O κύριος Γιώργος Γ. είναι συνταξιούχος τεχνικός της τοπικής επιχείρησης ύδρευσης στη Ζάκυνθο. Αγαπούσε όμως τους μεζέδες της ταβέρνας και τους μαγείρευε ωραιότατα. Όταν λοιπόν πήρε τη σύνταξή του, ανήσυχος και διαόλι όπως ήταν ανέκαθεν, αρνήθηκε να κλειστεί στο σπίτι και να παριστάνει τον κουρασμένο παλαίμαχο της ζωής. Βρήκε μια μικρή γωνιά στη λαϊκή αγορά του νησιού που γίνεται τρεις φορές την εβδομάδα στο λιμάνι, έστησε έναν παλιό πάγκο, ανάμεσα στους υπόλοιπους της λαϊκής, έβαλε πάνω μια μεγάλη γκαζιέρα κι άρχισε τα μαγειρέματα. Σπεσιαλιτέ; Οι τηγανητές πατάτες.

Έπαιρνε τις καλύτερες, από το Μπελούσι, από τον παραγωγό στον διπλανό πάγκο, και τις τηγάνιζε σε μια μεγάλη κατσαρόλα τίγκα στο ντόπιο ελαιόλαδο. Σε ένα μπουκάλι του νερού είχε ανακατέψει ωμό ελαιόλαδο, χυμό λεμόνι, λιωμένο σκόρδο και ρίγανη. Αλάτιζε τις καυτές πατάτες με αφράλα ζακυθινή, τις ράντιζε με το αρωματικό του λαδολέμονο τόσο-όσο, τις έστηνε λόφους σε μεγάλες πιατέλες και κερνούσε -ναι! κερνούσε!- τους πελάτες της λαϊκής. Περνούσες από τους πάγκους, αγόραζες τα ζαρζαβατικά σου και τσιμπολογούσες τις θεϊκές του πατάτες.

Ανάλογα με την εποχή και τα κέφια του, τηγάνιζε κολοκυθάκια, πιπεριές και μελιτζάνες, όλα από τους φίλους του γείτονες παραγωγούς. Και κολυθοκεφτέδες τηγάνιζε, και σαλάτα αγγουροντομάτα έφτιαχνε με μπόλικη αφράλα και λάδι, και προζυμένιο ζακυθινό ψωμί φρυγάνιζε που το βουτούσε στην απολαδία της σαλάτας κι έδινε σ’ όποιον περνούσε. Αξέχαστοι μεζέδες, δεν έχω φάει νοστιμότερους στη ζωή μου! Καμιά φορά έφερνε και μια σαραβαλιασμένη ψησταριά κι έψηνε και κανένα σουβλάκι ή πανσέτα στα κάρβουνα, δύο μπουκιές μεζές για όποιον τυχερό περνούσε.

Το καλύτερό του ήταν το καλοκαίρι. Μερικοί τουρίστες που ξεστράτιζαν από τις βόλτες στην πόλη της Ζακύνθου και περνούσαν από τη λαϊκή, ήταν ο στόχος του. Κάρφωνε γιγάντιες πιρουνιές με πατάτες και με τη δυνατή φωνή του τους καλούσε σε άπταιστα ζακυθινά για να τους κεράσει. Διστακτικοί αυτοί στην αρχή, δεν ήξεραν αν έπρεπε να πληρώσουν ή όχι, χαμογελαστοί όμως και ενθουσιασμένοι με τη νοστιμιά, κατάπιναν τις λαχταριστές μπουκιές τη μία μετά την άλλη και ξεκινούσαν μαζί του έναν απίθανο διάλογο, αυτοί στη γλώσσα τους, αυτός στα ζακυθινά, συνεννοούνταν τέλεια και ήταν οι μεν και ο δε ευτυχείς και χαρούμενοι.

Η αδυναμία του όμως ήταν η συνάδελφός μου κι εγώ: εκείνη εικονολήπτρια, εγώ ρεπόρτερ, και οι δύο σε ένα τοπικό Μέσο της Ζακύνθου, γυρνούσαμε το νησί κάθε μέρα για το ημερήσιο ρεπορτάζ. Τις ημέρες της εβδομάδας που λειτουργούσεη λαϊκή,ανυπομονούσαμε νωρίς το μεσημέρι να περάσουμε από τον πάγκο του κύριου Γιώργου να μας κεράσει τους μεζέδες του γιατί, έλεγε, τρέχουμε όλη μέρα κι έπρεπε να στυλωθούμε. Φεύγαμε σκασμένες στους μεζέδες, τρομερά χαρούμενες που μας φρόντιζε με τόσο νοιάξιμο κάποιος που θα μπορούσε να είναι ο παππούς μας, και συνεχίζαμε τα ρεπορτάζ της ημέρας.

Έχω φύγει χρόνια από το νησί αλλά αν θυμάμαι μια γεύση που ακόμη με συναρπάζει, είναι αυτές οι φοβερές τηγανητές πατάτες με το σκορδόλαδό τους, καυτές, χοντροκομμένες, τραγανές, ζουμερές και μυρωδάτες, καρφωμένες μάτσο στο πιρούνι και κερασμένες με συγκινητική επιμονή από τον κύριο Γιώργο -που μια σοβαρή επέμβαση δεν τον εμπόδισε να επιστέψει στον πάγκο του όταν ανέρρωσε. Ξέρω ότι είναι ακόμη εκεί και κερνάει τους περαστικούς και τους πελάτες της λαϊκής. Αν βρεθείτε στο νησί, περάστε μια βόλτα από τη λαϊκή, το πιθανότερο είναι να βρίσκεται εκεί και να σας κεράσει τις τηγανητές πατάτες του. Θα με θυμηθείτε.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 184.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών