Στο τηλέφωνο, που συχνά χτυπά για μύρια όσα, σύντομα κατάλαβα πως η άλλη άκρη της γραμμής δεν πούλαγε πρόγραμμα ή αναβάθμιση, δεν ήταν τράπεζα ούτε έρευνα αγοράς.
Ήταν ο Τάκης:
Έχω ένα κηπαράκι με δέντρα και είναι και μια περγαμοντιά! Τι λες; Ερχεσαι να την αλαφρύνεις; Λυγά από το βάρος.
Στην καρδιά αγαλλίαση, στα χέρια ελαφρύς ιδρώτας, στα πόδια μου φτερά, μια παραζάλη ευφραντική, που εντάθηκε σαν είδα το πλούτος και την ομορφιά του δέντρου. Ταξίμι στο μπουζούκι του Ισίδωρου Παπαδάμου, χαϊδεύει τ’ αυτιά φωνή απ’ τα «τατάρικα»:
«Για τον μπαξέ του λεύτερο μου ’δωσ’ ο μπαρμπα-Σταύρος/ να κόβω λάπατα, παλιά, δυόσμο και κάνα γράβο…»
Σταύρος κι ο χρόνια φευγάτος πατέρας του Τάκη. Συντάκτης του λεξικού της Ακαδημίας. Ξεφυλλίζω δικές του σελίδες, δεν μπορεί, δικό του το κηπαράκι, κάτι θα ξέρει για την αίσθηση που σου αφήνουν τα αιθέρια αρώματα του εξόχου εσπεριδοειδούς και όχι μόνο. Βρίσκω τη γιαγιά μου να συνέρχεται μετά από γλυκο-ράντισμα στο σατιρικό δίστιχο:
«Για φέρτε γλυκοράντε, για φέρτε μυρωδιές/ γιατί η Ρουσουνέλαινα έχει λιοθυμιές»*…
Για το περγαμόντο έμαθα πολλά. Εως τώρα το είχα σαν μνήμη έντονου αρώματος, σαν παρακαταθήκη ξινόπικρης γεύσης. Εμαθα περισσότερα όταν έξι μεγάλες σακούλες συγκομιδής μοιράστηκαν ευθύς στα τρία. Δύο ο ζαχαροπλάστης της παρέας, που έδωσε τα μισά σε κοινό μας φίλο Ιταλό εστιάτορα, δύο η πεθερά μου, που μοίρασε και στη γειτονιά, και δύο εγώ, που τα μοιράστηκα με μάγειρα κολλητό. Εκπληκτική εμπειρία: κανείς δεν κράτησε όλο το μερδικό του! Τόση χαρά, ένα και μόνο δέντρο. Φτιάξαμε όλοι πάνω στα περγαμόντα μας ιστορίες. Γλυκές ιστορίες, πικρούτσικες, αρωματικές, μεθυστικές, πλασμένες με ευφραντική διάθεση και έγνοια να επιστραφούν ως αντίδωρο στον νοικοκύρη, που είχε αποδειχθεί στα μάτια μας διπλά μερακλής. Από τη μια να καλλιεργεί με αξιοσύνη δέντρα στον μπαξέ του κι από την άλλη να κατέχει την ύψιστη τέχνη να μοιράζεται. Στην πόρτα του έφτασε -εν είδει βιδανίου- μια νομή που δεν την περίμενε ούτε τη γύρεψε ο ίδιος: γλυκά, μαρμελάδες, φλούδες αποξηραμένες, ξύσμα φουρνιστό, κρέμες βουτυράτες εγγλέζικες, ηδύποτα και σορμπέ, όλα γεννήματα του δικού του δέντρου, όλα γεννήματα της δικιάς του περγαμοντιάς.
Αν η γιαγιά μου, όπως είδαμε, έγινε σατιρικό δίστιχο και συνήλθε από λιποθυμία με αιθέριο έλαιο από περγαμόντο;
Αν αυτό ισχύει κι αν σοβαρά ισχυρίζεται και όχι ποιητική αδεία ο Ελύτης:
«…πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω ποιήματα ώστε να ερωτεύομαι σωστά»**,
Τότε μάλλον σωστά πορεύονται όσοι δημιουργούν κύκλους προσφοράς, όσοι ασκούνται κάθε μέρα που ξημερώνει στην τέχνη να μοιράζονται μαγικά φίλτρα που ομορφαίνουν τη ζωή, με τη μαγειρική και τη δημιουργία, για φίλους και με φίλους.
*Σταύρου Μάνεση, Ιστορικό Λεξικό του Μυκονιάτικου Ιδιώματος, σελ. 254, τόμος 1
**Οδ. Ελύτη, Εκ του πλησίον, 1998