  Κάποιοι ζητούσαν και τους τα τηγάνιζαν επιτόπου. Από το ’62 πια, τα Κανάρια έπαψαν τους καφέδες και τα άλλα μαγειρέματα και το γύρισαν σε αυτό που κάνουν μέχρι σήμερα: αποκλειστικά γαρίδες και φρέσκο ψάρι –κανένα φαγκρί, συναγρίδες, μπαρμπούνια, σαργούς–, σαλάτα, ελιές και φέτα. Πατάτες δεν μπαίνουν στο μαγαζί. Έχουν όμως μεγάλη ειδίκευση στη γαρίδα. Ειδίκευση είναι λίγο. Έχουν μάστερ. Ιδίως στις τηγανητές, αλλά, για όποιον θέλει να τις δοκιμάσει κι αλλιώς, τις κάνουν επίσης βραστές και ψητές. Προμηθεύονται γαρίδες και γάμπαρες Πλαταμώνα, που θεωρούν τις νοστιμότερες της Ελλάδας, κι όταν είναι η εποχή αναπαραγωγής τους, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τα Κανάρια κλείνουν. Ναι, και όμως. Η ποιότητα και η προέλευση της γαρίδας τους είναι αδιαπραγμάτευτη. Μεγάλες και γλυκοφάγωτες, αλευρώνονται και τηγανίζονται σε ένα «μυστικό» μείγμα από έλαια – ελαιόλαδο και κάποια άλλα λάδια, που δεν θέλησαν να μας αποκαλύψουν. Τα ψάρια τους τα παίρνουν από Κουφονήσια και Κυκλάδες.

Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια
Στο ισόγειο μιας μονοκατοικίας στο Μοσχάτο, χωμένα σε μια γειτονιά, που άλλοτε υπήρχαν χωράφια, είναι τα Κανάρια

Οι γαρίδες-σούπερ σταρ

Ακριβώς στην ώρα του φτάνει και ο Χρήστος Χωμενίδης, με ταξί. Ξέρω ότι δεν οδηγεί και ότι περπατάει πολύ. Όπου μπορεί να πάει με τα πόδια, πηγαίνει με τα πόδια. «Θα ήταν λάθος αν οδηγούσα», μου λέει. «Πρώτον γιατί μένω στην Κυψέλη, όπου δεν μπορείς να παρκάρεις. Δεύτερον βαριέμαι πολύ να αναλάβω άλλη μια υποχρέωση, να πληρώνω ασφάλειες κ.λπ., και τρίτον επειδή εγώ, όταν βγαίνω, πίνω. Άρα εκείνη τη μέρα θα πρέπει να πάρω ταξί, άρα μία η άλλη. Μου έκανε όμως τρομερά καλό, γιατί οι ταξιτζήδες ήταν φλέβα χρυσού, πριν βγουν τα smartphones. Γιατί πλέον με το που μπαίνεις στο ταξί κοιτάς συνέχεια το κινητό σου. Ενώ παλιά μιλούσες, ειδικά όταν καθόσουν μπροστά, που κι αυτό μας το κόψανε. Καταλάβαινες, μάθαινες τι γίνεται. Ένας στους είκοσι ταξιτζήδες μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρων». Καθόμαστε και ο Γιώργος με τον Δημήτρη, τα δύο αδέρφια Αργυρόπουλοι, φροντίζουν διακριτικά τα πάντα για το φαγητό μας. Πατάω εγγραφή στο κινητό και ξεκινάμε. Αργότερα, όταν κάνω πια την απομαγνητοφώνηση, μας ακούω να μιλάμε με γεμάτο το στόμα. Καμία συστολή δεν υπήρξε μεταξύ αγνώστων. Ο Χρήστος Χωμενίδης –πέρα από τα άλλα του ταλέντα, προεξαρχόντως της γραφής–, έχει και ένα ακόμα, να προκαλεί στον συνομιλητή του οικειότητα. «Οι παπάρες επιτρέπονται;» τον ρωτάω με το που φτάνει η σαλάτα. «Επιβάλλονται», μου απαντάει. Παρότι εκτός εποχής, πήραμε χωριάτικη, γιατί είχα ακούσει ότι την περιποιούνται ιδιαίτερα. Και πράγματι, βάζουν λίγη τριμμένη ντομάτα από πάνω, που την «εμψυχώνει».

Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια
Tα παλιά βαρέλια του κρασιού συντηρούνται και κάθε Σεπτέμβριο βάζουν μούστο από τα Μεσόγεια και τη Νεμέα

Φτάνουν και οι γαρίδες. Δοκιμάζει. «Πολύ ωραίες είναι όντως», πιστοποιεί. «Το κεφάλι είναι σαν τσιπς. Εγώ το έφαγα, είδες πώς;». Τρώει σχεδόν τα πάντα, κεφάλια και πόδια. «Ό,τι τρώγεται, το τρώω», λέει και συμπληρώνει με μια ιστορική πληροφορία: «Στην Αγγλία, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, τις γαρίδες δεν τις τρώγανε, θεωρούσαν ότι είναι κατσαρίδες της θάλασσας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΠαντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.Ένα μεσημέρι με τον Παντελή Βούλγαρη στο Αθηναϊκόν

Ταβέρνα ή εστιατόριο; Τον ρωτάω τι τον γοητεύει στις ταβέρνες. Μάλλον προεξόφλησα την απάντηση. Με διαψεύδει. «Τίποτα», απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά σπεύδει να διευκρινίσει: «Έχω πρόβλημα με το κρασί στις ταβέρνες και απεχθάνομαι την μπίρα. Έχω κάτι φίλους με τους οποίους πηγαίνουμε σε μια ταβέρνα στη Δάφνη, τα Φιλετάκια, που κάνει πάρα πολύ ωραία μπιφτεκάκια και φιλετάκια. Τα κρασιά που πάμε είναι δικά μας. Επειδή ο ταβερνιάρης είναι φίλος του φίλου μας. Πάντως, έχει ένα plus η ταβέρνα σε σχέση με το αθηναϊκό εστιατόριο– δεν είναι μικροαστική, δεν σου παριστάνει ότι είναι κάτι που δεν είναι. Ενώ στα εστιατόρια, ας πούμε με εκνευρίζουν τρομερά οι κατάλογοι που είναι σαν κακή λογοτεχνία. “Ο μουσακάς αλλιώς…”. Ή που κάνουν λογοπαίγνια όλη την ώρα. Που θέλουν να μας γράψουν ένα πεζοτράγουδο για το φαγητό. Πες μας τι είναι, χριστιανέ, δεν χρειάζεται τώρα να μας αποδείξεις την ευφυΐα σου ή το χιούμορ σου στον κατάλογο. Ενώ οι ταβέρνες είναι λάβετε φάγετε.» Όταν ήμουν μικρός, προ εκατοντάδων ετών, πηγαίναμε σε ταβέρνες, αλλά όχι όπως αυτή. Ήταν οι λεγόμενες οικογενειακές ή κοσμικές ταβέρνες στην Κηφισιά, στο Χαλάνδρι. Κυριακές. Παντού οικογένειες με μωρά, κι ερχόταν με την “παραμάνα” ο σερβιτόρος –αυτόν τον τεράστιο δίσκο με τα ορεκτικά– και διάλεγες και σου τα άφηνε στο τραπέζι».

Το παλιό ψυγείο, η ζυγαριά, η σόμπα πετρελαίου, το μωσαϊκό είναι στοιχεία που φανερώνουν την παλαιότητα της ταβέρνας

O Χρήστος Χωμενίδης με τη δημοσιογράφο του «Γ» Χριστίνα Τζιάλλα

Αργότερα πήγαινα και στην Πάρνηθα, στον Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας ήταν πολύ καλός. Πολύ ωραία ταβέρνα. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα, έχω να πάω χρόνια. Έκανε πατάτες βουτυράτες, θερμιδικές βόμβες ήταν. Εκεί πήγαινε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και έμπαινε μέσα και τον χειροκροτούσαν οι άλλοι. Αλλά αυτές ήταν ταβέρνες άλλου τύπου. Υπήρχε και στη Φωκίωνος Νέγρη μία που την έλεγαν Θράκα». Θυμάμαι κιόλας όταν ήμουν 15-16 άρχισα να βγαίνω με παρέες, πράγμα που μου φαίνεται απίστευτο τώρα. Πρώτη λυκείου εγώ πήγαινα το ’82. Μας άφηναν οι μαμάδες μας και βγαίναμε Παρασκευή, πηγαίναμε σινεμά–τότε έμενα ακόμα στη Δροσοπούλου στην Κυψέλη–, δύο τρία αγόρια και τρία κορίτσια, και μετά το σινεμά πηγαίναμε σε μια ταβέρνα-μεζεδοπωλείο στα Εξάρχεια, το οποίο υπάρχει ακόμα, το Άμα Λάχει στην Καλλιδρομίου. Είχε διάφορα μεζεκλίκια, αλλά το περίεργο ξέρεις ποιο είναι; Πηγαίναμε και πίναμε πάρα πολύ.

Ερώτηση πρώτη: Γιατί δεν ανησυχούσαν οι μαμάδες μας; Μάλλον ήταν πιο ήσυχη η Αθήνα; Πιο cool οι μαμάδες μας; Σ’ το λέω επειδή βλέπω τη Νίκη (σ.σ. η κόρη του) που είναι 12,5 χρονών. Σε δυόμισι χρόνια θα την αφήνω να βγαίνει μόνη της και να γυρνάει στις δύο; Μάλλον ναι. Γιατί θα έχει γίνει ολόκληρη γυναίκα.

Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια

Ερώτηση δεύτερη: Σε μια ταβέρνα, αν πάνε σήμερα 4-5 δεκαεξάχρονα, θα τους σερβίρουν κρασί; Τέλος πάντων, θυμάμαι όταν πληρώναμε, βγάζαμε τα λεφτά –τότε ήταν δραχμές φυσικά– εικοσάρικο εικοσάρικο, κατοστάρικο κατοστάρικο. Και είχαμε πάντα υπόψη μας ότι, άμα δεν φτάσουν, θα αφήσουμε ταυτότητα. Για να περάσουμε την επομένη με τα λεφτά να πληρώσουμε». «Αυτό τώρα ήταν μια τελετή μύησης; Πληρώνατε τα αγόρια;» τον ρωτάω. «Δεν είχαμε λεφτά για να κερνάμε. Χαρτζιλίκι μάς δίνανε. Άλλο όμως αν ήταν ραντεβού. Εκεί, δεν το συζητάμε. Νομίζω δεν έχω αφήσει ποτέ κορίτσι από 20 μέχρι 90 χρονών να πληρώσει. Ενενήντα χρονών έχω υπόψη μου την Άλκη Ζέη, με την οποία είχαμε βγει ένα βράδυ στον Μαγεμένο Αυλό στο Παγκράτι. Χαρισματικότατη. Σου έδινε την αίσθηση ότι βγαίνεις με μια γκόμενα. Ήταν τρισχαριτωμένη, spicy, σχεδόν kinky. Έπινε, κάπνιζε, πήραμε δυόμισι μπουκάλια κρασί οι δυο μας. Λοιπόν, δεν έχω αφήσει ποτέ κοπέλα να βάλει το χέρι στην τσέπη. Ίσως είμαι από τους τελευταίους».

Το φαγητό και οι ηδονές

«Μια εποχή, όλα μου τα λεφτά τα έτρωγα στο φαγητό έξω. Έβγαζα πολύ καλά λεφτά για την ηλικία μου και παρ’ όλα αυτά έμενα σε μια γκαρσονιέρα ισόγεια, εσωτερική στην πλατεία Κολιάτσου, που αν την έβλεπες, θα έλεγες τι φτωχούλης είναι αυτός. Τότε, αρχές 2000, στο μιλένιουμ, πληρώνανε μετρητοίς ακόμα. Τότε δούλευα στον ΑΝΤ1, κάθε μέρα έκανα εκπομπή. Και μου δίνανε θυμάμαι μια επιταγή που εξαργύρωνα στην τράπεζα δίπλα στον σταθμό. Τα λεφτά τα έπαιρνα σε πεντοχίλιαρα και τα έβαζα στο συρτάρι του γραφείου μου, στο σπίτι. Γενικώς ποτέ δεν είχα γραφείο πουθενά». «Αυτό που έπαθαν όλοι στην καραντίνα», σχολιάζω. «Μ’ αρέσει εμένα», λέει. «Δεν έχω καν γραφείο στο σπίτι. Γράφω στο τραπέζι που τρώμε. Όταν ήταν η κόρη μου μικρή κι εγώ κάπνιζα ακόμα, πριν το γυρίσω στο ηλεκτρονικό, για να μην καπνίζω μέσα στο σπίτι που ήταν το παιδί, πήγαινα σε καφενεία και έγραφα. Καφετέριες δηλαδή. Ειρήσθω εν παρόδω, εγώ όλες τις καφετέριες τις λέω καφενεία και όλα τα εστιατόρια ταβέρνες. Αρκεί όμως να είχε wi-fi γιατί ήθελα να ακούω και μουσική, έβαζα ακουστικά. Μπορώ να συγκεντρωθώ και να γράψω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Υπάρχουν δύο βιβλία τα οποία τα έχω γράψει με επαναλαμβανόμενο soundtrack. Το Σοφό Παιδί το είχα γράψει με το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Ήμουν 23-24. Και τη Νίκη την έχω γράψει με μουσική υπόκρουση τον Νονό.

Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤα στέκια των ομάδων: Κεφτέδες στο Τριφύλλι, στον Ζάχο για ψαράκιαΤα στέκια των ομάδων: Κεφτέδες στο Τριφύλλι, στον Ζάχο για ψαράκια»Είδα μια συνέντευξη του Κόπολα στο YouTube που μιλούσε για τον Νονό και λέει, όταν ξεκίνησε να το διαβάζει, και δεν ήξερε τίποτα από Μαφία προφανώς, το μόνο συνδετικό σημείο που έβρισκε μεταξύ του εαυτού του και του θέματος της ταινίας ήταν ότι ήταν Ιταλός. Το μόνο από το οποίο μπορούσε να πιαστεί και να φτιάξει μια ταινία ήταν το φαγητό. Δηλαδή, ήξερε πώς τρώνε οι Ιταλοί, τι τρώνε, ότι μαζεύονται στην κουζίνα και κάνουν σοβαρές συζητήσεις. Κι αυτό αποδίδεται στην ταινία. Δηλαδή η μαφία είναι προσχηματική. Όλη η ιστορία είναι η οικογένεια». Μας διακόπτει ο Δημήτρης που φέρνει το ψάρι στο τραπέζι, ένα ψωμωμένο φαγκρί από την Αστυπάλαια ψημένο τόσο όσο, μοσχοβολάει θάλασσα. Τρώμε και η συζήτηση πηγαίνει στον παππού του, Βασίλη Νεφελούδη, βουλευτή και γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ προπολεμικά. «Ο παππούς μου είχε γεννηθεί στα Μουδανιά το 1906 και ο πατέρας του είχε την ιχθυόσκαλα εκεί πέρα. Τα παιδιά ξεκίναγαν στις πέντε το πρωί, πηγαίνανε κάνανε μπάνιο ή ψάρεμα μέχρι τις εννέα και μετά πηγαίνανε σχολείο. Αυτό ήταν το πρόγραμμα. Και μου έλεγε ότι τότε στην Προποντίδα είχε τόσο ψάρι, που έπιανες με τα χέρια σου. Έβγαζε τόσα ψάρια, που τα μοίραζε. Δεν ήξερε τι να τα κάνει. Φαντάζομαι ότι οι ελληνικές θάλασσες και το Αιγαίο γενικά και ο Εύξεινος Πόντος αφανίστηκαν από ψάρια τα τελευταία 30-40 χρόνια.

Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια

Έχω διαβάσει τα βιβλία του Ρίτσαρντ Ατένμπορο και έχω τρομοκρατηθεί. Έχει γράψει ένα συναρπαστικό βιβλίο, που λέει ότι ο πλανήτης είναι στα όρια. Με βάση τις σημερινές προβλέψεις, αν δεν επιδεινωθούν ραγδαία τα πράγματα, το χοντρό πρόβλημα, εννοώ της επιβίωσης, θα το έχουν τα παιδιά των παιδιών μας. Είναι πολύ κοντά». «Εσύ φοβάσαι τον θάνατο;» τον ρωτάω; «Κοίτα, εγώ είμαι 56 ετών, έχω περάσει τέλεια. Ό,τι ήθελα στη ζωή μου, δεδομένων των δυνατοτήτων μου, το έκανα. Βρήκα πολύ μικρός τι μου αρέσει, ποιος είναι ο σκοπός μου, πήγα όσο μακρύτερα με πήγε το ταλέντο μου, απήλαυσα τον έρωτα όσο μπορούσα, απήλαυσα το φαγητό, απήλαυσα το ποτό. Βεβαίως θέλω να ζήσω μέχρι 120 ετών, κι αυτό έχω σκοπό, αλλά δεν έχω απωθημένα.

Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣτην υπόγεια την ταβέρνα: 6 underground κουτούκια της ΑθήναςΣτην υπόγεια την ταβέρνα: 6 underground κουτούκια της Αθήνας »Το γράφω στον Φοίνικα για τον ήρωά μου, αλλά κατ’επέκταση ισχύει και για εμένα. Είμαι το ηλιοτρόπιο της χαράς. Αυτό θα γράψω στον τάφο μου. Θεωρώ ότι πρέπει να κάνεις τα πάντα για να είσαι χαρούμενος, διότι ένας χαρούμενος άνθρωπος κάνει και τους γύρω του χαρούμενους. Ένας σκυφτός, κομπλεξικός άνθρωπος σπέρνει γύρω του αυτή την καντίφλα. Από τη δική μας την ευτυχία εξαρτάται και των άλλων. Αυτοί που λένε αυτά τα βαρύγδουπα, ότι πρέπει να είναι οι άλλοι χαρούμενοι για να είναι κι εκείνοι, είναι εγωιστές. Για να κάνεις τους άλλους χαρούμενους, πρέπει να έχεις δική σου χαρά μέσα σου, πρέπει να μη χάσεις ποτέ τη δυνατότητα να απολαμβάνεις – από αυτές τις ελιές μέχρι το οτιδήποτε. Μη γίνεις ένας άνθρωπος ανηδονικός. Αν με ρωτούσες ποια είναι η μεγαλύτερη κατάρα που μπορείς να δώσεις σε κάποιον, είναι να παύσει να απολαμβάνει».

Τα Κανάρια, Κανάρη 119, Μοσχάτο, Τ/210-94.22.119. Ωράριο: Καθημερινές 19.00-24.00, Κυριακές 12.00-17.00. Ιούλιο- Αύγουστο κλειστά. Κόστος: 30-45 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 203.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών