Στο σόι μας είχαμε και έχουμε κάμποσες καλομαγείρισσες. Ξεχώριζε η Πολίτισσα γιαγιά της μητέρας μου, η Μαρίκα. Η νοστιμιά των φαγητών της φιλοδωρούσε συχνά τον ουρανίσκο των οικείων της, όλοι την παίνευαν και τη μνημόνευαν στην οικογένεια. «Και νερόσουπα να μαγειρέψει η Μαρίκα, ωραία θα την κάνει», έλεγαν θαμπωμένοι. Μάλιστα ζητούσαν από τη μητέρα μου, την αγαπημένη της Μαίρη, κάθε φορά που πήγαινε επίσκεψη στη γιαγιά να τους φέρει μία μερίδα, δύο κουταλίτσες, κάτι από οτιδήποτε είχε μαγειρέψει, να νοστιμευτούν και να ρεμβάσουν. Ακόμα και ένα πινάκιο νερόσουπα. «Α, ωραία που την κάνει!»

Μία όμως ήταν η θρυλική οικοδέσποινα της οικογένειας. Η θεία Μερόπη. Κι αυτή από τη Μικρασία, τη Σμύρνη. Έχω μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες για τη μαγική φιλοξενία με την οποία έδενε τους μουσαφίρηδές της. Η Μερόπη, το γένος Παρθενιάδου, είχε παντρευτεί τον θείο Τζούλιο Αρμάο – Ιούλιος δηλαδή, όμως τον φώναζαν Τζούλιο ως καθολικό. Ο θείος Τζούλιος ήταν αδερφός του παππού μου του Άγγελου – εκείνον σπανίως νομίζω τον έλεγαν Άντζελο, αν και έτσι τον είχαν βαπτίσει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΕκείνο το ταψί που δεν ξαπόσταινε ποτέΕκείνο το ταψί που δεν ξαπόσταινε ποτέ

Το ζεύγος έμενε στην προσφυγική Δραπετσώνα με τα τρία παιδιά τους, τη Μαίρη (την οποία, αν και μεγαλύτερη από τη μητέρα μου, τη φώναζαν χαϊδευτικά Μαιρούλα), τον Βασίλη και τον Νίκο. Είχαν μια ωραία μονοκατοικία με αυλόκηπο, πνιγμένη στα λουλούδια, μου έχουν περιγράψει, αντικριστά από το ταπητουργείο τους. Ο θείος Τζούλιος τελειώνοντας το St Paul στον Πειραιά σπούδασε ταπητουργός και ανέλαβε το εργοστάσιο του πεθερού του μαζί με τη θεία Μερόπη. Έζησαν μια ζωή όμορφη και γεμάτη, με δουλειά και χαρές. Άνοιξαν και άλλες βιοτεχνίες, στην Κέρκυρα, στη Νέα Κίο, στην Ύδρα, στην Τήνο. Στο ισόγειο του σπιτιού τους στη Δραπετσώνα κάποια στιγμή έστησαν εργαστήριο όπου έφτιαχναν πετσέτες προσώπου. Γερά πράγματα, θυμάμαι, παιδί, μια ωραία πετσέτα με γαλάζιους ρόμβους. Και βέβαια όλοι στην οικογένεια έχουμε χαλιά, κάτι ασήκωτα, πυκνά αριστουργήματα με θεσπέσια χρώματα.

Η θεία Μερόπη δούλευε στο εργοστάσιο, παράλληλα μαγείρευε, έκανε νοικοκυριό, φρόντιζε τα παιδιά, ως όφειλaν οι γυναίκες της εποχής. Αυτό που δεν όφειλε κι όμως έκανε με αμίμητη θέρμη ήταν το ότι δεχόταν συχνά πυκνά στο σπίτι της. Κυριακές, γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές έπρεπε εξάπαντος να συμφάγουν όλοι σε εκείνους. Κάθε Κυριακή ο κουνιάδος της, η συννυφάδα της και το παιδί, η μητέρα μου, έπαιρναν τον δρόμο από τα Υδραίικα για τη Δραπετσώνα. Μια φορά ειδοποίησαν πως δεν θα πάνε, καθότι η μικρή Μαίρη άρρωστη, και ήρθε ο θείος Τζούλιος με την κούρσα να τους πάρει να μην παιδευτούν ούτε εκείνοι ούτε το παιδί. «Ντύστε το παιδί και θα του στρώσουμε στο σπίτι να το περιποιηθούμε και να ξεκουραστεί».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣO καφενές είναι ένα κορυφαίο σύμβολο της ΚρήτηςO καφενές είναι ένα κορυφαίο σύμβολο της Κρήτης

Παραμονές Πρωτοχρονιάς (ακόμα και τότε η θεία δούλευε μέχρι το βράδυ, για να προλάβουν τις παραγγελίες) έστρωνε το μυθικό τραπέζι της και έπειτα ένα άλλο για τη χαρτοπαιξία. Καθόταν και εκείνη μαζί τους να παίξει, κουτούλαγε η καημένη από την κούραση, έκλειναν τα μάτια της, θυμάται η μητέρα μου. «Μερόπη, η σειρά σου», την πείραζαν. «Ναι, ναι, βλέπω εγώ, έννοια σας». Τους έβρισκε όλους μαζί το ξημέρωμα. Εκείνη σηκωνόταν από το τραπέζι πιο νωρίς, να φτιάξει σούπα, πατσά ή μια μαλακτική μακαρονάδα για τους χαρτοπαίκτες. Αφού έτρωγαν, έστρωνε κρεβάτια και καναπέδες σε όλα τα δωμάτια να ξεκουραστούν. Είχε ήδη κάνει, άγνωστο πότε, σε κάποιον παράλληλο χρόνο, ετοιμασίες για το γιορτινό γεύμα, ξεκουραζόταν μια στάλα και το αποτέλειωνε. Γευμάτιζαν αργά το μεσημέρι. Η μητέρα μου θυμάται ακόμα το μοσχαρίσιο νουά που έκανε κοκκινιστό στην κατσαρόλα. Το έκοβε λεπτεπίλεπτες φέτες σαν ζαμπόν και το συνόδευε με ένα βουτυράτο σμυρναίικο πιλάφι.

Η θεία Μερόπη, με συγκρότηση πολεμική και αντοχές Άτλαντα, στρατηγίνα, σιδερένια γυναίκα, που έφερνε βόλτα δουλειά, δουλειές, το εργοστάσιο, τις πωλήσεις, τα παιδιά, γονείς, πεθερικά, αρρώστους, που μαγείρευε και έστρωνε ατσαλάκωτο τραπέζι, ένιωθε καθήκον της ιερό να δέχεται και να καλοδέχεται επισήμως, με τιμές και νεραϊδένια χάρη τους οικείους της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΗ κενότητα της εν κενώ μαγειρικής: όχι άλλο sous vide παρακαλώ!Η κενότητα της εν κενώ μαγειρικής: όχι άλλο sous vide παρακαλώ!

Να ήταν που έτσι ήταν μαθημένη από τη Σμύρνη και ήθελε στα τραπέζια της να βρει τον απολεσθέντα παράδεισό της; Να ήταν ο δικός της τρόπος για την αναζήτηση της ευτυχίας; Τι ένιωθε; Τι έψαχνε; Ποια χαρά μέσα από τη χαρά του μοιράσματος; Να ένιωθε με αυτόν τον τρόπο άτρωτη και στο απόγειο της ζωντάνιας της; Μια μπαταρία που γέμιζε όσο άδειαζε;

Η θεία Μερόπη πέθανε νωρίς, στα 57 της χρόνια, από κίρρωση του ήπατος, χωρίς να έχει πιει μια στάλα στη ζωή της. Κάποια ηπατίτιδα είχε περάσει παλαιότερα, είπαν οι γιατροί. Νοσηλεύτηκε έναν χρόνο, έφυγε ανάμεσα στους αγαπημένους της. Προς το τέλος, δεν καλομίλαγε: «Σ’ απαπάω, σ’ απαπάω», έλεγε στη μητέρα μου και στον πατέρα μου, που πήγαιναν να τη δουν, και έπιανε το στήθος της στο μέρος της καρδιάς.

Πρέπει όση αγάπη έδωσε, άλλη τόση να πήρε. Ζει ακόμα στη μνήμη των δικών της.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 211.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών