ΕΛΛΑΔΑ

Χοιροσφάγια: Ένα ελληνικό έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων

Γιατί τρώμε χοιρινό τα Χριστούγεννα; Την εξήγηση δίνουν τα χοιροσφάγια, που κρατάνε από τα ελληνορωμαϊκά χρόνια, είναι συνδεδεμένα με την οικιακή οικονομία των αγροτικών οικογενειών, αλλά και με μαγικο-θρησκευτικές συνήθειες.

07.12.2023| Updated: 15.02.2024
Δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη*
Φωτογραφία: Μιχάλης Παππάς
Χοιροσφάγια: Ένα ελληνικό έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων

Tα χοιροσφάγια ή γουρ(ου)νοχαρά πραγματοποιούνταν μέχρι πρόσφατα από το φθινόπωρο έως την άνοιξη σχεδόν σε όλες τις αγροτικές περιοχές της Ελλάδος και έχουν συνδεθεί με μεγάλες εορτές του ετήσιου κύκλου. Στις Κυκλάδες και στα Δωδεκάνησα τα χοιροσφάγια γίνονταν τον Οκτώβριο, στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χώρου τα Χριστούγεννα και στην Πελοπόννησο κυρίως τις Απόκριες. Προφανώς πρόκειται για αρχαία ελληνορωμαϊκή αγροτική συνήθεια (Βρουμάλια, θυσία χοίρων προς τιμήν του Κρόνου και της Δήμητρας), η οποία επέζησε μέσα στους αιώνες. Κατά τον Μεσαίωνα εξακολουθούν να γίνονται τα χοιροσφάγια (Ιωάννης ο Λυδός) και στον αγροτικό χώρο διατηρήθηκαν ζωντανά μέχρι πρόσφατα.

Χοιρινό μπούτι στο φούρνο «καλυμμένο» με αχλάδια
Φωτογραφία: Γιώργος Δρακόπουλος

Φωτογραφία: Γιώργος Δρακόπουλος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΓαλοπούλα, ναι, είχαμε και στο χωριό μας!Γαλοπούλα, ναι, είχαμε και στο χωριό μας! Κάθε σπίτι εξασφάλιζε ένα χοιρίδιο, που το τάιζε με βελανίδια, κάστανα και υπολείμματα τροφών και προσπαθούσε να το παχύνει. Γινόταν μάλιστα και συναγωνισμός για τον βαρύτερο χοίρο. Την επομένη των Χριστουγέννων γινόταν η τελετή της σφαγής, με συγκεκριμένη και πλούσια εθιμοτυπία: η σφαγή γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι από τον αρχηγό της οικογένειας. Οι γυναίκες έβαζαν στο στόμα του σφαγμένου ζώου ένα λεμόνι ή νεράντζι και το θυμιάτιζαν «για να φύγουν τα δαιμόνια». Με το αίμα του ζώου σχημάτιζαν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών για να είναι γερά και στο ανώφλι του σπιτιού κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου, για να διώχνει τα κακά πνεύματα και τους καλικάντζαρους. Ακόμη, προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον της οικογένειας από τη σπλήνα και το συκώτι του σφαχτού. Παρέες ανδρών γυρνούσαν στα σπίτια, δοκίμαζαν τους χοιρινούς μεζέδες και βοηθούσαν στην παρασκευή των λουκάνικων, των απακιών και των σύγλινων. Τα οικογενειακά γλέντια κρατούσαν όλο το δωδεκαήμερο. Πραγματικό πανηγύρι. Σε περίπτωση που μια οικογένεια δεν είχε χοίρο για κάποιον λόγο, οι υπόλοιπες οικογένειες έδιναν ένα κομμάτι από τον δικό τους χοίρο για να αποκαταστήσουν την έλλειψη. Ο ιερός χαρακτήρας του μαχαιριού, η τελετουργική σφαγή, προκειμένου να ελεγχθούν οι δαιμονικές δυνάμεις που κρύβονται μέσα στον χοίρο, τα κάρβουνα, το θυμίαμα έχουν αποτρεπτικό και ενδεχομένως γονιμικό χαρακτήρα.

Λαϊκή λατρεία και οικιακή οικονομία

Πέρα όμως από τις ποικίλες θρησκειολογικές και εθνολογικές ερμηνείες, η ιδιαίτερη εθιμοτυπία που ακολουθείται κατά τη διάρκεια των «χοιροσφαγίων» δείχνει την ιδιαίτερη σημασία που εξακολουθεί να έχει ο χοίρος για την αγροτική οικογένεια. Οι εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας είναι ενσωματωμένες στην αγροτική οικονομία. Η καθολική επιβίωση των χοιροσφαγίων ως τις μέρες μας φαίνεται πως, πέρα από την ψυχολογική εξήγηση της αφομοίωσης και του μαγικού δελεασμού του εχθρού της βλάστησης, του χοίρου, έχει και την οικονομική εξήγηση, εφόσον με τα οικόσιτα γουρούνια όλα τα γεωργικά σπίτια εξασφάλιζαν το κρέας και το λίπος για όλη τη χρονιά. Ύστερα, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να διατηρεί το κάθε σπίτι και από έναν χοίρο, αφού η γεωργία και η κτηνοτροφία τού εξασφάλιζαν την τροφή του, όπως τυρόγαλο, βελανίδια, αποφάγια, κ.λπ. Χωρίς να το καταλάβουν, ο χοίρος μεγάλωνε και στο τέλος της χρονιάς τούς έδινε ένα πολύ σημαντικό έσοδο.

«Οι τρεις ημέρες μετά τα Χριστούγεννα κυλούσαν με χaρούμενες εργασίες σχετικές με τη χοιροσφαγία. Οι γυναίκες έστελναν τάσια λίγδα σε όσους δεν είχαν χοίρο, αλάτιζαν με γρουνουκόπανες το χοιρινό κι ένα απ’ τα βράδια παρέθεταν τη γρουνοφ’λιά»¹ , λένε στη Μακεδονία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΈνα μενού εμπνευσμένο από το πρώτο ελληνικό βιβλίο μαγειρικής – του 1828!Ένα μενού εμπνευσμένο από το πρώτο ελληνικό βιβλίο μαγειρικής – του 1828!
Το χοιρινό πρασοσέλινο του 21ου αιώνα (κότσια με φρικασέ χορταρικών, μήλα και τηγανητά κρεμμύδια)
Φωτογραφία: Γιώργος Δρακόπουλος

Στη Λέσβο, «την παραμονή των Χριστουγέννων το πρωί σφάζανε τα γουρούνια. Στα παλιά τα χρόνια κάθε σπίτι φρόντιζε να έχει κι ένα γουρούνι και το ’θρεφτε όλο τον χρόνο, για να το σφάξει τα Χριστούγεννα. Οι χασάπηδες είχανε πολλές δουλειές. Γυρίζανε από σπίτι σε σπίτι, για να σφάζουν γουρούνια και να τα ξετριχίζουν με ζεστό νερό, ζεματιστό. Όποιος είχε ξεπαγιασμένα πόδια, χέρια, τα βουτούσε στο ζεστό αίμα του γουρουνιού για να γιάνουν».²

Στην Κω, «την εποχή των χοιροσφαγιών, που έχουν μπόλικη γλίνα, κάμνουν τα σαββατόβραδα λοκχουμάες, νελανgίτες [λαλαγγίτες: τηγανίτες], ακούμια [μικροί σφαιρικοί λουκουμάδες] και τις Κυριακές κατημέρgια [κατημέρgια (τα): ξηροτήγανα γεμισμένα με μυζήθρα ή φρέσκο τυρί και αυτό]».³

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤο γιορτινό μενού του Λευτέρη Λαζάρου στην Οικία Κουντουριώτη στην ΎδραΤο γιορτινό μενού του Λευτέρη Λαζάρου στην Οικία Κουντουριώτη στην Ύδρα

Παράλληλα προς τους λαογράφους-εθνολόγους και τους θρησκειολόγους, ο λαός δίνει στα χοιροσφάγια τις δικές του αιτιολογικές εξηγήσεις: Μια θεσσαλική παράδοση από το Βαθύρεμα Τρικάλων, που δημοσιεύει ο Γεώργιος Αικατερινίδης στο βιβλίο του Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες (σ. 110,6), δικαιολογεί ως εξής τα χοιροσφάγια: «Τα Χριστούγεννα σφάζαμι τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγινι η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και του Χ’στό στ’ν Αίγυπτου, να μη τ’ σφάξ’ η Ηρώδ’ς. Μπρουστά πηγαίναν η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ’ρούνια χαλούσαν τα χνάρια και γι’ αυτό τα κάνουμι γκουρμπάν’ τα ’χουμι για του καλύτιρου γκουρμπάν’».

Στην ίδια περιοχή που, σημειωτέον, διασώζει και τις περισσότερες μαγικο-θρησκευτικές συνήθειες που συνδέονται με το συγκεκριμένο έθιμο, η παράδοση αναφέρει ότι, όταν ο Ηρώδης έσφαξε τα παιδιά στη Βηθλεέμ, τα γουρούνια μούγκριζαν σαν τα παιδιά που σφάζονταν και κάποιοι από τους δημίους δεν πλησίασαν και σώθηκαν μερικά παιδιά. Για τον λόγο αυτόν σφάζουν τα Χριστούγεννα γουρούνια.

 

1. Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη, Λαογρ. αντίλαλοι Βελβενδού, Θεσσ/νίκη 1979, σ. 413.
2. Παν. Νικήτα, Λεσβιακό Μηνολόγιο, Μυτιλήνη 1953, σ. 155.
3. Αναστ. Καραναστάση, Οι ζευγάδες της Κω, Λαογραφία 14 (1952), σ.247.

 

*Ομότ. Eρευνήτρια, Τ . Διευθύντρια του κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 200.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών