Ο σεφ Χάρης Νικολούζος, ο Γιώργος Καβακλής και ο Κώστας Καρατζόγλου γνωρίζονταν χρόνια. Από τον καιρό που ο πρώτος ήρθε στην Αθήνα από την Κέρκυρα ‒δούλευε στο εστιατόριο Διόνυσος τότε‒ και μένοντας στη Δάφνη, έπινε τα ποτά του στο μπαρ των δεύτερων. Εκεί, στο Spoiled, που κοντεύει πλέον τα δέκα χρόνια, συνεργάστηκαν για κάποιες ειδικές βραδιές με bar food και κοκτέιλ. Άρχισαν να συζητούν την προοπτική να κάνουν κάτι πιο μόνιμο μαζί. Όταν κάποια στιγμή βρέθηκε ένας χώρος σε κοντινή απόσταση, αποφάσισαν να το βάλουν μπρος. Με τον σεφ να σκοπεύει να κινηθεί στο δρόμο που άνοιξε η γαλλική μπιστρονομία (bistronomie, από τα bistrot και gastronomie), που πρεσβεύει ένα γαστρονομικό φαγητό σε πιο απλή μορφή και σε λιγότερο στημένο περιβάλλον, το όνομα προέκυψε από τη χιουμοριστική διάθεση της παρέας. Αναφέρεται σε ένα επεισόδιο των Απαράδεκτων στο οποίο ο Ζεράρ, ο Γάλλος φίλος του Γιάννη που έρχεται να τον επισκεφτεί, μπορεί να διαθέτει τις… περγαμηνές (έχει σπουδάσει στη Σορβόννη), αλλά δεν έχει ίχνος από τη γαλλική κουλτούρα και τη φινέτσα που αναμένει η τετράδα.
Φαγητό με ελληνική βάση, ανεπιτήδευτα γκουρμέ, σ’ ένα εστιατόριο που βρήκε τη θέση σε έναν πεζόδρομο μερικά λεπτά περπάτημα από το μετρό της Δάφνης, ανάμεσα σε δύο ψησταριές: με το Jerár (γιατί έτσι προφέρουμε το γαλλικό Gerárd στα ελληνικά), η τριάδα θέλησε να δημιουργήσει μια διαφορετική πρόταση εξόδου για την περιοχή. Στο χώρο που έχει διαμορφώσει το αρχιτεκτονικό γραφείο της Άννας Γαβαλά, τον κεντρικό ρόλο έχει η μεγάλη ανοικτή, ντυμένη με λευκά πλακάκια κουζίνα, όπου βλέπεις τον σεφ και την ομάδα του επί το έργον. Η μινιμαλιστική διακόσμηση δρα καθησυχαστικά, το περιβάλλον έχει μια ωραία ηρεμία. Βοηθάει κι η χαλαρή μουσική, που κινείται μεταξύ soul και jazz.
Διαλέξαμε μια φιάλη από τη λίστα που επιμελούνται ο Γιάννης Επισκοπάκης και ο Κώστας Φράγκος, η οποία παίζει στο δίπολο Ελλάδα-Γαλλία, εστιάζοντας κυρίως σε μικρά οινοποιεία, με αρκετές επιλογές σε φυσικά και βιοδυναμικά κρασιά (μπορεί πάντως κανείς να ξεκινήσει και με κάποιο από τα εμφιαλωμένα κοκτέιλ του Soiled) και λίγο αργότερα άρχισαν να έρχονται τα πρώτα πιάτα. Η ταραμοσαλάτα με φαγόπυρο και λάδι αρωματισμένο με αμπελόφυλλο, λεία, σαν κρέμα, ήταν νόστιμη. Και το σκουμπρί «σαβόρο», κεντημένο με πίκλες (αγγούρι και ραπανάκι) και ραντισμένο με το νερό τους, καλό, ο πολύ γλυκός πουρές από χουρμάδες, όμως που είχε στο πλάι του δεν σ’ άφηνε να χαρείς τον ξιδάτο χαρακτήρα του. Τώρα ο σεφ του έχει προσθέσει και μερικές φετούλες αυγοτάραχο για να ισορροπήσει. Τα χορτοπιτάκια με την πλούσια γέμιση, που μοιάζουν σαν τραγανά λουλουδάκια και το τηγανητό κουνέλι, σε στιλ chicken nuggets, κρατσανιστό απέξω, ζουμερό από μέσα, με μια μαγιονέζα αρωματισμένη με σπετσερικά, αποτυπώνουν την μοντέρνα οικειότητα του μενού.
Δεν είναι μόνο τα μπαχαρικά της παστιτσάδας που παραπέμπουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του Xάρη Νικολούζου. Στοιχεία της κερκυραϊκής σπεσιαλιτέ επανέρχονται και στo κοτόπουλο. Παρότι όμορφα σερβιρισμένο, πάνω σε πουρέ από κρεμμύδι και ψωμί, με γευστική σάλτσα, ήταν άτονο σε γεύση και υφή – πρώτες μέρες η κουζίνα έβρισκε ακόμη τα πατήματά της‒ με αποτέλεσμα το έξυπνο «πιτόγυρο» (που… κλείνει το μάτι γειτονικές ψησταριές) με το ψιλοκομμένο μπουτάκι που είχε στο πλάι του να κλέβει την παράσταση. Το prime rib που ακολούθησε ήταν ζουμερό, ωραία ψημένο. Φύγαμε με τη γεύση της medovic, μιας μαλακής μελόπιτας με λεπτό παντεσπάνι, μέλι, κρέμα ζαχαροπλαστικής και σμετάνα (ξινή κρέμα), που συνοδεύεται με παγωτό μέλι κι ενός μαγαζιού που αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη στην περιοχή και περιμένουμε να δούμε την εξέλιξή του ‒ οι δημιουργοί του έχουν πολλές ιδέες.