Στα τραπέζια του Καραβίτη δεν είναι δύσκολο να αρχίσεις να βλέπεις οράματα: τον Χατζιδάκι και την παρέα του στη μια άκρη, γέλια και φωνές από τους πρωταγωνιστές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ή, ακόμα πιο πίσω, τον γαλατά και τον λαχειοπώλη να σταμάτανε στη μέση της μέρας για μεζέ στο όρθιο. Στο παγκρατιώτικο στέκι που θα συμπληρώσει σύντομα έναν αιώνα λειτουργίας έχουν καθίσει γενιές και γενιές για να τσουγκρίσουν με ρετσίνα και να μοιραστούν φαγητό.
Και όσο όλα αυτά τα χρόνια η Αθήνα τριγύρω aλλάζει, το ταβερνείο μένει λίγο-πολύ το ίδιο. Το χαμηλοτάβανο κτίριο με τα κεραμίδια και το σκοτεινό, ατμοσφαιρικό εσωτερικό με τα παμπάλαια κρασοβάρελα παραμένει καταφύγιο για τον χειμώνα. Τα καλοκαίρια πάλι η δράση μεταφέρεται στην αντικριστή αυλή με τις μουριές που κρατάνε ταυτόχρονα δροσιά και τον θόρυβο σε απόσταση. Πιατέλες φορτωμένες με λεπτοκομμένα παϊδάκια, χεράτες πατάτες τηγανητές σε βαθιά γαβάθα, τρυφερές μπριζόλες, χόρτα και εκείνα τα τραγανά, αρωματικά κεφτεδάκια βγαίνουν απ’ την κουζίνα για να χορτάσουν παλιούς και καινούργιους θαμώνες.
Η ιστορία του μαγαζιού ξεκινάει το 1926. Ο Παναγιώτης Καραβίτης, με καταγωγή από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, ανοίγει «καρβουνιάρικο» για να προμηθεύει τους κατοίκους της γειτονιάς. «Τα μαγκάλια…ακόμα και τα σίδερα για τα ρούχα με κάρβουνο δούλευαν τότε. Μαζί με το κάρβουνο, όπως συνηθιζόταν, πουλούσε και χύμα κρασί που έφτιαχνε με μούστο απ’ τα Μεσόγεια και οι γείτονες έρχονταν με τα μπουκάλια τους για να πάρουν για το σπίτι», λέει ο Βαγγέλης Λινάρδος, ένας από τους παλιούς ιδιοκτήτες της ταβέρνας η οποία έχει περάσει πια στην τρίτη γενιά. Κάτοικοι και εργαζόμενοι της γειτονιάς ζητούσαν καμιά φορά κάτι να τσιμπήσουν μαζί με το κρασί όσο περίμεναν. Λίγο τυράκι στην αρχή, καμιά μαρίδα αργότερα και πάει λέγοντας. Η Ισμήνη Λινάρδου, σύζυγος του Καραβίτη, ξεκίνησε να φτιάχνει μεζεδάκια κατόπιν απαιτήσεως δηλαδή και έτσι το κατάστημα έβαλε λίγα μεταλλικά τραπέζια, χωρίς καρέκλες όμως.
Σύμφωνα με αφηγήσεις, ένας ταξιτζής που είχε εκτιμήσει τη μαγειρική της κυρίας Ισμήνης έφερε ένα βράδυ στο μαγαζί τα μέλη του φυσιολατρικού ομίλου «Φοίβος» και η φήμη της διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Το καρβουνιάρικο εξελίχθηκε σε μαγειρείο και το μαγειρείο σε ταβέρνα με ψητά. Το 1953 με τον θάνατο του Καραβίτη η ταβέρνα μένει στον κουνιάδο και συνεταίρο του, Θόδωρο Λινάρδο.
«Έδωσαν το όνομα του Καραβίτη στο μαγαζί τιμής ένεκεν. Μέχρι τότε λεγόταν Βαθρακονήσι. Όλη η περιοχή ονομαζόταν έτσι γιατί από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου περνούσε ο παραπόταμος του Ιλισσού και λόγω του ρέματος υπήρχαν βατράχια», θυμάται ο γιος του Θόδωρου Λινάρδου, Βαγγέλης. «Όταν ο πατέρας μου έμεινε μόνος του είχε την βοήθεια της μάνας μου, της Αδριανής, που ήταν αυτοδίδακτη, φοβερή μαγείρισσα και εκείνη. Στην αρχή έφτιαχνε μαγειρευτά, μετά ξεκίνησε τα κεφτεδάκια, που τα έκανε διαφορετικά απ’ ό,τι τα κάνουμε τώρα, πλακουτσωτά, και το σταμνάκι (σ.σ. το κοκκινιστό στάμνας που υπάρχει και σήμερα στον κατάλογο). Σταδιακά το μαγαζί καθιερώθηκε ως μπριζολάδικο» λέει.
«Όλος ο καλλιτεχνικός και πολιτικός κόσμος ερχόταν εδώ. Ο Χατζιδάκις το είχε στέκι. Του κάναμε μάλιστα και ειδικά φαγητά, μαγειρευτά, κολοκυθάκια γεμιστά, γιουβαρλάκια…ό,τι ήθελε. Πολύ συχνά έρχονταν και ο Κώστας Ρηγόπουλος με την Κάκια Αναλυτή. Θυμάμαι μεγάλα αποκριάτικα γλέντια με το μαγαζί να γεμίζει στοίβες κονφετί, κι εγώ, μικρός, να πουλάω κορδέλες στους πελάτες. Και όλοι ήταν πάντα ντυμένοι με τα καλά τους. Παρόλο που μπορεί να έκαναν κανένα παράπονο για τον εξαερισμό και η γούνα καμιάς κυρίας να μύριζε, δεν υπήρχε στο ντύσιμο η χαλαρότητα που υπάρχει τώρα. Η αυλή ήταν αρχικά αυλή του σπιτιού μας. Είχαμε εκεί τις κότες μας. Βγάζαμε τραπέζια στο πεζοδρόμιο και στον δρόμο που δεν είχε είχε τότε τόσα αυτοκίνητα. Λέγαμε στους πελάτες χαριτολογώντας “θα σου βγάλω τραπεζάκι παραλιακά” καθώς ήταν χωματόδρομος με ρυάκια απ’ τα ποτάμια.
Ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στο μαγαζί. Η παλιά ταμπέλα υπάρχει ακόμα, τα βαρέλια από τη δεκαετία του ‘40. Ακόμα και τα σημάδια από τις σφαίρες στα Δεκεμβριανά. Ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού είχε γυρίσει πλούσιος από την Αμερική το 1910. Ο άντρας της υπηρέτριάς του ήταν ενταγμένος στο ΕΑΜ. Στα Δεκεμβριανά, λοιπόν, απέναντι από το ρέμα βρισκόταν το αγγλικό άρμα. Μπορείς να δεις ακόμα τις τρύπες από τις σφαίρες που έπεσαν και τα σκασίματα από την οβίδα του τανκ» περιγράφει ο ίδιος.
«Σήμερα οι πελάτες εντυπωσιάζονται από την ατμόσφαιρα του μαγαζιού, που είναι λες και βρίσκεσαι σε χωριό, ενώ είσαι στο κέντρο της Αθήνας. Χωρίς να κάνουμε τίποτα έχουν γράψει για εμάς όλα τα ξένα περιοδικά και έρχεται κόσμος από όλο τον πλανήτη. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να προσέχουμε πολύ την ποιότητα του κρέατος που θα δώσουμε. Έχουμε τον δικό μας κρεοπώλη που μας φέρνει το αρνί από την Αρκαδία ή το χοιρινό από τη Χαλκίδα. Δεν τσιγκουνευόμαστε να πάρουμε κάτι καλύτερο στη μαναβική. Δεν κάνουμε επάγγελμα με ιδιαίτερες απολαβές αλλά έτσι είναι, πρέπει να δίνεις κάτι χωρίς ντε και καλά να περιμένεις ότι θα αποζημιωθείς. Επειδή το πονάς».