Ο Θείος Τάκης αγαπούσε πολύ το ψαροντούφεκο. Μανιάτης βέρος, λεπτός, νευρώδης, με σκοτεινό βλέμμα και μόνιμα σφιγμένα χείλια, βουτούσε σαν βέλος στο νερό από έναν βράχο, με μια λαστιχένια μάσκα, το ψαροντούφεκο κι ένα χοντρό σχοινί γύρω από τη μέση. Τον χάναμε για δυόμισι με τρία λεπτά τα μετρούσαμε με τα πλαστικά ρολόγια στον καρπό μας. Έβγαινε ξανά από το νερό, στο ίδιο ακριβώς σημείο από όπου είχε βουτήξει, σκαρφαλώνοντας στα κοφτερά βράχια σαν να πατούσε σε πούπουλα, προσφέροντας ένα απόκοσμο θέαμα στους τουρίστες με κάμποσες χταποδάρες να κρέμονται από το σχοινί στη μέση του, κάποιες ακόμη ζωντανές, κουνούσαν τα πλοκάμια τους. Ερχόταν κοντά μας, έλυνε τα χταπόδια ένα ένα και μας έλεγε: «Ξέρετε». Με τα χέρια μας, λιανά και με μήκος όσο και τα πλοκάμια, αρπάζαμε τα χταπόδια κι αρχίζαμε το κοπάνισμα στα βράχια, μέχρι να αφρίσει ο τόπος. Τα φορτώναμε στις πλάτες και τα πηγαίναμε στις μανάδες μας για καθάρισμα.

Το βράδυ, ο θείος Τάκης και ο πατέρας μου άναβαν τα κάρβουνα κι εμείς τα πιτσιρίκια περιμέναμε τη μερίδα μας: στο ένα χέρι το καλοψημένο πλοκάμι, στο άλλο χέρι το κομμένο λεμόνι. Δίναμε στα κρυφά και από καμιά μπουκιά στη γάτα. Τα καλοκαίρια στη Μονεμβάσια, στο σπίτι του παππού (που δεν χώνευε καθόλου το «Μονεμβασιά»), ήταν ταυτισμένα με τα χταπόδια. Ακόμη και τώρα, που το σπίτι στο κάστρο έχει πουληθεί εδώ και χρόνια και πάω σαν απλή επισκέπτρια, μόλις περάσω την πύλη και δω ξανά την πρώτη μπούκα στα δεξιά προς τα κοφτερά βράχια, μου έρχεται στον νου πάντα ο αφρός των χταποδιών και μαζί η τραγανή τους κρούστα το βράδυ.

Στο σπίτι του άλλου παππού, έξω από τους Μολάους, σε έναν ξεχασμένο οικισμό με το ταμάμ όνομα Γκαγκανιά, γιατί ήταν γεμάτος γαϊδουράγκαθα, τα καλοκαίρια ήταν διαφορετικά. Μακριά από τη θάλασσα, αλλά με έναν ουρανό όλο δικό μας. Ρεύμα δεν είχε το χωριό και τα παιδιά μαζευόμασταν μόλις έπεφτε το σκοτάδι και δεν είχε φεγγάρι, για να δούμε τον ουρανό και να μας πει ο μπαμπάς τους αστερισμούς, έναν έναν. «Αν δείτε κάτω κάνα αστεράκι, μην το πειράξετε, προσπαθεί να ανέβει ξανά ψηλά», μας έλεγε, για να μη ζουλάμε στα μούτρα μας τις πυγολαμπίδες που ψάχναμε στα ξερόχορτα.

«Αν δείτε κάτω κάνα αστεράκι, μην το πειράξετε, προσπαθεί να ανέβει ξανά ψηλά», μας έλεγε, για να μη ζουλάμε στα μούτρα μας τις πυγολαμπίδες που ψάχναμε στα ξερόχορτα.

Τα μεσημέρια προσπαθούσαμε να κάνουμε ησυχία για να κοιμηθούν οι μεγάλοι και μαδούσαμε αθόρυβα τους τοίχους από το ασβεστόχρωμα. Η μαμά έριχνε ξυλιές γνήσια λακωνικές γιατί είχαμε μαδήσει κάμποση επιφάνεια και τελικά μπουχτισμένη μάς άφηνε να αμοληθούμε στις ξερολιθιές και να ψάξουμε σκορπιούς και αράχνες, που φυλακίζαμε σε γυάλινα βάζα με καπάκι. Στο τέλος του καλοκαιριού νικητής ήταν αυτός που είχε μαζέψει τα περισσότερα.

Το φετινό αφιέρωμα στην Πελοπόννησο, αν και εαρινό και όχι θερινό, με μόλις μια δυο από τις φωτογραφίες του, μου έφερε ξανά στον νου ξεχασμένες εικόνες από όλα τα παιδικά καλοκαίρια, που για μένα ήταν μοιρασμένα ανάμεσα σε θάλασσα και ξεραΐλα, αλλά πάντα λακωνικά. Και με κάποιον τρόπο, άγρια.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 182.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών