Tο Tanpopo, το ραμενάδικο του Κοντιζά, ολίγων εβδομάδων μαγαζί. Όσο πρέπει: λαϊκό, δηλαδή καθημερινό, φιλικό και με όλες τις εξηγήσεις στο χέρι γι’ αυτόν που δεν κατέχει (ήτοι για τους περισσότερους εξ ημών), αλλά και με τον ωραίο αέρα που χρειάζεται ένα μαγαζί για να σε γεμίσει με τη χαρά της εξόδου. Έστω της μεσημβρινής-απογευματινής, καθότι στις 7 μ.μ. κατεβάζει ρολά. Streety, αλλά όχι πρόχειρο. Ντιζαϊνάτο, αλλά όχι υπερβάλλον, δεν ιδρώνει να αποδείξει κάτι. Δημοκρατικό: για χίπστερ, για γραβατωμένους, για αριστερούς, κεντρώους και δεξιούς. Χμ.
Για μικρούς και μεγάλους: Τo karaage (τηγανητό κοτόπουλο, chicken nuggets εξαιρετικά τραγανά) και το katsukare (σνίτσελ χοιρινό με κάρι και ρύζι) είναι φιλικές επιλογές για τη μικρή Μαρία και για όλες τις μικρές Μαρίες – ζητήστε, αν το κρίνετε απαραίτητο, να αφαιρέσουν κάποιο από τα αρτύματα. Δεν το ζήτησα, αλλά, αν κρίνω από τη φιλοσοφία των μαγαζιών της κομπανίας του Nolan, προτρέχω πως δεν θα έχουν θέμα.
Η κομπανία του Nolan, Πισιώτης, Κοντιζάς και λοιποί, μια ωραία σταθερά στην αθηναϊκή εστίαση, με ωραία μαγαζιά φυτεμένα με γλυκιά και επίμονη φροντίδα στο γευστικό μποστάνι της πρωτεύουσας. Μαγαζιά που ανεβάζουν τον πήχη και μπολιάζουν με καλή επιτήδευση το εστιατορικό μας χάος. Το Nolan, ας πούμε, είναι εδώ και χρόνια ένα από τα καλύτερα μπιστρό της Αθήνας, με ιδιάζουσα, βιώσιμη, σπαρταριστή κουζίνα ανοιχτών οριζόντων. Σταθερά στα καλύτερά μου, αν με ρωτάτε.
Μετά τα Proveleggios και Sweet Nolan, η ομάς έσπειρε το Tanpopo. Ραμενάδικα έχουμε μια χούφτα πια στην Αθήνα, το εν λόγω έχει ποντάρει πιο κοκετίστικα (όσο πρέπει, είπαμε) στην «πρόχειρη», γρήγορη βερσιόν των δρόμων του Τόκιο και με τη γιαπωνέζικη ρίζα του Κοντιζά να ντύνει το όλον με ένδυμα πειστικότητας.
Δοκίμασα το torikotsu ράμεν, με ζωμό από χοιρινό και κοτόπουλο, λεπτές φέτες χοιρινού, λεντινούλα τουρσί και αυγό. Έξοχο. Χωρίς να έχω την εμπειρία του φαγητού στον τόπο του, έχοντας όμως μαγειρέψει κάμποσες φορές στο σπίτι από καλά βιβλία μαγειρικής, σας μαρτυρώ πως το ευχαριστήθηκα τα μάλα. Το καταβρόχθισα καυτό, παρότι είχε ζέστη την ημέρα της δοκιμής, και με τον χαρακτηριστικό γιαπωνέζικο (και ελληνικό και παγκόσμιο) θόρυβο έντονου και συνεχούς ρουφήγματος, που έκανε τους θαμώνες στα διπλανά τραπέζια και στην μπάρα έξω από την κουζίνα (τι ωραία που έχει στηθεί το μαγαζί) να γυρίσουν ουκ ολίγες φορές την κεφαλή τους, για να δουν ποιος άξεστος τρώει έτσι άγρια τη σούπα του. «Όπως τρώμε όλα τα καυτά ζουμιά» – η απάντηση γραμμένη στο βλέμμα μου. Ο ζωμός μετρίως δυνατός, ορθώς νομίζω, για να μη σοκαριστεί το ελληνικό γούστο.
Εξοχότερο και ίσως πιο ταιριαστό στον ανοιξιάτικο καιρό το στεγνό ράμεν (mazemen), με κιμά, φασολάκια, ψιλοκομμένα φύκια nori και κρόκο αυγού. Με μπαχάρια, αρτύματα, φαγόπυρο (αν δεν απατώμαι). Τραγανό, πικάντικο, μελάτο, μια πονηρή λιχουδιά. Τα γιαπωνέζικα πιτάκια gyoza με χοιρινό, πιθανότατα η καλύτερη εκδοχή που έχω γευτεί.
Θα επανέλθω και για άλλα πιάτα και πιατάκια που φωνάζουν Κοντιζάς, θυμίζουν δηλαδή Nolan, και είναι ωραίο αυτό. Ξεδιψάσαμε με κοκτέιλ, νόστιμα και ταιριαστά (όχι με τη σούπα ράμεν, αλλά με τα υπόλοιπα).
Κλείνω με μια κουβέντα για το προσωπικό. Η Γεωργία και ο νεαρός που δεν συγκράτησα το όνομά του, ευγενέστατοι, κουλ, ιδιαίτερα βοηθητικοί και εξυπηρετικοί. Πάροχοι ηρεμίας. Εύγε!
Υ.Γ.: Το μαγαζί πήρε το όνομά του από τη φερώνυμη καλτ ιαπωνική ταινία του 1985. Απολαυστικότατη όσο ένα μπολ καυτό ράμεν μετά από μια κουραστική μέρα.