«Ποιος τους είχε πει πως ο έλατος μοιάζει με τον πολυέλαιο της εκκλησίας; Κοιτάζουν και βλέπουν αλήθεια στα καμαρωτά κλαδιά του κάτι σαν άσπρες λαμπάδες. Είναι ο καρπός του· από ’κει μαζεύουν την ελατόπισσα. Όλα τα δέντρα της γης έχουν ανώμαλο σχήμα. Μα το κυπαρίσσι στους κάμπους κι ο έλατος στο βουνό στέκουν ολόισια. Γίνονται κατάρτια στα καράβια. Εδώ στα βουνά ο έλατος περιφρονεί τον χειμώνα. Κρατάει χιόνι πολύ. Λυγίζει, που νομίζεις πως θα σπάσει, μα μένει πάντα ίσιος και θυμώνει τον άνεμο που τον μάχεται. Δεν καταδέχεται να φυτρώσει στα χαμηλά. Πρέπει ν’ ανεβούμε ψηλά για να τον απαντήσουμε. Τα παιδιά, κοιτάζοντας απάνω στο βουνό, είδαν ολόκληρο δάσος από έλατα ίσια. Δεν ξέρουμε γιατί τούτος ο γερο-έλατος ήρθε και ζει εδώ μοναχός του».

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Τα ψηλά βουνά», 1918

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΧριστούγεννα στα ψηλά βουνάΧριστούγεννα στα ψηλά βουνά Ξύπνησα αχάραγα. Ξεκινώ να χαράζω, να ξεφλουδίζω, να κόβω. Το κορίτσι μου κοιμάται. Στα γουρλωμένα μάτια μου (μην κοπώ, μη στραβοκόψω, να κρατήσω ακίνητα τα κυδώνια, τα κάστανα που καίνε να τα γδύσω με το γάντι) προβάλλεται ηλεκτρισμένο ντοκιμαντέρ ορεινής μελαγχολίας. Στο ταψί μου χωράνε τα βουνά της χώρας. Από το παράθυρο του νεροχύτη τρυπώνει αντάρα. Καθιστός στην κουζίνα μου, αρχίζω την ανάβαση. Στα πλακάκια της, αντανάκλαση βουβού βουνού. Χαράζω, ξεφλουδίζω, κόβω. Ο φούρνος καίει. Κλείνω τα μάτια και κόβω από τα δέντρα ρενέδες και γκόρτσα και της δίνω. Χαράζω τα αρχικά της σε ένα έλατο. Το ταρακουνάω να πέσει πάνω της χιόνι. Τα φιρικάκια της κοκκίνισαν. Θέλω να της τα δαγκώσω. Κυνηγιόμαστε. (Το βουνό με γεμίζει έναν πιπεράτο παιδικό φόβο.) Χαράζω, ξεφλουδίζω, κόβομαι. Το κορίτσι μου ξυπνάει. Δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Ζητά σοκολατίτσα. Ή μπισκοτάκι. Ό,τι θέλει. Θα καθίσει μαζί μου. Στο ορεινό καταφύγιο της κουζίνας μας μας βρίσκει η αυγή του μύθου. Της λέω για το βουνό των Κενταύρων. Από τους θεούς του Ολύμπου αγαπά τον Ποσειδώνα και τη Δήμητρα. Της λέω για τον Πάνα και φέρνει τη φλογέρα της. Τη φυσάει ανάποδα. Τρομάζει με τα ξωτικά και τις αγγελούδες, της αρέσουν, κολλάει πάνω μου. Κάποια στιγμή θα διαβάσουμε τα «Ψηλά βουνά». Χαράζω, ξεφλουδίζω, κόβω. Η συνταγή έλεγε ένα κιλό κάστανα, ξεπάστρεψα τέσσερα. Ρίχνω μια ματιά στα κυδώνια, θα κοκκινίσουν με το πάσο τους.

Πριν από λίγες μέρες, ένα άλλο κορίτσι, κλαράκι σπασμένο σε μια απίθανη πόρτα εργοστασίου*, αιώνιο κοριτσάκι με τα σπίρτα, φανέρωσε ξανά το σκοτεινό και το κρύο των ανθρώπων. Παίρνω τη Μαρία αγκαλιά. Τα φιρικάκια της είναι ακόμα ξαναμμένα από τον φούρνο του ύπνου. Στην πλάτη της ψηλαφώ την Πίνδο. Βουνό η ζωή των κοριτσιών, σκέφτομαι και τη σφίγγω πιο πολύ.

*Ο γράφων αναφέρεται στο οκτάχρονο κορίτσι που εγκλωβίστηκε σε μεταλλική πόρτα εργοστασίου στο Κερατσίνι και βρήκε τραγικό θάνατο τον Νοέμβριο του 2021.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 188.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών