Πέρα απ’ τον Πειραιά και τη Δραπετσώνα, οδηγώντας στον περιφερειακό, δεν είναι ασυνήθιστο να δεις κανέναν ψαρά να στέκεται μόνος του σε έναν απ’ τους ορμίσκους, πλάι στις γέφυρες, τα τούνελ, τις καμινάδες και τις τσιμεντοβιομηχανίες. Στο επίσης εντελώς βιομηχανικό τοπίο της Ιχθυόσκαλας Κερατσινίου λίγο παρακάτω, ένα ψαρομάγαζο -μια καντίνα ουσιαστικά που μεγάλωσε και απλώθηκε με τον καιρό με παραπήγματα και νάιλον- έχει γίνει για πολύ κόσμο αγαπημένο «κρυφό» στέκι για μεσημεριανές κοπάνες και τηγανητό ψαράκι με θέα τα ρυμουλκά και τις τράτες.
Η μία πινακίδα λέει «καντίνα». Η άλλη, η λεντ, «Οινομαγειρείο ο Βασίλης». Αν και καμία από τις δύο δεν πολυφαίνεται ανάμεσα απ’ τις τέντες και τις ομπρέλες. Στη σκιά της διπλανής αλευροβιομηχανίας και ακριβώς απέναντι από τον χώρο της ιχθυόσκαλας με την αίθουσα δημοπρασιών απλώνει τα τραπέζια του που γεμίζουν συχνά. Ειδικά τα Σαββατοκύριακα κόσμος από κάθε άκρη της Αθήνας έρχεται εδώ.
Το σέρβις είναι γρήγορο και το τηγάνι δυνατό. Μέσα σε λίγα λεπτά θα σας καθίσουν, θα σας έχουν πάρει παραγγελία και θα έχετε μπροστά σας όλα τα κλασικά και αγαπημένα: κουτσομουρίτσες με κρούστα τραγανή και καθόλου λαδερή, ψιλές γαρίδες, μαρίδα, μπακαλιαράκι ή καλαμάρι. Δεν έχει πολλά παραπάνω το μενού. Έχει και ψητές σαρδέλες, από τα κάρβουνα που κουμαντάρει ο ψήστης έξω στην αυλή δίπλα απ’ τα τραπέζια, ή ψητές γαρίδες και χταπόδι (καμιά φορά το παρακάνει στο ψήσιμο). Οι πατάτες είναι κομμένες στο χέρι. Στα γύρω-γύρω: αρωματικοί κολοκυθοκεφτέδες με φέτα, φάβα, μερικά αλίπαστα, σαλάτα. Κάπου εκεί εξαντλείται ο κατάλογος.
Δεν είναι όμως μόνο το φαγητό. Όσο τα φορτηγά περνάνε απ’ έξω, χωρίς να φαίνεται να ενοχλούν τους ψαράδες και τους γλάρους, το ετερόκλητο κοινό τσουγκρίζει μπίρες και ούζα. Μια παρέα από καμιά δεκαριά φρεσκαδούρες εκπαιδευόμενους λιμενάρχες τρώνε κάπως μαζεμένα, μη λερώσουνε τα μπλε με τα χρυσά σιρίτια. Εργάτες παραγγέλνουν πακετάκια ή κάθονται για διάλειμμα. Στα ηχεία παίζει από ελληνική ποπ των 90s μέχρι «Συννεφιασμένη Κυριακή», μέχρι τα άπαντα της Θεοδωρίδου.
«Και εργάτες και ηθοποιοί και βόρεια προάστια» έχουμε κόσμο απ’ όλη την Αθήνα, λέει η Βαλμπόνα. Μαζί με τον σύζυγό της, τον Βασίλη, έστησαν το μαγαζί πριν έξι χρόνια σε αυτό το ασυνήθιστο σημείο. «Προηγουμένως ο άντρας μου δούλευε για δεκαεπτά χρόνια στο κυλικείο, στο φανάρι αριστερά πριν μπεις στην ιχθυόσκαλα. Όταν πήραμε την καντίνα δεν υπήρχε τίποτα εδώ, ήταν μόνο αλάνα. Σκεφτήκαμε, εντάξει, θα έρχονται τουλάχιστον τα αμάξια να παρκάρουν, να πάρουν κανέναν καφέ ή να φάνε κάνα μεζέ. Και κάπως έτσι ξεκινήσαμε με πέντε τραπέζια» εξηγεί.
Ο Βασίλης πάει κάθε πρωί στην ιχθυόσκαλα, διαλέγει τα ψάρια και έπειτα αναλαμβάνει τα τηγάνια. Η σύζυγός του φροντίζει για όλα τα άλλα που χρειάζονται ώστε να «τρέχει» το μαγαζί. «Μια ζωή μένουμε Κερατσίνι, στη Χαραυγή, αλλά έχουμε έρθει και οι δυο από την Αλβανία. Εγώ ήμουν δεκαεννέα χρονών και ο Βασίλης ήταν είκοσι δύο -μόλις είχαμε αρραβωνιαστεί. Μικρά παιδιά.» αφηγείται. «Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο, είχα σπουδάσει κλασική μουσική στην Αλβανία. Ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Τα δύο μου πρώτα χρόνια εδώ ήταν μόνο κλάμα. Έχω κλάψει από δω μέχρι Καλλίπολη και Παλαιό Φάληρο. Όπου θες, το ‘χω πλύνει με δάκρυ. Είχα μεγαλώσει με έναν τρόπο και ξαφνικά ήρθαν όλα ανάποδα. Ήμουν παιδί με όνειρα, πρώτη στο σχολείο, στο τραγούδι. Τελοσπάντων», λέει καθώς θυμάται τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα. «Τα χρόνια αυτά ήταν αλλιώς, ο ρατσισμός πολύς. Πήγαινα και καθάριζα δεκαέξι πολυκατοικίες την ημέρα. Αργότερα καθάριζα σπίτια, μέχρι που πήραμε το μαγαζί. Με τη μουσική δεν ξανασχολήθηκα ποτέ. Πρέπει όμως να είμαστε πάντα ευγνώμονες για τα πάντα. Η ζωή δεν είναι εύκολη, δεν στα φέρνει κανείς έτοιμα. Κάθε μέρα λέω ευχαριστώ».
Οινομαγειρείο ο Βασίλης, Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, Τ/ 210-43.27.213, Καθημερινά: 11:00- 19:00 (εκτός Δευτέρας).