Τα ταξίδια στις προσωπικές αναμνήσεις των γεύσεων χαρτογραφούνται μέσα μας με εικόνες, όπως αυτές στους άτλαντες των πρώτων χαρτογράφων. Στην εισαγωγική εικόνα του χάρτη της γεύσης των παιδικών μου χρόνων είναι ζωγραφισμένη η γιαγιά μου να ξεφουρνίζει από τη μασίνα της τις πιο νόστιμες πατάτες της αθωότητάς μου.
Οι μασίνες όμως, όπως και οι πατάτες, μπήκαν στα ελληνικά σπίτια αφού πρώτα τις έφεραν οι Βορειοευρωπαίοι από την Αμερική. Η γιαγιά μου είμαι σίγουρος πως ήξερε την ιστορία με τις πατάτες και τον Καποδίστρια, αλλά δεν πιστεύω πως γνώριζε ότι οι απλές ξυλόσομπες αλλά και αυτές με τον φούρνο, δηλαδή οι μασίνες, αποτελούσαν αντικείμενο εφαρμογών της επιστήμης της μεταλλουργίας και της θερμοδυναμικής του 18ου και του 19ου αιώνα στη Δύση.
Τις σόμπες τις σχεδίασαν και τις κατασκεύασαν πρώτα ευρεσιτέχνες στην Αμερική, στηριγμένοι σε παλιότερα ευρωπαϊκά μοντέλα κατασκευών. Στις σιδερένιες κατασκευές τους ήθελαν να αξιοποιήσουν –αποδοτικότερα και καλύτερα από τα ανοιχτά τζάκια– τη ζέστη από τη φωτιά των ξύλων. Βασικά υλικά κατασκευής τους ήταν το σίδερο και το μαντέμι. Πρώτα, βέβαια, οι σόμπες έκαιγαν μόνο ξύλα, αργότερα προστέθηκε το πετρέλαιο και το γκάζι ως καύσιμη ύλη.
Ο φούρνος για μαγείρεμα προστέθηκε στις σόμπες αργότερα και ήταν ιδέα επαναστατική, που άλλαξε ριζικά τον τρόπο του μαγειρέματος μέσα σε κλειστούς χώρους. Από τις ανοιχτές και δύσκολα διαχειρίσιμες φωτιές των ξύλων στα τζάκια και σε χτισμένους φούρνους, η μαγειρική θα γινόταν τώρα πια σε πιο ελεγχόμενο και απλοποιημένο περιβάλλον.
Για τον ελληνικό χώρο, ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Το ταντούρι και το μαγκάλι» αναφέρεται στη διάδοση της χρήσης της ξυλόσομπας ως νεοτερισμού του 19ου αιώνα, που αντικατέστησε τα προηγούμενα μέσα θέρμανσης. Η ελληνική λέξη «σόμπα», λέει ο Πετρόπουλος παραπέμποντας σε διάφορους λεξικογράφους, προέρχεται από την τουρκική «soba», η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ιταλική «stufa», η οποία σχετίζεται με λέξεις που σημαίνουν «κρέας ψημένο σε σιγανή φωτιά». Στο τέλος της ετυμολογικής ανάλυσης φτάνει στην ελληνική λέξη «τύφος», που σημαίνει ατμός. Τις σόμπες αρχικά τις έφτιαχναν σε μικρά εργαστήρια λευκοσιδηρουργίας, τα σομπατζίδικα.
Δεν γνωρίζω αν αρχικά οι Έλληνες ήμασταν καχύποπτοι με τις σόμπες και τις μασίνες όπως με τις πατάτες. Δεν έχω ακούσει για κάποιο τέχνασμα προκειμένου να πεισθούμε να τις βάλουμε στα σπίτια μας. Ξέρω όμως ότι την περίοδο του
εξηλεκτρισμού, για τις ηλεκτρικές κουζίνες γίνονταν επιδείξεις και σεμινάρια μαγειρικής στις Ελληνίδες νοικοκυρές.
Η φωτιά των ξύλων που καίει μέσα στις μασίνες ήταν από την αρχή αυτό που γνωρίζαμε και θέλαμε ως μαγείρεμα και ως ζεστασιά στα σπίτια μας. Συνήθως πάλι, με ό,τι συνδεόμαστε πάρα πολύ ως λαός το ανθρωπομορφίζουμε και το θεοποιούμε. Έτσι και ο ποιητής Γιάννης Υφαντής ένιωσε τη σόμπα σαν απόγονο της σπιτικής θεάς Εστίας:
«Με ποιονε απόψε να μιλήσω, Σόμπα
Γριά μου χιμπατζίνα, σιδερένια ζεστή μου γιαγιά
Σόμπα με βίδες και με πόρτα στην κοιλιά σου, Σόμπα
Που υψώνεις τον βραχίονά σου από μπουριά και
Μπήγεις τη ζαρωμένη σου γροθιά στον τοίχο, Σόμπα
Κι αν είναι ντενεκένια η καρδιά σου και στις φλέβες σου
τρέχει πετρέλαιο, ξέρω πως
Είσαι ενσάρκωση του ’γνι και απόγονος
Της σπιτικής θεάς Εστίας…»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Σόμπα» του Γιάννη Υφαντή, από τη συλλογή «Μανθρασπέντα», εκδ. Τραμ, 1977)
Το φθινόπωρο και ο χειμώνας της γεύσης των παιδικών χρόνων είναι κατσαρόλες με κοτόσουπες και κάστανα πάνω στη μασίνα. Είναι το καπάκι της το ανοιχτό και η φωτιά που ξεπηδάει κι αγκαλιάζει ένα μαύρο τηγάνι με αυγά που τηγανίζονται σε χοιρινό λίπος.
Τους ζεστούς μήνες τις μασίνες τις βγάζαμε έξω, στις αυλές των σπιτιών. Στις ζωγραφιές του Αυγούστου υπάρχει μια κληματαριά και η μασίνα στην αυλή να μελώνει όλα τα λαχανικά του κήπου μέσα σε ένα ταψί.
Κάποια Κυριακή του Πάσχα στην Ήπειρο, μου είπε ο φίλος μάγειρας Παναγιώτης Σιαφάκας, έβρεχε και είχε χειμωνιάτικο κρύο. Ο παππούς του δεν έψησε το αρνί στη σούβλα, η γιαγιά του μαγείρεψε το αρνί στη μασίνα με πατάτες. Σε εκείνο το παιδικό Πάσχα του Παναγιώτη είναι ζωγραφισμένη η αγάπη της γιαγιάς του.