ΕΞΟΔΟΣ

Ιορδάνης: Νοστιμιά και ανθρωπιά πάνε μαζί σ’ αυτό το ουζερί στη Θεσσαλονίκη

Ένας εξηντάρης Πόντιος σερβίρει γαρίδα σαγανάκι και αχνιστά μύδια στο μαγαζί στην Πολίχνη που του κληροδότησε –μαζί με τις αξίες του– ο πατέρας του.

07.02.2024
Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος
Ιορδάνης: Νοστιμιά και ανθρωπιά πάνε μαζί σ’ αυτό το ουζερί στη Θεσσαλονίκη

Ο Κυριάκος Αράπογλου, ιδιοκτήτης του ουζερί Ιορδάνης στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης, είναι ένας άνθρωπος παλιάς κοπής, τίμιος και φροντιστικός. Σε καλωσορίζει με ζεστή χειραψία, σε κοιτάει στα μάτια και σου παίρνει παραγγελία χαμογελαστός. Τον εμπιστεύεσαι από την καθαρή του ματιά, αντιλαμβάνεσαι ότι σε σέβεται και ότι δεν έχει καμία πρόθεση να σε ξεγελάσει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ευχαριστηθείς το φαγητό του. Για αυτό καθημερινά επιλέγει ο ίδιος τα ψάρια του, προσέχει τα λάδια του, στο μενού του έχει χειροποίητες αλοιφές και προσπαθεί να κρατάει χαμηλά τις τιμές για να είναι προσιτές. Νιώθει περήφανος που έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λαϊκό χαρακτήρα του μαγαζιού, απολαμβάνει την παρέα με τους θαμώνες και παρακολουθεί με θαυμασμό τη γυναίκα του Φρόσω να κινείται ανάμεσα στα μετρημένα τραπέζια.

Γεννήθηκε τον βαρύ χειμώνα του 1963 στο «Άσυλο του Παιδιού» στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. «Ο πατέρας μου, ο Ιορδάνης, δεν είχε χρήματα για κάποια φάρμακα που χρειαζόντουσαν στη γέννα. Πήγε στο απέναντι φαρμακείο και ζήτησε από τον φαρμακοποιό να αφήσει την ταυτότητα του ως εχέγγυο και να τον πληρώσει αργότερα. Ο φαρμακοποιός του έδωσε τα φάρμακα χωρίς κανένα εχέγγυο. Η ανθρωπιά δεν χρειάζεται αποδείξεις ούτε εχέγγυα», λέει καθισμένος απέναντι μου και ασυναίσθητα χαμηλώνει το βλέμμα σαν να ντρέπεται για το πώς έχουν καταλήξει οι ανθρώπινες σχέσεις σήμερα. Εφήμερες, χωρίς ποιότητα. Στο μαγαζί του, σε αυτή την όαση θαλπωρής, χαμένη στα στενά –τα πολύ στενά– των δυτικών συνοικιών, η ανθρωπιά, η αγάπη δηλαδή, είναι αυταπόδεικτη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤα παλιά σουπάδικα της Αθήνας και της ΘεσσαλονίκηςΤα παλιά σουπάδικα της Αθήνας και της ΘεσσαλονίκηςΑυτή είναι και η μεγαλύτερη κληρονομιά που πήρε από τον λιμενεργάτη πατέρα του με καταγωγή από τη Μπάφρα του Πόντου, ο οποίος άνοιξε το ουζερί το 1979. «Εκείνος μας έμαθε να είμαστε άνθρωποι. Εδώ δεν έρχονται μόνο για να φάνε καλά, το καλό φαγητό είναι αυτονόητο. Αλλιώς δεν θα σερβίραμε. Εδώ έρχονται για να χαλαρώσουνε, να σου πούνε κι έναν πόνο, να ακουμπήσουνε στο τραπέζι τη χαρά και τη λύπη τους. Είμαστε υποχρεωμένοι να το σεβαστούμε. Εμείς απορροφούμε τους κραδασμούς από τη ζωή των ανθρώπων», περιγράφει και ζητάει από τη Φρόσω να φέρει ένα σαγανάκι-γαρίδα, ίσως το διασημότερο πιάτο του. «Έχει ιστορία αυτό το σαγανάκι, ήταν από τα πρώτα μας σουξέ όταν ανοίξαμε. Έρχονταν από όλη τη Θεσσαλονίκη για να το γευτούν», προσθέτει η μητέρα του Βασιλική, 93 χρονών πλέον.

Πατσαβούρα = γαρίδα σαγανάκι 

Μικρός, κλοτσούσε το τόπι ελεύθερος στις αλάνες του του Καράισιν, όπως λεγόταν η Πολίχνη μέχρι το 1929, και περνούσε τα καλοκαίρια του στη Νέα Μπάφρα Σερρών, το χωριό όπου αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν οι πρόγονοι του αρχές της δεκαετία του ’20. Θυμάται τον Ιορδάνη συχνά να πηγαίνει φρέσκα ψάρια στο σπίτι, καθώς τότε η ιχθυόσκαλα λειτουργούσε εντός του λιμανιού. Λίγο-λίγο, το ισόγειο μαγαζί που έχτισε τούβλο-τούβλο με τα χέρια του, αποφάσισε να τον μετατρέψει σε καφενέ. «Για μια περίοδο το είχε ως ψιλικατζίδικο, όπου έραβε και η μητέρα μου, η οποία ήταν εξαιρετική μοδίστρα. Να φανταστείς ακόμη πιάνουν τα χέρια της», διηγείται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΘεσσαλονίκη: 3 νόστιμες στάσεις στο Ντεπώ, μια όμορφη γειτονιά με παράξενο όνομαΘεσσαλονίκη: 3 νόστιμες στάσεις στο Ντεπώ, μια όμορφη γειτονιά με παράξενο όνομα«Στην αρχή σέρβιραν πέντε πραγματάκια. Ούζο σε μεγάλο ποτήρι, γαυράκι, σαρδέλα, καμιά μελιτζάνα στο κάρβουνο, και λογής-λογής σαγανάκια. Φώναζαν “Βασιλική κάνε μια πατσαβούρα”, εννοούσαν το σαγανάκι-γαρίδα για να βουτήξουν το ψωμί», συνεχίζει. Κάθε πρωί, ο πατέρας του ψώνιζε από την ιχθυόσκαλα, έβαζε τα ψάρια στο ταξί και τα έστελνε στη γυναίκα του για να ξεκινήσει η προετοιμασία. Το μεσημέρι, όταν επέστρεφε στο σπίτι, που είναι πάνω από το μαγαζί, ήταν έτοιμοι να υποδεχθούν τον κόσμο. Γενικώς, εκτός από τα φρέσκα ψάρια και τα εποχικά λαχανικά, ο Ιορδάνης έδινε μεγάλη σημασία και στο ελαιόλαδο, συνήθεια που μετέφερε και στον γιο του. «Δεν θυμάμαι ακριβώς γιατί, αλλά οι εργάτες στο λιμάνι είχανε σχέσεις με τον συνεταιρισμό λαδιού της Καλαμάτας. Είχαμε πάντοτε παρθένο ελαιόλαδο».

Θαλασσινά με άρωμα Ιταλίας

Αν και είχε μαγαζί έτοιμο να αναλάβει, ο Κυριάκος ήθελε να γίνει γιατρός. Το 1981 πήγε για Ιατρική στη Σουηδία, μια και ο αδελφός της μάνας του ζούσε στη Στοκχόλμη. Εκεί δεν τα κατάφερε, οπότε αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στη Ρώμη. Κάθισε έξι μήνες στην Περούτζια για να μάθει τη γλώσσα και μετά έδωσε εξετάσεις, όπου και πέτυχε. Στην Περούτζια άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στην ομάδα «ΠΑΟΚ-Περούτζια», στο φοιτητικό πρωτάθλημα. Όταν μετακόμισε στη Ρώμη συνέχιζε ως «δεκάρι» να μαγεύει τα ιταλικά γήπεδα, κερδίζοντας το παρατσούκλι «Τζορτζ Μπεστ». «Πηγαινοερχόμουν τα Σαββατοκύριακα με το τρένο, με πλήρωναν τότε 60.000 λιρέτες, καλά χρήματα ήταν. Στην ομάδα είχαμε Ολυμπιακούς, Παναθηναϊκούς, από όλες τις ομάδες. Στην Ιταλία ήμασταν Έλληνες, δεν είχαν χώρο τα οπαδικά», αναπολεί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΟ χάρτης των γλυκών της ΘεσσαλονίκηςΟ χάρτης των γλυκών της Θεσσαλονίκης: 21 δοκιμασμένες διευθύνσειςΚοιτώντας τον τρόπο που περπατάει, εύκολα καταλαβαίνεις ότι έπαιζε ποδόσφαιρο. Τα πόδια του είναι ελαφρώς ανοιχτά λες και βρίσκεται σε ετοιμότητα για να υποδεχθεί την μπάλα. Σε ετοιμότητα ήταν και την πρώτη φορά που συνάντησε την Κύπρια γυναίκα του. «Τα Σαββατοκύριακα έμενα σε φίλους μου στην Περούτζια. Σε ένα από αυτά τα σπίτια είδα τη Φρόσω, που είχε έρθει για διακοπές. Σπούδαζε τότε διακόσμηση στη Φλωρεντία. Δεν έχασα χρόνο, της ζήτησα να με ακολουθήσει για ένα ποτό και μετά της πρότεινα να έρθει στη Ρώμη», περιγράφει συγκινημένος. «Το καλοκαίρι του 1984 ήρθε στο νησί για να γνωρίσει τους γονείς μου και τα Χριστούγεννα του 1991 παντρευτήκαμε στη Λευκωσία. Είμαστε σχεδόν σαράντα χρόνια μαζί», συμπληρώνει η Φρόσω. Κι αυτή η άσπαστη επιθυμία της κοινής ζωής τους κράτησε ενωμένους στα δύσκολα κι τους έμαθε να απολαμβάνουν τις μικρές χαρές, όπως τα βραδινά γεύματα κάθε Πέμπτη στην Περούτζια. Ο Κυριάκος πήρε μεταγραφή από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης στην Περούτζια για να αποφεύγει τα πήγαινε-έλα. Εκεί, το 1987, έγινε φίλος με τον Τζουζέπε, τον γιο του σπιτονοικοκύρη του. «Κάθε Πέμπτη έφερναν φρέσκο ψάρι στην τοπική αγορά. Αγοράζαμε τις προμήθειες μας, παίρναμε τα κρασιά μας και το βράδυ μαγειρεύαμε. Ο Τζουζέπε ήταν μάγειρας στο νοσοκομείο, έφτιαχνε απίστευτα πιάτα», αφηγείται ο Κυριάκος. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, χωρίς να έχει τελειώσει την ιατρική διότι δεν ήθελε να επιβαρύνει άλλο τους γονείς του με έξοδα, στις βαλίτσες του εκτός από ιταλικά πουκάμισα είχε και τις συνταγές του Τζουζέπε. «Ήταν μεγάλος δάσκαλος, μου έμαθε ό,τι ξέρω για τα θαλασσινά, για τις συνταγές με μύδια και τις μακαρονάδες».

Η αξία της καλοσύνης

Κοιτάζοντας το μενού, διαπιστώνω ότι λείπει η κόκκινη μακαρονάδα που μου είχε φτιάξει προ διετίας με ντομάτα, βασιλικό, μύδια και κρασί. «Δεν χωράνε όλες στον κατάλογο, δεν θα προλαβαίνουμε να τις βγάζουμε», αποκρίνεται στο βλέμμα περιέργειας μου και φέρνει στο τραπέζι 4-5 τηγανητές κουτσομούρες και λίγη τυροκαυτερή. Αυτές τις απλές και καθαρές γεύσεις που μαγείρευε η μαμά του στο ατομικό γκάζι έχει κατορθώσει να τις διατηρήσει. Μαζί με τη Φρόσω ανέλαβαν το ουζερί το 1996, ενώ για μια επταετία το δούλευαν μαζί με τον Ιορδάνη. Στην πορεία, απέκτησαν τρία παιδιά, τη Θεοδώρα που εργάζεται ως αισθητικός, τον Τζόρνταν που δουλεύει ως σεφ στο Μόναχο και τον μικρότερο Πέτρο, ο οποίος έχει σπουδάσει τεχνολόγος-τροφίμων και βοηθάει στο ουζερί. Βράδυ Πέμπτης, κοιτώντας τον Κυριάκο να κάθεται δίπλα στη Φρόσω, με φόντο ένα μαγαζί γεμάτο και τον Πέτρο να κανονίζει τις παραγγελίες, ένιωσα μια νοσταλγία. Σαν να παιζόταν μπροστά μου μια ταινία, σαν όσα έβλεπα, αυτά τα καθημερινά κι ανθρώπινα, να είναι βγαλμένα από μια μακρινή εποχή.

Τον ρωτάω αν με τα κόστη που ανεβαίνουν συνεχώς πιστεύει ότι θα μπορέσει να κρατήσει το ύφος του μαγαζιού και τις χαμηλές του τιμές δίχως να μεταλλαχθεί σε μια νεοπλουτίστικη χιπστεριά – νισάφι δηλαδή. «Η σαρδέλα μου έχει 7,5 ευρώ, την κρατάω με νύχια και δόντια. Πόσο να την πάω; Θα μπορεί κάποιος εδώ στις δυτικές συνοικίες, κάποιος γείτονας μας, να δώσει 40 και 45 ευρώ ανά άτομο; Γενικώς, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, η εστίαση κακά τα ψέματα έχει βρεθεί στο στόχαστρο. Εμάς κάπως μας σώζει που το μαγαζί είναι ιδιόκτητο», απαντάει αυθόρμητα. «Οι δικοί μου πεινάσανε, περάσανε πολύ δύσκολα χρόνια. Ο Ιορδάνης μου έδωσε ευχή και κατάρα ποτέ να μην μπει κάποιος στο μαγαζί που πεινάει και τον αφήσω ατάιστο. Μου είχε πει ότι το φαγητό που θα δίνω θα το τρώει εκείνος πάνω στον ουρανό. Θέλω να σου πω, ότι για εμάς το μαγαζί έχει νόημα μόνο όπως είναι σήμερα». Ο πατέρας του του έμαθε να είναι ειλικρινής, και κυρίως, του δίδαξε την αξία της καλοσύνης. «Μας παρότρυνε να μην κρατάμε κακία σε κανέναν, να μην θυμόμαστε το κακό. Να στοχεύουμε πάντοτε στο καλό». Αυταπόδεικτα η καλοσύνη κερδίζει. Κι αν δεν σας αρκεί το αυταπόδεικτο, περάστε για ένα ούζο και μια νόστιμη πατσαβούρα στο ουζερί του Κυριάκου και της φαμίλιας του.

Ιορδάνης

Σταδίου 6, Πολίχνη Θεσσαλονίκης
  • Τηλέφωνο: 2310-654956
  • Ωράριο: Τρίτη-Κυριακή 13:00-00:00
  • Κόστος: 20-22 ευρώ το άτομο χωρίς τα ποτά

*Οι τιμές και το μενού των εστιατορίων είναι αυτά που ίσχυαν κατά τη χρονική περίοδο συγγραφής και δημοσίευσης του άρθρου και ενδέχεται να έχουν αλλάξει.

*Τα ρεπορτάζ αγοράς και τα προϊόντα που προτείνουμε στον Γαστρονόμο είναι επιλογές των συντακτών και δεν έχουν εμπορικό σκοπό ούτε αποφέρουν διαφημιστικό έσοδο.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών