Στο υπόγειο εργαστήριο του Proveleggios με τον sci-fi μπλε φωτισμό, που ψαρώνει λίγο όσους κατεβαίνουν τη σκάλα του εστιατορίου, οι μάγειρες ψάχνονται, κάνουν το δικό τους προζύμι, φτιάχνουν τυριά και σήμερα ψήνουν κάτι που μυρίζει σαν τσουρέκι, αλλά λίγο πιο εθιστικό. Και το μπαρ όμως δεν πάει πίσω στα πειράματα.
Μικροεκρήξεις γεύσεων, πάντα όμως ισορροπημένες. Είναι ποτά που δεν φωνάζουν. Ενώ τα απολαμβάνεις, δεν θα σε αναγκάσουν να σταματήσεις την κουβέντα για χάρη τους.
Πίσω από τα όμορφα, αφαιρετικής αισθητικής ποτά της μπαρ μάνατζερ Πόπης Σεβαστού κρύβονται «μαγειρέματα» και ημέρες προετοιμασίας. Και πολλά μυστήρια βάζα. Μετά από χρόνια στη ναυτιλία, η Πόπη αποφάσισε να τα αφήσει όλα και να αφιερωθεί στο bartending. Αν έχεις καθίσει στη μπάρα του Nolan ή του Proveleggios, μάλλον θα σε έχει κερδίσει τόσο με την ευγένειά της όσο και με το περιεχόμενο των ποτηριών της.
Μικροεκρήξεις γεύσεων, πάντα όμως ισορροπημένες. Είναι ποτά που δεν φωνάζουν. Ενώ τα απολαμβάνεις, δεν θα σε αναγκάσουν να σταματήσεις την κουβέντα για χάρη τους, αλλά την επόμενη φορά θα θυμηθείς να ζητήσεις το «νούμερο 11», με τη γήινη αίσθηση και την ελαφριά ξινάδα: τζιν, μυρωδικά, αλάτι, σιρόπι από τσάι του βουνού, rangpur lime (κάτι ανάμεσα σε μανταρίνι και μοσχολέμονο).
Και πάμε πίσω στα βάζα της. Αυτά είναι ζωντανά! Όταν η Πόπη ανοίγει τα καπάκια τους, εκείνα αφρίζουν και κάνουν ήχους. Στο εσωτερικό ενός από αυτά ζει ένα περίεργο γκρίζο πλάσμα (λέγε με σκόμπι). «Σε πολύ βασικό επίπεδο, το fermentation –ζύμωση, στα ελληνικά– είναι η διαδικασία μετατροπής της τροφής από μικροοργανισμούς – είτε βακτήρια, είτε ζυμομύκητες, είτε μούχλα. Επιστημονικά η ζύμωση είναι η διαδικασία με την οποία ένας μικροοργανισμός μετατρέπει τη ζάχαρη σε άλλη ουσία με την απουσία οξυγόνου», εξηγεί η ίδια ενώ μας παρουσιάζει την κομπούχα (ελαφρώς ανθρακούχο τσάι-προϊόν ζύμωσης), που βρίσκει τον δρόμο της σε διάφορα ποτά που σερβίρονται στον πεζόδρομο της Παραμυθιάς.
«Τις πρώτες ζυμώσεις τις είδα στα βαρέλια του πατέρα μου, που προσπαθούσε να φτιάξει κρασί», λέει. «Σχεδόν καθημερινά παρατηρούσα τις επιφάνειες των βαρελιών που φούσκωναν και μεταμορφώνονταν. Όλες αυτές οι μπουρμπουλήθρες ήταν μικροοργανισμοί που παρήγαν ένζυμα τα οποία μετέτρεπαν τα σάκχαρα των σταφυλιών σε αλκοόλ. Ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά. Τώρα οι ζυμώσεις φαίνεται πως έχουν γίνει της μόδας και στο φαγητό και στο ποτό. Είναι ωραίο που όλο και περισσότεροι ασχολούνται και πειραματίζονται, αλλά να μην ξεχνάμε ότι θέλει πολλή μελέτη και έρευνα μέχρι να φτάσουμε στο τελικό θεμιτό αποτέλεσμα».
Ποτά εμπνευσμένα από ταξίδια
Χειρόγραφα ταμπελάκια υπενθυμίζουν περιεχόμενα και οδηγίες: τσάι κομπούχα, μαγιά τζίντζερ που θα γίνει σπιτικό αναψυκτικό, παντζάρια για ουκρανικό Kvass. Το tepache, από την άλλη, έχει μεξικανική καταγωγή. Αφού τα «καλά» κομμάτια του ανανά πολτοποιηθούν για να γίνουν καλοκαιρινά κοκτέιλ με ρούμια και κανέλα, οι φλούδες δεν πετιούνται στα σκουπίδια. Μαζί με τον σκληρό πυρήνα του φρούτου, κομμάτια τσίλι και λίγα καρφιά γαρίφαλο κάνουν παρέα και ζυμώνονται για μερικές μέρες, ώστε να δώσουν τελικά ένα είδος νόστιμου, φυσικού αναψυκτικού.
Η Πόπη δεν έχει καταφέρει ακόμα να δει από κοντά το Μεξικό, αλλά, όπως λέει η ίδια, «δουλεύει για να ταξιδεύει». Κομμάτια από κάθε ταξίδι πολύ συχνά καταλήγουν στα ποτά της. «Στη Σιγκαπούρη, ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού μου ήταν τα μπαρ. Πήγα να δω τις τάσεις, τα ποτήρια, ακόμα και τον τρόπο που κινούνται οι bartenders. Ε, και έπαθα σοκ. Υπήρχαν απίστευτα μίνιμαλ μπαρ. Εκεί κόλλησα και εγώ την αφαιρετική ιδεολογία και την αγάπη για τα καλά, εποχικά συστατικά».
Άλλη χρονιά έκανα 2.500 χιλιόμετρα τον γύρο της Ισλανδίας. Σε 17 μέρες ζήσαμε όλους τους καιρούς· από ήλιο και μπάνιο μέχρι κρύο και αντιανεμικά. Τη δέκατη μέρα μείναμε σε ένα σπίτι στη μέση του πουθενά. Tο τοπίο ήταν σεληνιακό. Βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο τραπέζι δύο Ελληνίδες, δύο Αμερικανοί, δύο Ισπανοί, δύο Κινέζοι και η Ισλανδή που είχε τον ξενώνα, να τρώμε όλοι μαζί. Άκουγες όλες τις γλώσσες, ώσπου μετά από λίγο αρχίσαμε να μιλάμε όλοι αγγλικά και ο Ισπανός κατέληξε να φτιάχνει σανγκρίες να πιούμε, εγώ να βοηθάω. Η Ισλανδή έβαλε κάποια δικά τους καρυκεύματα στη σανγκρία και κάτι πήρα και εγώ. Σμίξαμε οι πολιτισμοί, ήπιαμε, φάγαμε, ήταν τρομερό», θυμάται.