ΠΡΟΣΩΠΟ

Ένα μεσημέρι με τον Παντελή Βούλγαρη στο Αθηναϊκόν

Με τον Παντελή Βούλγαρη, στο Αθηναϊκόν, μιλάμε για την Αθήνα του ’60 και του ’70, για τα στέκια των καλλιτεχνών και την ταξιδιάρικη ζωή του σκηνοθέτη, για τη μακαρονάδα του Χατζιδάκι και ένα ανέλπιστο φαγοπότι στον Γράμμο.

23.02.2023| Updated: 11.03.2023
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου
Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣτην υπόγεια την ταβέρνα: 6 underground κουτούκια της ΑθήναςΣτην υπόγεια την ταβέρνα: 6 underground κουτούκια της Αθήνας Πριν αρχίσω να κάνω ταινίες, έβγαινα βόλτες στις γειτονιές και έψαχνα να δω τι είναι αυτός ο τόπος. Μου άρεσε να παρατηρώ τον κόσμο στα λεωφορεία, στα τρένα, στα τρόλεϊ. Έπαιρνα ένα λεωφορείο από τη Μενάνδρου που πήγαινε κάτω στη θάλασσα, πέρναγα στη Σαλαμίνα απέναντι, που είχε ταβερνάκια. Πήγαινα πρωί πρωί, μου έφτιαχναν μια ομελέτα και καθόμουν και έγραφα ιδέες, τα σεναριάκια μου. Το ’60 τόσο. Τότε υπήρχαν οι παραγκουπόλεις, η Δραπετσώνα. Την ήξερα απέξω και ανακατωτά, χωρίς να έχω υπόψη μου να κάνω ταινίες. Ήταν μια επαφή με αυτό το πράγμα που λέγεται κόσμος, συνθήκες, πρόσωπα, κουβέντες, ήχοι. Αφού εδώ είναι το σπίτι μου, αυτό προσπαθούσα να καταλάβω. Η περισσότερη ζωή μου ήταν πάνω σε αυτή την ανάγκη, που ίσως δεν είναι ανάγκη, μπορεί να είναι χάρισμα, κάτι πολύ εσωτερικό. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσα να μείνω κάπου έξω. Ούτε ανάγκη το είχα, ούτε το ζήτησα, ούτε το έψαξα ποτέ. Μου άρεσε εδώ».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Έχει περασμένο το μπράτσο του στην πλάτη της καρέκλας, είναι ζεστά ντυμένος, πουλόβερ, παντελόνι και μπερές σε σκούρο μπλε, ναυτικό. Κάθεται στο τραπέζι υπό γωνία, η σωστή στάση του σώματος σε ουζερί, για τσιμπολόγημα και κουβέντα. Μιλάει σιγαλόφωνα. Ο Παντελής Βούλγαρης, ο σημαντικότερος εν ζωή Έλληνας σκηνοθέτης, ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών. Θα έλεγα ο πιο λαϊκός από τους auteurs, πολυγραφότατος, με ένα τρυφερό σινεμά, λιτό και ανθρώπινο, που εισδύει στην ανθρώπινη κατάσταση με κατανόηση και ενσυναίσθηση, ένας τολμηρός στοχαστής, που παρατηρεί με μάτια λαίμαργα την κοινωνία, την Ελλάδα, την ιστορική κίνηση, τον άνθρωπο. «Όταν κάναμε τις Νύφες, βάλαμε μια αγγελία στις εφημερίδες και ζητούσαμε νέους ηθοποιούς από ηλικία τόσο έως τόσο. Στην οντισιόν βλέπω σε μια καρέκλα μια γυναίκα γύρω στα 60. Λέω: “Εσείς;”. Μου λέει: “Διάβασα την αγγελία, θέλω να με δείτε, θέλω να ζήσω μια μέρα τέτοια στη ζωή μου”. Και λέω ελάτε, περάστε μέσα. Μου λέει: “Κύριε Βούλγαρη, εγώ είμαι συνταξιούχος, δούλευα στην τράπεζα και θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι: Έχασα τον γιο μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ξέρετε τι κάνω τα βράδια; Έχω βρει ένα μπουζουξίδικο στη γειτονιά μου και πηγαίνω, κάθομαι στο τελευταίο τραπέζι, ακούω ένα-δυο τραγούδια κι έπειτα φεύγω”. Και βρίσκομαι μπροστά σε μια ιστορία που είναι καλύτερη από τις Νύφες. Δεν έπαιξε στην ταινία».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν. Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Δώσαμε ραντεβού Σάββατο μεσημέρι σε ένα παλιό, ιστορικό ουζερί της Αθήνας, το Αθηναϊκόν. Με όχημα το φαγητό και με αφορμές μια φρυγανιέρα, τη λευκή μακαρονάδα από το Προξενιό της Άννας κι ένα φορτηγό φαγητά πάνω στον Γράμμο, σαν να διανύσαμε κάπως το διάνυσμα της ζωής του, από μικρό ανίδεο παιδί στα Πατήσια μέχρι τώρα, που και πάλι ανίδεος λέει ότι είναι: «Πώς ξεκίνησα το σινεμά; Χωρίς να έχω τίποτα υπόψη μου και χωρίς να ξέρω και τι ακριβώς συμβαίνει. Για να μην πω ότι ούτε και τώρα ξέρω. Πώς βγαίνει μια ταινία ο Θεός ξέρει». Βίωμα μοιραζόμενο: ένα πιατάκι με καραβιδοκεφτέδες με μαγιονέζα στο πλάι, γαρίδα τηγανητή, σαλάχι αχνιστό, λακέρδα με ξερό κρεμμύδι, καλαμάρι γεμιστό με τυρί, μία τηγανιά μπαρμπούνια. Στα ποτήρια τσίπουρο Kanenas του Τσάνταλη. Το Αθηναϊκόν το διάλεξε γιατί ήταν στέκι του για πολλά χρόνια. Ενόσω μιλάμε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, συχνά πυκνά τα μάτια του γλιστράνε έξω από το παράθυρο. Παρακολουθούν την κίνηση. Τα βλέπω να υποψιάζονται ιστορίες, το ψυχανέμισμα ενός κρυφού δράματος. Τι να είδε στη ζωή εκεί έξω που προσπερνάμε με ευκολία αυτός ο σπάνιος άνθρωπος…

Ενόσω μιλάμε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, συχνά πυκνά τα μάτια του Παντελή Βούλγαρη γλιστράνε έξω από το παράθυρο. Παρακολουθούν την κίνηση. Τα βλέπω να υποψιάζονται ιστορίες, στο ψυχανέμισμα ενός κρυφού δράματος.
Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν. Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Τα στέκια

«Το βασικό στα Εξάρχεια ήταν αυτό εδώ πέρα [σ.σ.: το Αθηναϊκόν]. Εδώ λέγανε ότι είναι το μαγαζί των δικηγόρων, ήταν τα δικαστήρια της Σανταρόζα εδώ πέρα [σ.σ.: στην οδό Σανταρόζα ήταν και η πρώτη διεύθυνση του Αθηναϊκού]. Το συνδύασα εγώ αυτό, γιατί παρακολουθούσα δίκες, παρατηρούσα τους ανθρώπους, έβγαινα βόλτες στις γειτονιές». Ηταν και ένα ουζάδικο-καφέ μέσα στη στοά του Ορφέα όπου πήγαινε για καφέ ο Κουν, πέρναγες και τον έβλεπες. Στο Κολωνάκι το Μπραζίλιαν, όπου πήγαιναν ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος, αλλά ήταν μακριά και δεν είχαμε εμείς συχνά αφορμές να πηγαίνουμε. Στην Αχαρνών υπήρχε ένα εστιατόριο απέναντι από την Αλκυονίδα, όπου σύχναζαν ο Αγγελόπουλος, ο Σταματίου ο δημοσιογράφος, εμείς από το γραφείο. Εκεί είχα γνωρίσει τον Μένη Κουμανταρέα».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Τα Πατήσια και η ταβέρνα των ψαλτάδων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ14 μεζεδοπωλεία σε όλη την Αθήνα που θέλεις να μάθεις τώρα!14 μεζεδοπωλεία σε όλη την Αθήνα που θέλεις να μάθεις τώρα!«Μεγάλωσα στα Πατήσια. Πολύ έντονη φτώχεια. Στην αρχή δεν είχαμε ψυγείο. Είχαμε το φανάρι. Απλά φαγητά έφτιαχνε η μάνα μου. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος κι ένας από τους καλύτερους ψάλτες της Αθήνας. Έζησα πολύ κοντά στους ψαλτάδες λόγω του πατέρα μου. Σε κάθε Εσπερινό που γιορτάζει η Εκκλησία την παραμονή το απόγευμα, συγκεντρώνονταν οι κορυφαίοι, μια παρέα ψαλτάδων, όπως λέμε μια παρέα σκηνοθετών, και ψάλλανε όλοι μαζί και μετά η Εκκλησία πλήρωνε ένα ποσό σε μια ταβέρνα και μαζεύονταν οι ψαλτάδες, τρώγανε και τραγουδάγανε. Η ταβέρνα του Σαμπάνη ήταν το στέκι τους.» Δεν βγαίναμε έξω για φαγητό. Αυτό που συνηθιζόταν τότε, λόγω οικονομικής ανέχειας, ήταν ότι παίρναμε το φαγητό μας από το σπίτι και πηγαίναμε στο καφενείο ή στην ταβέρνα και παραγγέλναμε κάτι επιπλέον, μια σαλάτα, ένα τζατζίκι και το κρασί. Αυτό ήταν η διασκέδαση».

Η φρυγανιέρα ως έναυσμα

«Δεν είχα κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, στο σχολείο δεν ήμουν καλός μαθητής, έμεινα δύο φορές στην ίδια τάξη. Δεν με μάγευε τίποτα. Όχι το ίδιο το μάθημα, αλλά η παράδοση. Αυτό που έβλεπα ήταν ένας κουρασμένος άνθρωπος που ανέβαινε σε μια έδρα και τα έλεγε. Υπήρχε ένας που είχε ξεχωρίσει, γιατί έμπαινε διαφορετικά. Μας ρώταγε. Το πρώτο κέντρισμα ότι μπορεί κάτι να καταφέρω ήταν σε μια έκθεση. Το θέμα ήταν “Μια Κυριακή”. Και σκέφτηκα: μια Κυριακή, μια Κυριακή… Κι έγραψα: “Κυριακή… μα τι μυρίζει; Θα ’ναι η φρυγανιέρα που έχει βάλει η μάνα μου να φτιάξει φρυγανιές”.» Ούτε φρυγανιέρα υπήρχε ούτε φρυγανιές. Αυτή η έκθεση ξεχώρισε από τις υπόλοιπες. Ήταν η πρώτη φορά που μου είπαν ένα μπράβο».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Το φαγητό της κυρίας Άννας στον Φίνο

«Στον Φίνο έμαθα τη δουλειά. Και εκεί το φαγητό ήταν πολύ σοβαρή ιστορία. Είχε μια μαγείρισσα, την κ. Άννα, από ένα εστιατόριο στην οδό Λιοσίων, η οποία ερχόταν το μεσημέρι στο πλατό, που ήταν στους Αγίους Αναργύρους σε μια εξοχή, και έφερνε διάφορα φαγητά, και εκεί έτρωγε όλο το συνεργείο. Και οι κομπάρσοι. Την πρώτη φορά που πήγα, τους είδα να τρώνε και σηκώθηκα να φύγω. Θα επέστρεφα, γιατί είχαμε και το απόγευμα δουλειά. Και ο διευθυντής παραγωγής με είδε και μου λέει: “Πού πας, ρε συ;”. “Πάω σπίτι μου να φάω”. “Κι εδώ πέρα τι κάνουμε εμείς; Θα τρως εδώ”. Κι έτσι εξασφάλισα το φαγητό. Κι άρχισα πια να είμαι μόνιμος στον Φίνο, να παρακολουθώ τις ταινίες, να βοηθάω, και ήταν μια μαγεία.» Όταν πηγαίναμε για εξωτερικά, έβρισκαν κάποιον φούρνο και έπαιρναν κανένα τσουρέκι ή και φαγητό, ό,τι έβρισκαν».

Μαγειρεύοντας στη Μακρόνησο

«Το φαγητό στις ταινίες μου είναι πολύ βασικό. Ήθελα να περνάνε καλά οι άνθρωποι. Βρίσκαμε ποιος θα μαγειρέψει ή πού θα φάμε εκεί που είμαστε κάθε φορά. Αν είμαστε στη Θεσσαλονίκη, βρίσκουμε από τη Θεσσαλονίκη. Στη Μακρόνησο, όταν γυρίζαμε το Happy Day, είχαμε μάγειρα. Είχαμε έναν διευθυντή παραγωγής που είχε σχέση με τη μαγειρική και είχε φέρει δύο μαγείρους, κι είχαν φέρει σκεύη και μαγειρεύαμε εκεί επιτόπου. Ήμασταν το συνεργείο, καμιά τριανταριά, και καμιά 80αριά οι κομπάρσοι. Στην αρχή έψαχνα παιδιά από τις νεολαίες να έρθουν να βοηθήσουν, αλλά τότε ήταν της μόδας το γαλλικό μαλλί που λέγαμε, το μακρύ, και δεν κουρευόντουσαν. Στη Μακρόνησο υποτίθεται ήταν φαντάροι. Κανείς δεν κουρευόταν. Έκανα αίτηση τότε στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ήταν ο Αβέρωφ υπουργός και μου έστειλε 70 στρατιώτες με έναν αξιωματικό. Όταν φτάσανε τα παιδιά με καΐκια, τα χάσανε. “Τι είναι εδώ πέρα;”. Και τους λέω: “Κοιτάξτε, παιδιά, θα κάνουμε μια ταινία με αυτό το θέμα, κοιτάξτε εκείνο τον λόφο, τον βλέπετε;  Αύριο το πρωί πρέπει να πάτε εκεί πέρα, να ανεβείτε αυτόν τον λόφο και να κατεβαίνετε αργά και μετά να ξανανεβείτε και να ξανακατεβείτε. Αν μου πείτε τώρα ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε, κύριε Παντελή, θα μπούμε στα καΐκια και θα φύγουμε”. “Όχι, μου λένε, θα το κάνουμε”. Ενάμιση μήνα κράτησαν τα γυρίσματα. Εκεί τρώγαμε όλοι μαζί αυτά που μαγείρευε ο μάγειρας που είχαμε. Τι εμπειρίες!»

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Η σιγουριά του Χίτσκοκ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤρώμε στα παλιά και νέα στέκια της Πλατείας ΘεάτρουΤρώμε στα παλιά και νέα στέκια της Πλατείας Θεάτρου«Όπου είμαστε κοντά, εκεί θα βρούμε ένα στέκι, έναν άνθρωπο που θα μας φροντίσει. Είναι πολύ σημαντικό. Είναι πολύ σκληρή δουλειά. Δεν μπορεί να είσαι πάντα μέσα στο πλατό που έχεις μια ασφάλεια, μια ησυχία. Ο Παναγιωτόπουλος, ας πούμε, είχε κάνει μια δουλειά που ήταν όλο εξωτερικά στους δρόμους της Αθήνας. Που σημαίνει ότι έπρεπε το μεσημέρι να πάει κάποιος να φέρει φαγητό και να φάνε στον δρόμο. Πριν κάνω ταινία, πριν κάνω τον σκηνοθέτη, έμαθα πάρα πολύ καλά πώς γίνεται μια ταινία. Με πολύ σοβαρό τρόπο, διότι είναι ένα τσούρμο με ανθρώπους σε μια ανασφάλεια γιατί δεν ξέρουν τι θα κάνουν. Ο πρώτος που δεν ξέρει τι θα κάνει είναι ο σκηνοθέτης. Έχει μια ιδέα. Έχει ένα σενάριο με είκοσι πέντε διαφορετικούς χώρους που δεν είναι δικοί του. Είναι το δικό σου διαμέρισμα, αν μας το δώσεις, το διαμέρισμα της θείας μου, οπότε όλα αυτά, η προεργασία κάθε ταινίας παίρνει τουλάχιστον ενάμιση χρόνο, να βρούμε αυτοκίνητα, να βρούμε φαγητά, να βρούμε, να βρούμε. Μέχρι να ξέρουμε ότι αυτό θα είναι το πρόγραμμα, που θα το τηρήσουμε και θα τη γυρίσουμε σε έξι-επτά βδομάδες, γιατί τα λεφτά που φεύγουν είναι πάρα πολλά. Δεν μπορείς να κάνεις δεύτερη μέρα γύρισμα. Δεύτερη μέρα γύρισμα είναι σκάνδαλο αν κάνεις. Γιατί κάτι δεν πήγε καλά. Η δουλειά του σκηνοθέτη, πέρα από το τι έχει να αφηγηθεί, είναι μια σειρά από τέτοια θέματα που τελικά όμως φτιάχνουν το πιο ουσιαστικό, που είναι η ασφάλεια, η εμπιστοσύνη, η αγάπη. Είχα ρωτήσει τον Καζάν ποιο θεωρεί ότι είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη δουλειά και ποιος είναι ο καλύτερος με τον οποίο δούλεψε. Είπε: “Ο Μάρλον Μπράντο”. Γιατί; “Γιατί το πρωί του λέω τι σκέφτομαι για τη σκηνή που θα κάνω και με ακούει προσεκτικά και μου λέει: “Ελία, άσε με να κάνω το τετράγωνο μια βόλτα”. Και επιστρέφει με μια ιδέα πολύ καλύτερη από τη δικιά μου”. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα.» Είχα δει κι ένα ντοκιμαντέρ όπου έλεγε ο Σκορσέζε ότι στις τρεισήμισι το βράδυ τού έρχεται η ιδέα για το πώς θα ξεκινήσει η σκηνή την επόμενη μέρα. Κανείς δεν ξέρει. Ο μόνος που ήξερε από πριν τι θα κάνει είναι ο Χίτσκοκ».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.
Ο αρχισυντάκτης γαστρονομικών εκδόσεων της Καθημερινής Άγγελος Ρέντουλας με τον Παντελή Βούλγαρη στο Αθηναϊκόν

Η μακαρονάδα από Το προξενιό της Άννας που άρεσε στον Εμπειρίκο

«Εδώ είμαστε κοντά στο εργαστήριο του Ντίνου Κατσουρίδη, που ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε πάρα πολύ στη δουλειά. Το στούντιό του ήταν τα γραφεία του, το μοντάζ και μια αίθουσα προβολής μικρή, αλλά με πολύ καλή οθόνη. Κάποια στιγμή μού ζήτησε ο Εμπειρίκος να δει το Προξενιό της Άννας, που δεν το είχε δει. Και ήρθαν εδώ πέρα στην προβολή με τον γιο του Λεωνίδα, που είναι ιστορικός τώρα. Κάθισαν μπροστά, εγώ ήμουν πίσω και παρακολουθούσα. Όταν τους άρεσε κάτι, άκουγα κάτι χμμ… Στο τέλος, όταν τελείωσε η προβολή, μου λέει ο Εμπειρίκος: «Κύριε Βούλγαρη, θέλω να σας συγχαρώ που στην τελευταία σκηνή που τρώει όλη η οικογένεια και η Άννα, σερβίρατε τη μακαρονάδα λευκή, χωρίς τη σάλτσα». Μετά θυμήθηκα ότι ο Χατζιδάκις, όταν έτρωγε με κάποιον μακαρονάδα, του έλεγε ο Μάνος: “Να δοκιμάσω από τα δικά σου;”. Τα δοκίμαζε κι έλεγε “Καλύτερα είναι τα δικά σου”, ενώ έτρωγαν την ίδια μακαρονάδα. Ποια είναι η διαφορά; Η ποσότητα της σάλτσας διαφοροποιεί το μακαρόνι. Δηλαδή είναι η χρυσή τομή, να μην κυριαρχήσει η σάλτσα και χάσει τη γεύση του το μακαρόνι».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Ο Χατζιδάκις, ο Μεγάλος Ερωτικός και ο από μηχανής Χορν

«Μετά το Προξενιό της Άννας. Τότε τον γνώρισα εγώ τον Χατζιδάκι. Μετά από καιρό με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να συναντηθούμε στον Μαγεμένο Αυλό στις 12 το βράδυ. Εγώ στις 12 κοιμάμαι, αλλά βέβαια πήγα. Μου είπε για τον Μεγάλο Ερωτικό [σ.σ.: Να κινηματογραφήσει το μουσικό έργο] και όταν τέλειωσε, μου λέει: “Πού μένετε;”. Λέω: “Ασκληπιού 50”. Με πήγε μέχρι την έξοδο του μαγαζιού, φώναξε έναν ταξιτζή και λέει: “Θα πας τον κύριο Ασκληπιού 50 και θα γυρίσεις”. Και μου πλήρωσε και το ταξί που πήγα στο σπίτι. Και τον έζησα καλά, τον έζησα αρκετά.  Αυτός λοιπόν ξύπναγε το μεσημέρι και πολλές φορές, όταν ήθελε να μου γνωρίσει εμένα πρόσωπα τέτοια, μου τηλεφωνούσε: “Τι κάνεις τώρα; Θες να έρθεις από εδώ;”. Έτσι γνώρισα τον Χορν.» Ψάχναμε να βρούμε λεφτά για τον Μεγάλο Ερωτικό. Μου είχε πει ο Χατζιδάκις: “Για να βρίσκεις λεφτά, πρέπει να γνωρίζεις κόσμο που έχει λεφτά, Παντελή”. Και μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο ο Χορν και κλείνουμε ραντεβού στου Φλόκα. Ο Χορν μιλούσε στον πληθυντικό σε όλους. Όταν κάθισα, βγάζει έναν φάκελο κλειστό και μου λέει: “Αυτόν τον φάκελο θα τον ανοίξετε όταν πάτε σπίτι σας, κύριε Βούλγαρη. Και για ό,τι βρείτε δεν έχετε καμία υποχρέωση”. Πήρα τον φάκελο και όταν έφυγε, τον ανοίγω και βρίσκω μέσα 250.000 δραχμές. Έτσι τον γύρισα τον Μεγάλο Ερωτικό».

Τραπέζι πάνω στον Γράμμο

«Όταν γυρίζαμε στον Γράμμο και στο Βίτσι το Ψυχή βαθιά, είχαμε κάνει παρέες πολύ στέρεες με ανθρώπους. Θέλαμε να φτιάξουμε ένα γλέντι του Δημοκρατικού Στρατού σε ένα καταπληκτικό τοπίο με κάτι μικρές λίμνες επάνω στην περιοχή του Γράμμου. Βρήκαμε φορτηγά αυτοκίνητα και κουβαλήσαμε κόσμο πάνω και αρχίσανε και χορεύανε και τραγουδάγανε, ήταν γύρω στα 250 άτομα. Και κάποια στιγμή πείνασαν. Ευτυχώς είχαν φροντίσει οι νοικοκυρές ενός χωριού κι ήρθαν με φορτηγό πάνω στον Γράμμο και φέρανε και φάγαμε. Μια πολύ δυνατή στιγμή, από αυτές που σε κάνουν να θες να συνεχίσεις να κάνεις αυτή τη δουλειά».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Η αναγνώριση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΗ μπακαλοταβέρνα του Σκυλοδήμου είναι το πιο καλτ μαγαζί του ΠειραιάΗ μπακαλοταβέρνα του Σκυλοδήμου είναι το πιο καλτ μαγαζί του Πειραιά«Είχαμε πάει στη Σάμο με ένα συνεργείο και τον Γιάννη Ρίτσο, για να τραβήξουμε μερικές εικόνες για ένα ντοκιμαντέρ για τον Ρίτσο που προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση. Του πήραμε μια συνέντευξη σε μια πολυθρόνα που του ’χαν φτιάξει από τσιμέντο μπροστά στη θάλασσα, εκεί πήγαινε και σκεφτόταν τα ποιήματά του. Μετά πήραμε τις κάμερες και μπήκαμε μέσα στα τοπία της Σάμου. Εκεί είδαμε κάτι ελαιώνες και αμπέλια μεγάλα, τεράστια, ένα τοπίο καταπληκτικό και λέω: “Δεν πάμε να κάνουμε τίποτα εικόνες;”. Προχωράμε, λοιπόν, και στο βάθος είναι ένα σπιτάκι κι ακούμε μουσική. Καθώς πλησιάζουμε, βλέπουμε ένα σόι ολόκληρο που γιόρταζε. Μόλις μας βλέπουν, ρωτάνε: “Ποιοι είστε εσείς;”. Τους λέω: “Είμαστε με τον Γιάννη Ρίτσο”. “Καθίστε να πιείτε ένα κρασί”, μου λέει η γυναίκα που είχε το σπίτι: “Εσύ τι κάνεις;”. “Είμαι ο σκηνοθέτης”. “Ποια ταινία έχεις κάνει;”. “Τα Πέτρινα χρόνια, της λέω. “Εσύ”, μου λέει, “έχεις κάνει τα Πέτρινα χρόνια;”. Και μπαίνει μέσα στην κουζίνα, φέρνει είκοσι πιάτα και τα σπάει μπροστά μου».

Πώς το Ideal προικοδότησε το Μουσείο Κινηματογράφου

«Το Ιντεάλ, που ήταν εδώ στην Πανεπιστημίου, έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κατ’ αρχάς ήταν το μαγαζί όπου πήγαινε ο Κουν, εκεί έτρωγε, ήταν στέκι καλλιτεχνών. Ο πατέρας που είχε το μαγαζί [σ.σ.: ο Γεώργιος Βλασσόπουλος] μάζευε τις μεγάλες αφίσες που έπρεπε να κατεβάσουν και να πετάξουν από το Rex. Και ήρθε στο γραφείο μου μια μέρα κι ανοίγει ένα ρολό χαρτί κι ήταν μια αφίσα ιταλικής ταινίας, αριστούργημα. Αυτές οι αφίσες είναι τώρα στο Μουσείο Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.
Στο μαγαζί, μαζί μας, πολύ διακριτικά, βρίσκεται η κόρη του Παντελή Βούλγαρη, Κωνσταντίνα, σκηνοθέτις και παραγωγός, για να τραβήξει λίγα πλάνα

Το γαλακτομπούρεκο που άλλαξε τη ρότα του πλοίου

«Η Ιωάννα [σ.σ.: μιλάει για τη σύζυγό του, τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη] αγαπάει πολύ το φαγητό, είναι και καλή μαγείρισσα. Στη Μικρά Αγγλία τρώγαμε καλά γιατί ήταν κοντά μας ο Βαγγέλης και η γυναίκα του Χαρίκλεια, που έχουν ένα εστιατόριο, τα Σκαλάκια. Μια ωραία ιστορία που θυμάμαι από την Άνδρο: Είμαστε κάπου έξω με την Ιωάννα και ήταν δίπλα ένας παλιός καπετάνιος και μας άκουγε. Λέει κάποια στιγμή: «Επιτρέπετε να σας πω μια ιστορία; Ήμασταν στον ωκεανό και η ρότα που είχα βάλει ήταν για να πάμε στην Ιαπωνία, κι έρχεται ο μάγειρας και μου λέει: “Έχει θάλασσα και το γαλακτομπούρεκο που φτιάχνω δεν θα καταφέρω να το φτιάξω”. Άλλαξα μου λέει την πορεία και πηγαίναμε προς Νέα Υόρκη”».

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Ο διάλογος με την κόρη του Κωνσταντίνα

(Στο μαγαζί, μαζί μας, πολύ διακριτικά, βρίσκεται η κόρη του Κωνσταντίνα Βούλγαρη, σκηνοθέτις και παραγωγός, για να τραβήξει λίγα πλάνα.)

Κωνσταντίνα Βούλγαρη: Πες και για τις ταβέρνες που πηγαίναμε. Στα Μπριζολάκια του Τέλη. Στον Χρήστο και στην Ολυμπία στην Πεντέλη. Με τα ψητά. Στο Χαλάνδρι στην κυρία Μαρία και στον Μανώλη.

ΠΒ: Ναι, ο Μανώλης. Υπάρχει ακόμα και έχει και μαγειρευτά φαγητά, είχε και τα παιδιά του μαζί και ήταν ένα μαγαζί που πηγαίναμε πολύ συχνά.

ΚΒ: Ναι, πηγαίναμε με γείτονες, με φίλους. Θυμάσαι που πηγαίναμε και στον Μπαρμπα-Θανάση στο Πολύδροσο; Για το κοκκινιστό με τα μακαρόνια; Όμως είχες κάνει και γύρισμα σε ταβέρνα στο Ήσυχες μέρες του Αυγούστου. Που έπαιζε ο Αλκίνοος τον σερβιτόρο, θυμάσαι;

ΠΒ: Ήταν μια πλατεία ουσιαστικά, δεν ήταν μαγαζί. Ήταν μια πλατεία προς την περιοχή που είναι ο Φίνος, νομίζω.

ΚΒ: Στην πλατεία Αττικής.

ΠΒ: (απευθύνεται σ’ εμένα): Δεν πήγε καλά η συνέντευξή σου…

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.
Από το τραπέζι μας πέρασαν πολλά και νόστιμα: καραβιδοκεφτέδες με μαγιονέζα στο πλάι, γαρίδα τηγανητή, σαλάχι αχνιστό, λακέρδα με ξερό κρεμμύδι, καλαμάρι γεμιστό με τυρί, μία τηγανιά μπαρμπούνια.
Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Για το φαγητό που φάγαμε μαζί στο Αθηναϊκόν

«Μια ζωή έχω περάσει εγώ εδώ πέρα [σ.σ.: στο Αθηναϊκόν] κι έπαιρνα μια σαλάτα, έναν μεζέ, και ξαφνικά στα 83 μου έρχομαι και τρώω 15 πιάτα. Και μεζέδες που δεν τους έχω δοκιμάσει καν! Αυτά δεν τα έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Ντρέπομαι που θα γυρίσω σπίτι μου και θα κοιτάξω τη γάτα μου. Θα με φτύσει. Εγώ έρχομαι και παρακαλάω για έναν μεζέ κι εσύ είσαι στα εστιατόρια και έτρωγες τόσους μεζέδες;»

Πώς βλέπει το μέλλον

«Σύνθετα, αλλά όχι απαισιόδοξα. Αφού έχουμε περάσει αυτές τις μεγάλες φουρτούνες, αισθάνομαι ότι αξίζει τον κόπο να μην πέσουμε σε καμιά παγίδα πάλι και φαγωθούμε. Νέα παιδιά υπάρχουν, σκηνοθέτες, επιστήμονες. Δεν είμαι απαισιόδοξος. Υπάρχει νεολαία, πια είναι πιο κοντά όλα, στην τηλεόραση χθες βλέπαμε κάτι τύπους που έκαναν κάτι απίθανα ταξίδια. Αυτό δεν υπήρχε. Εγώ τηλεόραση είδα στα 27 μου. Η γενιά σας δεν θυμάται, δεν ξέρει το μαύρο κομμάτι, αυτά που ζήσαμε εμείς και οι γονείς μας». Μετά από τρεις ώρες κουβέντα με άπειρες ακόμα ιστορίες που δεν χωράνε εδώ, χωριστήκαμε. Δεν έφαγε πολύ. Πήρε πακέτο ψαρομεζέδες για την Κούκλα, τη γάτα του. Ένας σπάνιος άνθρωπος.

Παντελής Βούλγαρης: Αθηναϊκόν, αναμνήσεις φαγητού σε γκρο πλαν.

Αθηναϊκόν: στέκι δικηγόρων και καλλιτεχνών

Το ιστορικό ουζερί-μεζεδοπωλείο του κέντρου ιδρύθηκε το 1932. Αρχικά στην οδό Σανταρόζα, τα τελευταία περίπου 40 χρόνια στη Θεμιστοκλέους. Κακαβιά, σαλάχι, λακέρδα, καραβιδοκεφτέδες τραγανοί και ελαφριοί, μεζέδες δοκιμασμένοι πολλάκις, έξοχοι. Κρασιά, τσίπουρα, ούζα εμφιαλωμένα, σε καλές τιμές. Ένα παράθυρο στην παλιά, όμορφη, ευγενική Αθήνα. Χαίρεσαι να το προτείνεις σε φίλους που έχουν επισκέπτες από το εξωτερικό μιας και είναι ένα μαγαζί-θεσμός της πόλης.

Αθηναϊκόν

Θεμιστοκλέους 2
  • Τηλέφωνο: Τ/210-38.38.485
  • Ωράριο: Καθημερινά εκτός Κυριακής 11.30-00.30.
  • Κόστος: 15-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

*Οι τιμές και το μενού των εστιατορίων είναι αυτά που ίσχυαν κατά τη χρονική περίοδο συγγραφής και δημοσίευσης του άρθρου και ενδέχεται να έχουν αλλάξει.

*Τα ρεπορτάζ αγοράς και τα προϊόντα που προτείνουμε στον Γαστρονόμο είναι επιλογές των συντακτών και δεν έχουν εμπορικό σκοπό ούτε αποφέρουν διαφημιστικό έσοδο.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 203.

Μεζεδοπωλεία - Ουζερί

Αθήνα

Ομόνοια

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών