«Κανονικά είμαι 88, αλλά λέω πως είμαι 90. Τον Μάρτη κατά τσι 3, 7, κάπου εκεί έχω τα γενέθλιά μου. Δεν πάνε καλά και τα αντανακλαστικά μας… Επισήμως, γεννήθηκα το ’32 στους Αρμένους και ήμουν εδώ μέχρι και την πέμπτη τάξη. Μετά το σταμάτησα το σχολειό κι έτσι δεν κατέω και γράμματα».
«Από εδώ ήταν και οι γονείς μου. Γεωργοί και οι δύο. Βέβαια ο πατέρας μου είχε και το καφενείο. Αυτό που είχα κι εγώ μετά. Εκείνος σέρβιρε κρασί μόνο, όχι φαΐ. Ε, και καμιά ρακή, κάνα φιστίκι, κάτι τέτοια».
«Στο σπίτι θυμάμαι πως μόνο μία φορά την εβδομάδα τρώγαμε κρέας (ζυγούρι δηλαδή). Κάθε Κυριακή το κάναμε, με ό,τι χόρτα βρίσκαμε στο βουνό: πρασάκια, σταφιλινάκους, ακουρνόποδι, μια ποικιλία ωραία».
«Κάναμε τσιτσιριστά τα χόρτα, με το αλάτι ντονέ, το λάδι ντονέ, κι έπειτα μέσα στο τσουκάλι με το ζυγούρι. Ύστερα τις άλλες μέρες η μάνα μου μαγείρευε κουκιά, ραδίκια, χόρτα, φακές, φασόλες, φάβα. Όλα ήτανε ωραία τότε, γιατί εμείς επεινούσαμε στην Κατοχή. Το ’44 που φύγανε από εδώ οι Γερμανοί, εμείς επεινούσαμε και τρώγαμε ό,τι είχαμε».
«Ρόδια που ήταν ολόξινα, πορτοκάλια, τα κατεβάζαμε κι αυτά. Το καλύτερό μας φαγητό ήταν να βρούμε να φάμε. Άλλο τίποτα δεν είχαμε. Πατάτες τηγανητές εκάνανε, χορτόπιτες και πιταράκια εκάνανε, γιατί είχανε το γάλα, είχανε πρόβατα και εκάνανε και μυζήθρα. Βάνανε τα τυριά στα υπόγεια, ύστερα σε μια τσαντίλα και τα βάνανε στο λάδι, στο πιθάρι».
«Είχαμε θυμάμαι κι έναν μπάρμπα της μάνας μου που ήτανε κυνηγός καλός και έπιανε λαγούς, και τσι κάναμε τσιγαριαστούς. Δηλαδή στο τσικάλι με λάδι σκέτο κι έπειτα τσι βάζανε σε ένα κουρούπι και μέσα στο λάδι, δεν εχαλάγανε ποτέ. Έβαζαν καμιά δάφνη, κάνα κύμινο. Εκάνανε και λουκάνικα και απάκια από τους χοίρους που σφάζανε. Κάνανε και οματιές. Γεμίζανε το άντερο με ρύζι, σταφίδες και πορτοκαλόφλουδες. Απίθανος μεζές. Απ’ τη μάνα μου τα ξέρω εγώ αυτά».
«Τώρα οι νέοι αθρώποι δεν τα κάνουνε. Μόνο οι παλιές γυναίκες. Η Μαρία στον Άη Γιώργη στα Μάταλα, η Μπαρμπούνενα, αυτοί μπορεί να κάνουνε τέτοιες οματιές».
«Μετά το σχολείο έβλεπα πρόβατα. Εκεί στον Παράδεισο στους Αρμένους, στις πλαγιές της Βρύσινας, έκανα 7 χρόνια. Έμενα εκεί με τον μπάρμπα μου και πηγαίναμε στα ζώα σε κάτι νοικιασμένα χωράφια. Τώρα που λες, πάω με το αμάξι στα πρόβατα, κάνω μια επιθεώρηση και φεύγω. Τότε ήταν αλλιώς…».
«Ύστερα, τέλος πάντων, εφύγαμε από κει και ήρθαμε εδώ στο χωριό πάλι. Κι ύστερα πήγα φαντάρος. Στη Θεσσαλονίκη, στη Χρυσούπολη, στη Βέροια, στη Νάουσα, στα Γιαννιτσά, στην Κοζάνη. Φασολάδες έκαναν εκεί και τους κυνήγαγες μετά με το τουφέκι να τους βρεις».
«Όταν απολύθηκα, ήρθα πίσω στην Κρήτη. Στην αρχή ήμουν κουρέας. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο πατέρας μου και η μητέρα μου, χήρα πια, δεν ήθελε να κρατάει το μαγαζί. Το είχε νοικιάσει ενός. Εγώ το ξαναπήρα και άνοιξα και το κουρείο μέσα στο μαγαζί. Δεν ήτανε ακόμα ταβέρνα τότε».
«Ταβέρνα έγινε από το ’70 και μετά, αφού πρώτα παντρεύτηκα τη Μαρία, το ’69. Εκείνη ήταν από τον Σωματά. Εγώ ήμουνα μεγάλος, είχα με τη γυναίκα μου 17 χρόνια διαφορά. Αν ζούσε, τώρα θα ήταν 70. Και πως είχαμε διαφορά, τι έγινε; Αγάπη υπήρχε. Κι άμα υπάρχει και υγεία, υπάρχουν όλα, ίντα πει μικρός, ίντα πει μεγάλος. Για δες, η Φραγκουδώ [σ.σ.: γειτόνισσα] ήτανε 103. Και δεν είχε πάει ακόμα σε γιατρό. Ούτε ασπιρίνη δεν είχε πιει ποτέ».
«Στον γάμο μας, λοιπόν, είχαμε τα συνηθισμένα. Ζυγούρια, τέτοια να πούμε, και πιλάφια. Στους γάμους δεν μπορείς να βγάλεις πολλά πράγματα, τι να βγάλεις; Τα πρώτα, δηλαδή κάτι τυριά, κάτι ανθοτύρους, τα εποχιακά που υπάρχουν, να βγάλεις και πιταράκια. Στους γάμους τότε ερχόντουσαν λίγα άτομα. Να ’τανε 100-150 άτομα, που τους βόλευες όπως ήθελες».
«Από το ’70 κι ύστερα, που λες, πιάσαμε εμείς το μαγαζί. Είχαμνε μπακαλιάρους, είχαμνε σαρδέλες, είχαμνε φιστίκια, είδη ζαχαροπλαστικής. Τουρλού πιπίμεμνε. Εγώ είχα πελατεία απ’ τη Χώρα. Κι από Ηράκλειο, από Χανιά, από Αθήνα είχα πελάτες».
«Ήταν κάτι Αθηναίοι που τρελαθήκανε. Και έβγαλε φήμη το μαγαζί. Μια φορά μάλιστα έκανα το τραπέζι και στον Ούλοφ Πάλμε. Τον φέρανε στο μαγαζί και τους έκανα τραπέζι εγώ, το πιλάφι που σας κάνω τώρα. Έφαγε το πιλάφι μου και δεν το πίστευε και κατέβηκε στην κουζίνα και βρήκε τη γυναίκα μου. Αυτό το πράγμα δεν το είχε ξαναφάει στη ζωή του. Έτσι έλεγε. Έφαγε τέσσερα πιάτα πιλάφι. Στον λόγο μου, δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Τέσσερα πιάτα!».
«Εκτός από το πιλάφι, κάναμε και χοχλιούς κοκκινιστούς με μπελτέ, κουνέλι, λαγούς και κάτι κοκορετσάκια στα μαγκάλια τα εψήναμανε. Το πλείστον το κουνέλι το κάναμε στο τηγάνι».
«Αλλά για να το κάνεις στο τηγάνι, θέλει πολλή τέχνη. Δηλαδή, θέλει πολύ λάδι να χώνεται ούλο στο τηγάνι και σιγανή πολύ φωτιά, να το έχεις να ψήνεται καμιά ώρα. Όχι νερό. Η μεγάλη τέχνη όμως είναι να ψήσεις τον λαγό. Να του βάλεις τα μπαχαρικά, να του βάλεις το κρασί, να σβήσεις, να του βάλεις το νερό».
«Του λαγού του βάνεις δάφνη, κανέλα ακοπάνιστη, ένα κομμάτι τόσο, πιπέρι, κύμινο, όχι πολλά μπαχαρικά. Και κάναμε και σύγλινα, που τα ψήναμε και τα βάναμε στο κουρούπι κι αυτά, κι ύστερα τα βγάναμε και τα βάναμε σε ένα τηγάνι και μερικά αυγά. Κάναμνε και τ’ ανθόγαλο με τα αυγά».
«Άμα ήταν τα ραδίκια, κάναμε με το κρέας, άμα ήτανε χόρτα, κάμνανε τα τσιτσιριστά χόρτα, το εποχιακό πράμα που είχαμε. Και τη σαλάτα που είχαμνε. Είχαμνε ντομάτες δικές μας, μαρούλια δικά μας, πρασάκια και πολλά πράγματα. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι το πιλάφι που κάνουμε κι οι μπάμιες με κοτόπουλο κοκκινιστό, που είναι ένα φαΐ που τρελαίνεσαι να το τρως. Αλλά να είναι ντόπια τα κοτόπουλα, όχι όπως τώρα δα που τα έχουνε κλεισμένα μέσα».
«Γλυκά δεν κάνω. Λουκούμια και βανίλιες ετρώγαμε. Κάθε βδομάδα λένε να τρως ένα γλυκό είναι καλό. Εγώ μπορεί να περάσουνε δύο μήνες και να μη φάω γλυκό. Εγώ σου είπα είμαι καθηγητής στη δουλειά μου απάνω. Τρία πράγματα ξέρω: είμαι καλός βοσκός, καλός κουρέας και καλός ταβερνιάρης. Για γράμματα μόνο μη μου πεις, έχω μεσάνυχτα. Εγώ τα έχω από πείρα όλα. Αυτό που αγαπούσα το έκανα με την όρεξή μου. Ό,τι δεν αγαπούσα δεν το έκανα».