
Όση ώρα καθόμασταν στη σάλα, σχεδόν όλοι όσοι περνούσαν μπροστά από την Ψαροπούλα, κοντοστέκονταν για λίγο για να την περιεργαστούν. Άλλοι λίγο πιο κρυφά, άλλοι λίγο πιο φανερά έριχναν μια διερευνητική ματιά και στα πιάτα στο τραπέζι. Είναι λογικό. Η ταβέρνα του Ηλία Χαϊδεμένου, που το΄χε για πολύ καιρό… δίπορτο -−το πρωί δούλευε σε τράπεζα το βράδυ μαγείρευε και σέρβιρε ψάρια και θαλασσινά, αρχικά στην οδό Δοϊράνης και μετά στη Σωκράτους− εδώ και λίγο καιρό είναι αγνώριστη. Στους βαμμένους στα λευκά πέτρινους τοίχους κρέμονται συνθέσεις με ξύλα που ξέβρασε το κύμα, απλίκες-ψαράκια και ναυτικοί κόμποι, τα έπιπλα φοράνε μαύρο-μπλε και αν καθίσεις στο μπροστινό, κλεισμένο με τζαμαρία κομμάτι, πάνω από το κεφάλι σου έχεις (ψεύτικα) φύκια και σειρές από γλομπάκια. Άλλο μαγαζί.
Ο Σπύρος Κερκύρας ήταν συμμαθητής με τον γιο του Ηλία Χαϊδεμένου. Όταν εκείνος, μετά από τριάντα επτά χρόνια κουράστηκε πια και του ζήτησε να την αναλάβει, δεν του πήρε πολύ να το αποφασίσει. Πήρε το τιμόνι της παλιάς ταβέρνας της Καλλιθέας μαζί με τον Ηλία Ανθίδη, τον Ερμή Τριανταφύλλου και την Ειρήνη Πυρπυρή, την πέρασαν από τον… ταρσανά του γνωστού interior designer Γιώργου Παντελούκα, την μετονόμασαν σε Psaropoula Fish Meze. Κάποια στιγμή θα φτιάξουν και την αυλή στο πίσω μέρος, θέλει κι αυτή το ρεκτιφιέ της. Μέχρι τότε πάντως, έχει κανείς αρκετά να συνηθίσει. Ακόμη χαζεύουμε τις αλλαγές όταν φτάνει μια πολύ νόστιμη, πυκνή κακαβιά με σαργό, αρωματισμένη με κρόκο Κοζάνης και λίγο λάδι σχοινόπρασου, ευχάριστα ξινούτσικη, με το ψάρι της γεμάτο ζωντάνια και κερδίζει όλη την προσοχή.


|
|


Ο Γιάννης Λιόκας, που έχει επιμεληθεί το μενού, είναι ένας μάγειρας που παίζει εξίσου επιτυχημένα σε πολλά ταμπλό. Και ωραία ιταλικά-μεσογειακά πιάτα φτιάχνει και στα πιο εξωτικά/έθνικ τα πάει πολύ καλά. Τώρα βλέπει με το δικό του βλέμμα τη θάλασσα, μαζί με τον επί χρόνια συνεργάτη του Αλέξανδρο Μηλιαράκη που έχει αναλάβει την κουζίνα του Psaropoula, και πατώντας στα γνώριμα, πάει παραπέρα. Αρχίζεις να το βλέπεις σιγά-σιγά με το που δοκιμάζεις τη βελούδινη ταραμοσαλατά με τα αυγά ψαριών και το τρίμμα αυγοτάραχου και τη φάβα με την αλμύρα τουρσί. Το μαγιάτικο με ponzu ντομάτας, ντοματίνια, αγγουράκι και φύλλα καπουτσίνου, που με το ένα πόδι πατάει στην Ελλάδα και με το άλλο στην Άπω Ανατολή είναι το αμέσως επόμενο που έρχεται κι είναι πολύ καλό. Οι διαφορετικές γαρίδες σαγανάκι, με την ελαφριά μους φέτας κι ένα γκασπάτσο ντομάτας, που ανήκουν κι εκείνες στην οικογένεια των ωμών, είναι ενδιαφέρουσα ιδέα, κι αν οι γαρίδες ήταν πιο σφριγηλές θα κέρδιζε πόντους. Τη σύγχρονη αθηναϊκή τους με τη μαγιανέζα ταραμά −με σφυρίδα την είχαν φτιάξει— που έχει κι εκείνη τη γοητεία του καινούργιου και τη δύναμη του οικείου την αγάπησα πιο πολύ: η βραστή πατάτα και το καρότο, κομμένα σε μικρούτσικα κυβάκια, έχουν για παρέα μαριναρισμένο τραγανό κολοκυθάκι και ραπανάκι σε λεπτές ροδέλες και φύλλο σέλερι.




Οι μαραθοκεφτέδες, που έχουν για παρέα σαλατίτσα φινόκιο-πορτοκάλι και καπνιστό χέλι μαρτυράνε καλό τηγάνι. Η σάλτσα γιαουρτιού πάντως, παρότι ομολογουμένως ταιριάζει με τους κεφτέδες, με το καπνιστό χέλι δεν συναντιέται εύκολα. Τα αχνιστά μύδια με το φρυγανισμένο πολύσπορο ψωμί έχουν στο ζωμό τους και λίγη καυτερή n’duja, που τους πάει πολύ, ενώ κι οι πολύ ωραία ψημένες σουπιές με τον τραχανά, που πρασινίζει με μια μοσχομυριστή σάλτσα μυρωδικών, και το τζελ από ψητό λεμόνι, αξίζουν ιδιαίτερη μνεία. Το φρέσκο ψητό ψάρι, βεβαίως, έχει τον χώρο του. Το αξιοποιούν από το κεφάλι έως την ουρά με διάφορους τρόπους (σεβίτσε, σούπα, ψητό, μαγειρευτό κτλ). Εμείς πάλι δεν είχαμε και πολύ χώρο μετά από όλα τα παραπάνω, οπότε είπαμε να ξανάρθουμε με παρέα για να στρίψουμε προς εκείνη την κατεύθυνση.
Δίπλα σε μια κουζίνα που ξεκίνησε δυνατά, και μια λίστα, κρασιών/ποτών γραμμένη με χιούμορ, που δίνει έμφαση στον ελληνικό αμπελώνα, έχει όμως και αρκετές ξένες ετικέτες και πρόθεση να ικανοποιήσει διάφορες διαθέσεις και βαλάντια, τσίπουρα, ούζα και μπίρες, βάλτε κι ένα ωραίο γλυκό. Τα επιδόρπια τα παίρνουν από το γειτονικό ζαχαροπλαστείο La Maison. Eγώ διάλεξα τη ζωηρή, πολύ καλοφτιαγμένη lemon pie, που τη σερβίρουν με παγωτό βατόμουρο και ρόδι, υπάρχει όμως και προφιτερόλ.