Δεν έχει ταμπέλα αλλά έχει δύο εισόδους, από όπου βρίσκει δίοδο το φως για να τρυπώσει και στην πιο κρυφή γωνιά στην υπόγα της συμβολής Θεάτρου και Σωκράτους. Οι πρώτες γραπτές αναφορές για το Δίπορτο χρονολογούνται στα 1911. Ένα ρημάδι είναι το παλιό κτίριο του 1880 όπου στεγάζεται, σε ένα νευραλγικό σημείο της πόλης, πίσω από το πάλαι ποτέ «Μπαγιατοπάζαρο». Ο χώρος του, μια νοικοκυρεμένη εντροπία. Στα ζουμιά μες στις μαρμίτες βράζουν υλικά καλά – δυό βήματα είναι άλλωστε η αγορά – και τα φαγιά περιέχουν ουσία και ουχί μαγειρικές δάφνες. «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές, απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα, όλη παρέα πίναμε εψές», έγραφε το ‘22 ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημα «Οι Μοιραίοι», που σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, το εμπνεύστηκε καθισμένος σε ένα από τα τραπεζάκια του Δίπορτου, πίνοντας για να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Ο κυρ Μήτσος, κατά κόσμον Δημήτρης Κολιολιός, ο παραγιός του πρώην ιδιοκτήτη, κρατάει το Δίπορτο ιδιοκτησία του χρόνια τώρα. Γνήσιος Αρβανίτης, αυστηρός, λιγομίλητος, μπεσαλής, παλεύει να τα βγάλει πέρα με το ετερόκλητο κοινό που καταδύεται στο μαγαζί του και ταράζει την ησυχία του.
Κάποιες φορές θα χρειαστεί να μοιραστούν δυό παρέες μαζί το ίδιο τραπέζι, χωρίς πολλά λόγια ο κυρ Μήτσος σε καθίζει, αν θες να φας, άλλη λύση δεν υπάρχει. Εδώ, στο ground zero της αθηναϊκής εστίασης, πουλάει χόρτα και φάβα ζεστά, μια ρεβυθάδα, μια φασολάδα, μια μοσχαρόσουπα, ένα γιουβέτσι, μια πατάτες γιαχνί, ένα ψαράκι ψητό, ένα πιάτο κοπτόν με σουπιές ή χταπόδι, και ψωμί. Μπήκες, έφαγες, πλήρωσες, έφυγες. Πριν καν βγάλεις παλτό και τα ρέστα, έχει στρωθεί το τραπέζι μάνι μάνι με τη λαδόκολλα κι έχει έρθει και το ορεκτικό. Άλλο που πολλοί το θεωρούν καλτ και στρογγυλοκάθονται γιατί τους αρέσει η περιρρέουσα παλιακή αίσθηση κι η ατμοσφαιρική ντεκαντάνς.
Η αξία του ταβερνείου αυτού δεν βρίσκεται στην ποικιλία του μενού, στις μαγειρικές καπατσοσύνες ή τη χύμα, χειροποίητη ρετσίνα. Είναι βαριά ιστορική και λαϊκά πολιτισμική, ακαταμάχητα νοσταλγική, μα και συνάμα διδακτική. Σε τούτο εδώ το καπηλειό ο μπαρμπά Μήτσος με τη λευκή παστρικιά στολή, ένας λειτουργός που μιλάει με τις πράξεις του, μάς ταΐζει το βίωμά του, να χορτάσει η ψυχή μας, να πάμε στην ευχή του Θεού.