Κάθομαι στο τραπέζι εκεί στο βάθος, στριμωγμένη ανάμεσα σε δυο παλιά ψυγεία. Το ένα γράφει στη σκαλιστή κορνίζα του πως είναι κατασκευασμένο το 1938 από την εταιρεία Πρότυπον Ψυγείον Εν Ελλάδι. Δίπλα στο κεφάλι μου μια ζυγαριά, παραδίπλα άλλη μια πιο παλιά, κι έπειτα στοιβαγμένα πάνω στο ψυγείο κουτιά από μαργαρίνες, κονσέρβες πελτέ, φρυγανιές, συμπυκνωμένα γάλατα, καφέδες, αναψυκτικά, απορρυπαντικά, ένα από τα πρώτα πρώτα ραδιόφωνα, ένα ακορντεόν και μια λάμπα ασετυλίνης. Και άλλα πολλά, ετερόκλιτα αντικείμενα που έφερε ο χρόνος. Μα τι ντεκόρ!
Ακούμε Μπιθικώτση, παίζει το τραγούδι «Της ξενιτιάς». Μαζί μου κάθεται κι ο κάπελας του Ειδικόν, ο κ. Άρης Παπακωνσταντίνου, έχει φέρει δύο κούπες με ρετσίνα, κεφτέδες, καγιανά. Ένας υπερασπιστής της παράδοσης – νιώθω ευγνωμοσύνη που υπάρχουν άνθρωποι σαν κι αυτόν, και καθιδρύματα όπως το Ειδικόν, γεμάτα ιστορία, να τα ζούμε και να τα χαιρόμαστε στο σήμερα. «To Ειδικόν άνοιξε το 1920, πίσω από τα παλιά καπνεργοστάσια, εκεί που σμίγουν Πειραιάς και Ταμπούρια, από τον παππού μου τον συνονόματο, τον Αριστείδη Παπακωνσταντίνου του Απόστολου, που ήρθε 17 χρονών στην Αθήνα από το ορεινό Γαρδίκι Τρικάλων. Ο αδερφός του είχε μπακάλικο εδώ πιο κάτω στην Αγιά Σοφιά, και τον έφερε από το χωριό για να βγάλει κι αυτός κάνα μεροκομάτο», μού γεμίζει την κούπα ξανά με ρετσίνα, και συνεχίζει: «Ξέρεις τα περισσότερα μπακάλικα στην Αττική τα είχαν Γαρδικιώτες. Στην πορεία και η δική μας οικογένεια απέκτησε τρία μπακάλικα. Είχαν από ένα ο καθένας από τα τρία αδέρφια, ο παππούς μου, ο Δημήτρης και ο Κωνσταντίνος. Στην πραγματικότητα ήταν οινοπαντοπωλεία. Είχαν δύο τρία τραπεζάκια, κι έβγαζαν μαζί με τη ρετσίνα μια ντομάτα, καμιά ελιά, σαρδελίτσες κονσέρβα, τέτοια πράγματα».
Πεινάω και η τηγανητή μυρωδιά με λιγώνει, βλέπω με την άκρη του ματιού μου τον μπακαλόγατο που κοντοζυγώνει, κι ακουμπάει στο τραπέζι μια τούρτα, ήτοι πατάτες τηγανιητές με αυγά μάτια, ένα πιατάκι με σουτζούκι και άλλο ένα με λουκάνικο από του Μπαταγιάννη. «Την περίοδο του πολέμου αυτό το κτίριο το πέρναγαν για… ουρανοξύστη. Γύρω γύρω δεν είχε παρά μόνο παράγκες. Στο υπόγειο, επειδή είναι πέτρινο κτίσμα, κρύβονταν οι γείτονες στην Κατοχή. Ήταν σαν καταφύγιο. Μαγείρευε η γιαγιά μου και τάιζε τους φτωχούς. Ήταν καλοί άνθρωποι οι παππούδες μου, και έδιναν στους άλλους. Ακόμα και μετά, όταν πέθαναν είχε να το λέει όλος ο κόσμος. Τα χρόνια εκείνα άνοιγαν το μαγαζί στις 4.30 τα ξημερώματα που πέρναγαν οι αμαξάδες για να φορτώσουν στην αγορά, και σταματούσαν να πιουν μια κούπα κρασί, με μια ελίτσα και λίγο ψωμοτύρι να στυλωθούν».
συκώτι, τη φάβα, την καλτ ομελέτα με κορνμπίφ. «Παλιά, ο αδερφός του παππού είχε και δικό του τυροκομείο στη Ναύπακτο και πουλούσαν τα δικιά τους τυριά». Τώρα έχουν φέτα Κεφαλονιάς, γραβιέρα Αμφιλοχίας, κασέρι Καλαμπάκας, ελιές Αμφίσσης και Καλαμών και λάδι από την Καλαμάτα και τη Μάνη. Από τον παππού του έχει μάθει ο κ. Άρης να φτιάχνει και τη δική του ρετσίνα, με μούστο από Σαββατιανό Μεσογείων που βράζει στα βαρέλια στο υπόγειο κελάρι τους. Αυτό είναι το σπεσιάλ του καταστήματος.
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια, τα αδειάζουμε, τα ξαναγεμίζουμε. Τα αδέρφια πρόκοψαν και λίγο αργότερα, όπως μαθαίνω, αγόρασαν το οικόπεδο του Ειδικόν. Εκεί που κάθομαι τώρα και πίνω τη ρετσίνα μου, κελαηδούσαν κάποτε οι μπουζουκομπαγλαμάδες του Παπαϊωάννου και του Τσιτσάνη, πατριώτης κι αυτός από τα Τρίκαλα, κι έρχονταν κι άλλοι μπουζουξήδες, κοινωνικοί και πολιτικοί αντιρρησίες της εποχής που περνούσαν εκεί τον χρόνο τους, μαζί κι ο Καζαντζίδης, η Λάσκαρη, και άλλοι πολλοί. «Το μαγαζί είναι απείραχτο. Όπως το βλέπεις ίδιο κι απαράλλαχτο, τα πατώματα, τα ψυγεία, τα ράφια, η ξύλινη ταμπέλα, εδώ και 103 χρόνια». Και οι μεζέδες ίδιοι είναι, δεν έχουν μπελά. Πρώτα τους έφτιαχνε η γιαγιά του η Μαρία, και μέχρι και σήμερα η μητέρα του η Παρασκευούλα. Αγαπώ τους κεφτέδες τους, το τηγανητό