ΕΛΛΑΔΑ

Τρώμε στο μεγαλύτερο συσσίτιο της Θεσσαλονίκης, στη Λέσχη του ΑΠΘ

Απόφοιτος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η Νένα Δημητρίου επιστρέφει στην Πανεπιστημιακή Λέσχη μετά από δεκαπέντε χρόνια, πλέον ως δημοσιογράφος γεύσης.

Φωτογραφία: Όλγα Δεϊκου
Τρώμε στο μεγαλύτερο συσσίτιο της Θεσσαλονίκης, στη Λέσχη του ΑΠΘ
Ο Γιάννης Πιπερίδης, πρώτος μάγειρας.

Συνήθως κάθε Τρίτη τρώγαμε στη Λέσχη. Eίχε, νομίζω, κοτόπουλο με κριθαράκι γιουβέτσι ή κοκκινιστό κοτόπουλο με ρύζι. Δυσκολεύομαι να θυμηθώ. Αυτό που μπορώ να ανακαλέσω είναι η συνθήκη: ανεβαίναμε μια σκάλα προς τη διανομή, παίρναμε έναν άδειο δίσκο και στεκόμασταν μπροστά σε ένα άνοιγμα στο ντουβάρι, ένα μικρό παραθυράκι, λίγο μεγαλύτερο από εκδοτήριο εισιτηρίων. Έβγαινε το πιάτο, δεν έβλεπες κουζίνα ούτε πρόσωπο, αλλά μόνο τα χέρια του υπαλλήλου που μοίραζε το φαγητό. Είχα μεγάλη περιέργεια να δω τι γίνεται από μέσα – πού να ήξερα πως έπρεπε να περιμένω σχεδόν δύο δεκαετίες γι’ αυτό. Στα επόμενα δευτερόλεπτα, κρατώντας τον δίσκο με το φαγητό και ίσως ένα μικρότερο πιατάκι με σαλάτα κι ένα μήλο για επιδόρπιο, αναζητούσα με τα μάτια το τραπέζι που είχαν πιάσει τα μέλη της επιλεγμένης φαμίλιας, οι αγαπημένοι μου φίλοι. Ανάμεσα σε φοιτητοβαβούρα και μυρωδιά μαγειρείου μιλούσαμε για τα αβάσταχτά μας άγχη, τις πιο ωραίες έννοιες που θα είχαμε ποτέ στη ζωή μας, γέλια, ψιλοκαβγάδες, ό,τι μπορεί να συμβεί σε ένα τραπέζι. Ήταν η ώρα του φαγητού για τους σπουδαστές όλων των τμημάτων – «φυτά» και αιώνιοι φοιτητές, πανκιά και comme il faut, μεταλλάδες και τα αγόρια του Χημικού και του Πολυτεχνείου, όλοι τρώγαμε μαζί. Το φαγητό της Λέσχης στα χρόνια μου μπορεί να μην ήταν μαμαδίσιο, ήταν όμως πιο υγιεινό από σουβλάκι, πιο γρήγορο από μαγείρεμα, δεν άφηνε άπλυτα κατσαρολικά στο κουζινάκι, ήταν πάντα διαθέσιμο και δωρεάν. Για πρώτη φορά από το 2008 ανέβηκα ξανά τα σκαλιά από την είσοδο της Εγνατίας. Το φουαγέ έχει αλλάξει, οι τουαλέτες είναι ολοκαίνουργιες. Φοιτητές με προσπερνούν, σταματούν στους ψηφιακούς πίνακες που δείχνουν το μενού της ημέρας και σηματοδοτούν ποια σκάλα πρέπει να ανέβεις ανάλογα με το φαγητό που θέλεις να πάρεις.

H Καλλιόπη Παπαχρήστου, ζαχαροπλάστρια.

Στη Λέσχη σερβίρεται πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο επτά ημέρες την εβδομάδα από 1/9 ως 30/6. Στο μεσημεριανό, που έχει και τη μεγαλύτερη προσέλευση, έβγαιναν προ Covid περίπου 7.000 μερίδες ημερησίως, τώρα περίπου 4.000. «Ο αριθμός των φοιτητών μεταβάλλεται καθημερινά, καθώς κάποιοι αποφοιτούν και διαγράφονται, άλλοι αιτούνται εγγραφή, ενώ αυξομειώνεται και στις εξεταστικές περιόδους. Η δωρεάν σίτιση αφορά τους φοιτητές με οικογενειακό εισόδημα έως 45.000 ευρώ, ωστόσο πρακτικά σιτίζονται δωρεάν σχεδόν όλοι οι φοιτητές που το επιθυμούν, μετά από αίτησή τους. Όσο για τη λειτουργία της, από το 2014 με ανοικτό διεθνή διαγωνισμό η Πανεπιστημιακή Φοιτητική Λέσχη (ΠΦΛ) έχει αναθέσει σε εταιρεία την παραγωγή και τη διάθεση των γευμάτων, αλλά διατηρεί ελεγκτικό και εποπτικό ρόλο. Καθορίζουμε την κατηγορία ποιότητας των πρώτων υλών, όλες πρώτης ποιότητας, καθώς και το μενού, και στη συνέχεια ελέγχουμε τόσο τις πρώτες ύλες κατά την είσοδό τους όσο και τα παρασκευασμένα γεύματα μακροσκοπικά και εργαστηριακά, πριν προσφερθούν στους φοιτητές μας. Σήμερα η σίτιση παρέχεται από την Κοινοπραξία Αμβροσία Catering ΑΕ – Tοπ Κραφτ AE – Γευσήνους ABEE. Από 1/1/2023 η ΠΦΛ βρίσκεται σε διαδικασία διοικητικής συγχώνευσης με το πανεπιστήμιο, διαδικασία που δεν θα επηρεάσει τη φοιτητική σίτιση», με ενημερώνει η Άννα Κατούφα, προϊσταμένη Διεύθυνσης της Λέσχης.

Ο σεφ Βασίλης Θεοδωρίδης.
Η δημοσιογράφος του «Γ» Νένα Δημητρίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΆγρυπνες νύχτες στον βορράΠού τα πίνουμε στη Θεσσαλονίκη: τα μπαρ κι οι μουσικές της πόλης Ο Νίκος Βουλγαράκης, διευθυντής λειτουργίας της Κοινοπραξίας CITICI με τον σεφ Βασίλη Θεοδωρίδη, με ξεναγούν στις εγκαταστάσεις. Διαφορετικοί χώροι επεξεργασίας για κάθε είδος φαγητού, λαχανικών, πουλερικών και ιχθύων, κρέατος, χώροι βαριάς λάντζας, ψυγεία, αποθήκες, αμέτρητα τετραγωνικά όπου όλα βρίσκονται στη θέση τους. Δεν έχω ξαναμετρήσει τόσα ταψιά. Στην κουζίνα τα καζάνια ατμίζουν, βράζουν εκείνη την ώρα οι φακές για το δείπνο, ενώ στον πάγκο βρίσκονται περίπου 15 λαμαρίνες με σιροπιασμένη πορτοκαλόπιτα – τουλάχιστον 3.000 μερίδες γλυκό ετοιμάζει η Καλλιόπη Παπαχρήστου, υπεύθυνη του ζαχαροπλαστείου. Συνήθως δεν μένει ψίχουλο, όμως πού πάει το φαγητό που επιστρέφεται; Με ενημερώνουν πως στους χώρους επεξεργασίας υπάρχουν κάδοι με ειδική σήμανση αστικών και ανακυκλώσιμων, ενώ συνεργάζονται με εξουσιοδοτημένη εταιρεία συλλογής βρώσιμων ελαίων. «Στο πλαίσιο προώθησης υγιεινής διατροφής, η εταιρεία χρησιμοποιεί κατά βάση φούρνους και όχι φριτέζες. Έτσι τα λάδια έχουν περιοριστεί. Σχετικά με το food waste, μέρος της ποσότητας του φαγητού που επιστρέφεται στους δίσκους συλλέγεται και οδηγείται σε γαιοκτήμονα για χρήση στο σιτηρέσιο των ζώων. Η εταιρεία CITICI είναι στο στάδιο υλοποίησης ερευνητικού έργου zero food waste σε συνεργασία με την ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, με στόχο την ενημέρωση της φοιτητικής κοινότητας αλλά και την αξιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους αποβλήτων για παραγωγή πράσινης ενέργειας (βιοαερίου)», λέει ο κ. Βουλγαράκης. Μπαίνω στη διανομή του λαδερού. Εκτός από τις τρεις επιλογές για κυρίως πιάτο, υπάρχει πάντα ένα πρώτο, δύο σαλάτες, γλυκό ή φρούτα και σταθερά τυρί φέτα. Ο τοίχος που θυμόμουν έχει πέσει. Οι εργαζόμενες στην εξυπηρέτηση είναι πολύ περιποιημένες, με καπελάκια και ποδιές.

Τη μέρα που επισκεφθήκαμε τη Λέσχη, το μενού είχε ψάρι στον φούρνο αλλά και φασόλια χάντρες γιαχνί. Οι φοιτητές που σιτίζονται δωρεάν δικαιούνται, εκτός από το κυρίως, σαλάτα, ψωμί και επιδόρπιο.

Τα φαγητά είναι στη βιτρίνα, σερβίρονται επιτόπου. Ζητάω φασόλια χάντρες γιαχνί, ένα πιατάκι με τουρσί αντί σαλάτας κι ένα ρυζόγαλο με κανέλα. «Ποιο είναι το αγαπημένο φαγητό των φοιτητών;» ρωτάω. «Μακαρόνια δώσ’ τους και πάρ’ τους την ψυχή», μου λέει γελώντας η Άννα, βοηθός κουζίνας. Τα κορίτσια που θα κάτσουν αργότερα δίπλα μου στο τραπέζι, τριτοετείς στο Φυσικό, επιβεβαιώνουν. «Είναι πολύ ωραία τα κανελόνια με σπανάκι γκρατέν και τα βράδια έχει συχνά καρμπονάρα. Στο δείπνο, το φαγητό είναι πιο ιδιαίτερο, καθώς μαγειρεύουν για λιγότερο κόσμο», εξηγούν. Πιάνουμε λίγο την κουβέντα και πάνω από τους ώμους τους αναζητώ γνώριμα πρόσωπα. Το γιαχνί είναι νόστιμο. Νόστιμον ήμαρ. Το τουρσί τραγανό και ξιδάτο, το ρυζόγαλο ό,τι πρέπει, αλλά η νοσταλγία πιο γλυκιά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΘεσσαλονίκη: Γιατί δεν ξεκολλάμε από τον Φραγκομαχαλά; 30+1 πινέζες στον χάρτηΘεσσαλονίκη: Γιατί δεν ξεκολλάμε από τον Φραγκομαχαλά; 30+1 πινέζες στον χάρτη

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 204.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών