Έχει την άπλα του. Χώρο για το γκόλντεν ριτρίβερ της διπλανής παρέας να αράξει, χώρο για το δίχρονο να εξερευνήσει παραπατώντας, για αυτούς που ήρθαν για τσιπουράκι και μεζέ μετά τη δουλειά, άλλους που πίνουν στα όρθια μια μπίρα γέρνοντας σε ένα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Το Αφαία άνοιξε πριν λίγες εβδομάδες σε αεράτο, αβανταδόρικο σημείο, ακριβώς στην επόμενη γωνία από το ιστορικό πιλοποιείο του Πουλόπουλου, ανάμεσα στο Θησείο και τα Πετράλωνα και κοντά στα θέατρα της περιοχής. Είναι καλή επιλογή αν θέλεις να μαζέψεις ήλιο. Το βράδυ πάλι θα τσιμπολογήσεις και θα πιεις χαζεύοντας το πέτρινο κτίριο όπου κάποτε φτιάχνονταν τα καπέλα της παλιάς Αθήνας, τα φουγάρα της Τεχνόπολης στο βάθος και τα πέρα-δώθε του ηλεκτρικού πάνω από τη γέφυρα.
φάβες με καπαρόμηλα αλλά και μακαρόνια με κιμά και λεπτοκομμένα μπριζολάκια, ανάμεσα σε ποτήρια με ούζο και με κρασί. Όσοι συχνάζουν στο Ubuntu μπορεί να παρατηρήσουν κάποια από τα γνώριμα πρόσωπα του κοντινού καφέ. Οι ίδιοι άνθρωποι έχουν στήσει και το Αφαία, μαζί με δύο καινούργιους φίλους που μπήκαν στην παρέα, οι οποίοι τυχαίνει να είναι και κάτοικοι της γειτονιάς. Ένας από αυτούς, ο μάγειρας Γιώργος Σκουταρίδης, που προηγουμένως είχε την επιμέλεια των μεζέδων στο Ραφίκι, έχει φτιάξει έναν κατάλογο συνοπτικό (πάντα καλό σημάδι αυτό), που έχει όμως κάτι για όλους: και για εκείνους που θέλουν απλά κάτι να μοιραστούν και να τσιμπήσουν με το ποτό τους και για τους πιο πεινασμένους που αναζητούν ένα πιο ολοκληρωμένο γεύμα.
Στα τραπέζια: φρέσκες ντοματοσαλάτες, τυριά, τηγανητά αυγά,Τα πιάτα, αρκετά απ’ τα οποία είναι βασισμένα σε προϊόντα Ελλήνων μικροπαραγωγών, είναι γνώριμα και ταιριάζουν με την αίσθηση του σύγχρονου καφενείου που βγάζει το Αφαία, αν και δεν τους λείπουν, εδώ και εκεί, μερικές πιο «εστιατορικές» φροντίδες. Δοκιμάσαμε σαλάτα με ωραία, γλυκιά ντομάτα, ελιές, καππαρόμηλα και πικλαρισμένο κρεμμύδι, ακουμπισμένα πάνω σε λαδένια Κιμώλου. Φρέσκες πατάτες, κομμένες σε χοντρά κομμάτια, τηγανητές και σερβιρισμένες με αγιολί με θυμάρι.
Τον κατσικίσιο κορμό που είναι από τη Φάρμα Μαλτέζος, τον ζεσταίνουν μέχρι να λιώσει ελαφρά και τον σερβίρουν πάνω σε χειροποίητο μαλακό ψωμάκι μαζί με λίγο καμένο βούτυρο που έχει πάρει γεύση από κουμ κουάτ. Τα χοιρινά μπριζολάκια ήταν λεπτοκομμένα και τρυφερά (αν και λίγο γλυκούτσικα από την bbq σφενδάμου). Όσο για τα μακαρόνια με κιμά (με ζυμαρικά paccheri και κρέμα από πεκορίνο Αμφιλοχίας), εξαφανίστηκαν γρήγορα από το πιάτο. Εκτός από τα εμφιαλωμένα τσίπουρα και τα ούζα, έχουν χύμα κρασί και ρακή αλλά και μερικές μπίρες από ελληνικές μικροζυθοποιίες που, όπως μας είπαν, στην πορεία θα εναλλάσσονται. Παρομοίως και το μενού, που έχουν σκοπό να προσαρμόζουν με βάση την εποχικότητα.