Φαγωμένα νύχια, πού να σκίσει τις κάψες. Με ένα μυτερό μαχαιράκι, από αυτά τα φτηνιάρικα με την πλαστική λαβή που πουλάνε σε παζάρια και λαϊκές, ανοίγει μια τρυπίτσα στο φλούδι. Μοιάζει με δέρμα σαύρας. Την ανοίγει λίγο ακόμα και μαζεύει τα σποράκια στη χούφτα του. Πιάνει να δαγκώσει ένα, ξέρει, είναι λίγο σαν πετραδάκι. Προσέχει μη σπάσει κανένα δόντι και έχουμε άλλα.

Γυροφέρνει το σποράκι στο στόμα του, το παίζει με τη γλώσσα, το κρύβει σε μια κουφάλα του κάτω δεξιά γομφίου. Μετά από λίγο το φέρνει στα μπροστινά δόντια. Το σπάει και σκάει, κρακ, ξαφνιάζεται και σφίγγει τα μάτια από την ένταση της μυρωδιάς. Μουδιάζει η μύτη της γλώσσας του. Μια δροσερή πίκρα και αυτό το πυκνό αρχαίο άρωμα κατακλύζει το στόμα του. Ανεβαίνει στα ρουθούνια από μέσα, κατεβαίνει στη ρίζα της γλώσσας, δροσίζει τον λαιμό. Κάθε φορά τα ίδια. Θυμάται ένα ποίημα του Rabindranath Tagore:

Το τραγούδι μου θα ’ναι ένα ζευγάρι φτερά για τα όνειρά σου.

Θα ταξιδέψει την καρδιά σου στο χείλος του αγνώστου.*

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΕκείνο το ταψί που δεν ξαπόσταινε ποτέΕκείνο το ταψί που δεν ξαπόσταινε ποτέ

Ψήνει σε τηγανάκι τα σποράκια. Θα αρχίσουν να χορεύουν σε λίγο. Η κουζίνα θα μυρίσει όπως το στόμα του.

Θυμάται τον καπετάνιο. Του ’χε πει για την Ινδία. Για τη ζωή και τον θάνατο, για τον πλούτο και τη φτώχεια, τόσο κοντά το ένα με το άλλο, αγκαλιά, κολλητά. Ένα. Του ’χε πει για τα χρώματα, τα όμορφα ρούχα και τα γλυκά μάτια των παιδιών. Πως τρώνε κατιφέδες και πως οι δρόμοι μυρίζουν μπαχάρια. Το ωραιότερο τσάι το ’χε πιει, λέει, στην Ινδία.

Βάζει τα σποράκια στο γουδί. Θα τα στριφογυρίζει για ώρα με το γουδοχέρι, πιέζοντάς το, να αρχίσουν να τρίβονται. Δεν τα κοπανίζει, παρά μόνο προς το τέλος. Παίρνει τον χρόνο του. Ηρεμεί και σαν να φτάνει στην καρδιά των πραγμάτων. Κοιτάζει τα χέρια του. Οι τρίχες έχουν αρχίσει να ασπρίζουν. Το δέρμα να στεγνώνει. Μοιάζει με το φλούδι της κάψας, μοιάζει με δέρμα σαύρας. Αρχαίο δέρμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΕπιμένουμε ελληνικά, επιμένουμε εβρίτικαΕπιμένουμε ελληνικά, επιμένουμε εβρίτικα

Έχει τέσσερα χρόνια που έχει πεθάνει εκείνος που ’χε κάνει τα αληθινά μακρινά ταξίδια. Τίποτα δεν έμαθε στ’ αλήθεια. Δεν πρόλαβε να τον εξομολογήσει. Χαμένες ευκαιρίες. Και ο καπετάνιος έτρωγε τα νύχια του.

Και όταν η φωνή μου σωπάσει στον θάνατο,

το τραγούδι μου θα ακούγεται στη ζωντανή καρδιά σου.

Τα χρόνια πέρασαν όσο κοπάνιζε τα σποράκια στο γουδί. Κι έμεινε α-α-αταξίδευτος. Τα πιο μακρινά ταξίδια τα έχει κάνει από την κουζίνα του.

Η κουζίνα του. Βαπόρι και αεροπλάνο. Καταφύγιο πολέμου. Κελάκι μοναστηριού. Συναισθηματική πρωτεύουσα της ζωής του. Ποτάμι που εκβάλλει σε θάλασσες οικείες και ξένες.

Καλά είναι κι έτσι. Το κακουλέ είναι κι αυτό μια βαρκούλα.

 

*πρόχειρη δική μου μετάφραση του ποιήματος «Song» του Rabindranath Tagore

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 198.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών