Πειραιάς, γωνία Δεληγιώργη και Σκυλίτση. Σκυλόδημος, μπακαλοταβέρνα.
Το κτίριο: παλιό, λαϊκότροπο υπερυψωμένο ισόγειο, γωνιακό. Με ημιυπόγειο-καταφύγιο. Εκεί μάλλον θα είχαν τα βαρέλια τους παλιά. Πορτοπαράθυρα βαμμένα ανοιχτό καφέ-κεραμιδί. Έξω από την πόρτα λιάζονται: κουβάδες πλαστικοί χωμένοι ο ένας μέσα στον άλλον. Ένα πλαστικό βαρέλι με πολύχρωμες σκούπες πλαστικές. Προς πώληση. Δύο πλαστικές καρέκλες και ένα πτυσσόμενο τραπέζι. Από πίσω, μια μεγάλη ταμπέλα, κεραμιδιά και αυτή, με χειρόγραφη επιγραφή: «Παραδοσιακό Μπακάλικο/όσπρια χύμα/ρύζι Καρολίνα Σερρών/ρύζι μπόννετ/ρύζι γλασσέ/φασόλια χοντρά Καστοριάς/…». Κάποιες φορές έχω πετύχει σακιά με φυτόχωμα.
Μέσα: Πλαστικά καφάσια με λαχανικά και ζαρζαβατικά. Τσουβαλάκια με όσπρια. Λάδια, κονσέρβες, μακαρόνια, ρύζια, χαρτιά κουζίνας, καθαριστικά. Μια μεγάλη μεταλλική ραφιέρα τιγκαρισμένη με πράγματα της καθημερινής λάτρας του σπιτιού. Ένα παλιό ψυγείο με σαλάμια και τυριά. Οι τοίχοι ξεβαμμένοι. Φωτογραφίες, ζωγραφικές. Μια παλιά ζυγαριά, μια ηλεκτρονική ζυγαριά. Ένα μαρμάρινο σαν νεροχυτάκι. Διάχυτο φως. Μια χούφτα τραπεζοκαθίσματα.
(Βαβούρα τηλεόρασης; Μουσική από κασετόφωνο; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Αν είχε μουσική, από κασετόφωνο θα ήταν, σίγουρα όχι από CD ή bluetooth.)
Οι θαμώνες (μια Τρίτη μεσημέρι): παππούδες, συνταξιούχοι, κόσμος της γειτονιάς. Αργότερα, λέει, δεν πέφτει καρφίτσα. Το ’χει πάρει πρέφα το μαγαζί ο κόσμος. Με πήγε ο Λευτέρης Λαζάρου, γέννημα θρέμμα Ευαγγελιστριώτης. Δυο βήματα πιο πέρα είναι το πατρικό του.
Δεν πέφτει καρφίτσα, σωστά, το καλτ μαθαίνεται από στόμα σε στόμα, αποθεώνεται. Ναι, είναι καλτ, σιδερένιο καλτ, ακριβώς επειδή δεν γνωρίζει ότι είναι καλτ. Ας πούμε ότι έχει έναν αυθεντικό αέρα. Δεν είναι ευπρεπισμένο, δεν έχει σκηνοθεσία το μαγαζί. Ή, τέλος πάντων, έχει ελάχιστη.
Πιο μέσα: μια σάλα, πιο σκηνογραφημένη, ταβέρνας. Πέτρινοι τοίχοι, δέκα τραπέζια, παλαιά αντικείμενα, φωτογραφίες, δυο τρεις καδραρισμένες δημοσιεύσεις για το μαγαζί.
Στο αυλιδάκι: ένα χτίσμα με την κουζίνα, τα τηγάνια. Μια παράγκα με την τουαλέτα.
Στα πιάτα: ρεβύθια λεμονάτα. Μαρίδα, γαύρος τηγανητά. Καμιά γαρίδα. Πατάτες με αυγά μάτια. Κεφτέδες. Φέτα, σαλάτα, χόρτα. Φάβα. Αλίπαστα. Κεφαλογραβιέρα. Χύμα κρασί, όχι δεν θα πάρουμε, πήραμε τσίπουρο εμφιαλωμένο. Δεν πολυέχει σημασία το φαγητό. Θα το ευχαριστηθείτε έτσι κι αλλιώς. Εμείς το καταχαρήκαμε.
Πήξαμε στη νοσταλγία, θα μου πείτε… Όμως, πώς να το κάνουμε, αυτά τα «χαμηλά» μαγαζιά κανακεύουν τον άνθρωπο, είναι λιμανάκια μες στον τραχύ βίο της πόλης.
Για την ιστορία: Το 1908 πρωτοανοίγει εδώ το μπακάλικο ένας Βούλγαρης, από τη Θεσσαλία βαστάει αυτό το σόι, μου λέει ο Λαζάρου. Tέλη της δεκαετίας του ’50 το παίρνει ο Νίκος Σκυλόδημος, μπακαλόγατος σε άλλο μεγάλο παντοπωλείο του Πειραιά. Πριν από λίγα χρόνια, μας άφησε χρόνους ο πατήρ Σκυλόδημος, τον είχα πετύχει σε μια παλαιότερη επίσκεψή μου. Ο γιος του ο Φίλιππος το κουμαντάρει πια το μαγαζί. Νέος άνθρωπος, με καθαρά μάτια και ένα γλυκόπικρο χαμόγελο. Έχει δύο παιδιά.
Στο τέλος μάς έβγαλε χαλβά του μπακάλη. Παίρνει αυτόν τον καλοζυμωμένο από τον Αργουδέλη, στα Καμίνια.