Βράδυ στην κεντρική πλατεία της Κυψέλης, ψάχνουμε ένα μικρό κονγκολέζικο εστιατόριο με αυθεντική αφρικανική κουζίνα. Βρίσκουμε το Chri Bri bar restaurant σε μια κάθετο – ένα γωνιακό μαγαζάκι με μια διακριτική πινακίδα που δεν προδίδει με την πρώτη ματιά ότι πρόκειται για εστιατόριο. Μπαίνοντας πέφτουμε πάνω σε μια τοιχογραφία με δύο γυναίκες, η μία από τις οποίες κουβαλάει στην πλάτη το παιδί της, που τρίβουν μυρωδικά γελώντας. Στον κυρίως χώρο τα afro beat μας βάζουν αμέσως σε χορευτική διάθεση. Είναι αρκετά σκοτεινός, χωρίς παράθυρα -επιλεγμένος επίτηδες έτσι για καλή ηχομόνωση, ώστε να κάνουν πάρτι και εκδηλώσεις-, με λίγα τραπεζάκια και κάδρα με εικόνες από την κονγκολέζικη καθημερινότητα στους τοίχους. Μας κάνουν εντύπωση τα τραπεζομάντηλα από παραδοσιακά αφρικανικά υφάσματα σε έντονα χρώματα. Έχουμε την αίσθηση ότι μπαίνουμε σε ένα ζεστό σπίτι και αυτό μας αρέσει.
Μας υποδέχεται ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο Κάλεν. «Ήθελα να φτιάξω έναν χώρο για να γνωρίσω την κουλτούρα του Κονγκό στους Έλληνες. Να έρθουν, να ακούσουν τη μουσική και να γνωρίσουν το φαγητό μας. Να υπάρχει μια αλληλεπίδραση», λέει. Ο ίδιος έφτασε στην Ελλάδα το 1998, εποχή που ξεκίνησε ο δεύτερος πόλεμος του Κονγκό. Γεωπόνος στο επάγγελμα, δούλεψε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, αλλά είχε πάντα την επιθυμία να ανοίξει κάτι δικό του. Όταν γνώρισε τον συνεργάτη του, που εργαζόταν σε αθηναϊκά εστιατόρια για καιρό, συνειδητοποίησαν ότι είχαν το ίδιο όραμα κι έτσι ένωσαν τις δυνάμεις τους και άνοιξαν το Chri Bri.
Άγνωστες λέξεις, έντονες γεύσεις, παράξενες εμπειρίες
O Κάλεν αναλαμβάνει να μας εξηγήσει το μενού, γιατί έχουμε πολλές απορίες και περισσότερες άγνωστες λέξεις. Για αρχή παραγγέλνουμε Palm Drink, ένα αλκοολούχο ποτό από χυμό αφρικάνικου φοίνικα, που μετά από ζύμωση αποκτά μια πολύ ιδιαίτερη γεύση που θυμίζει ξινή μπίρα. «Πίνουμε πολύ μπίρα στο Κονγκό, δεν έχουμε κρασί, είναι μέρος της κουλτούρας μας. Υπάρχουν πολλές, αλλά δεν τις εισάγουμε, γιατί η τιμή τους εκτοξεύεται με τον φόρο», μας ενημερώνει. «Έχουμε κι ένα είδος τσίπουρου από καλαμπόκι, τόσο δυνατό που κανονικά απαγορεύεται, αλλά όλοι το φτιάχνουν στα σπίτια τους. Το Palm Drink το πίνουμε κανονικά σε ποτήρια από κολοκύθια, τα οποία κουφώνουμε και τα μετατρέπουμε σε σκεύη, κάτι που δίνει στο ποτό άλλη γεύση. Το σερβίρουμε αφού το ανακατέψουμε καλά».
Ο κατάλογος εδώ περιλαμβάνει παραδοσιακά φαγητά και πιάτα μπάρμπεκιου που βρίσκει κανείς στα μπαρ του Κονγκό, έξω από τα οποία, σε ένα μεταλλικό δοχείο με φωτιά και κάρβουνα στον πάτο, ψήνεται το κρέας, ενώ η μουσική παίζει δυνατά και η μπίρα κατεβαίνει σαν νεράκι. Η σκηνή αυτή συναντάται και στο ανατολικό Κονγκό, όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα Κινσάσα, αλλά και στο δυτικό (Κατάνγκα), απ’ όπου κατάγεται ο Κάλεν και όπου μιλούν τη διάλεκτο λινγκάλα. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας καλύπτεται από τροπικά δάση και ένα μικρότερο από σαβάνα.
Όσο περιμένουμε να ετοιμαστεί το φαγητό ο Κάλεν μας λέει: «Εδώ σερβίρουμε τα πιο βασικά. Στο Κονγκό τρώμε πράγματα που ίσως στους Έλληνες ακούγονται παράξενα – πολλά είδη εντόμων, προνύμφες, κάποια ζώα του δάσους. Καμιά φορά έχουμε προνύμφες και στο μαγαζί, είναι σπέσιαλ πιάτο, γιατί δεν το φέρνουμε συχνά από την Αφρική. Συνήθως το ζητάνε Αφρικανοί, αλλά αν εκφράσει και κάποιος άλλος την επιθυμία, το προσφέρουμε ευχαρίστως».
Εν τω μεταξύ, στο τραπέζι μας φτάνει το φουφού -αφρικανικό ψωμί από σιμιγδάλι- και το πουντού – μαγειρευτό από τη ρίζα του φυτού κασάβα, με πράσινη πιπεριά, μελιτζάνα, κολοκυθάκια, λίγο ψάρι, φοινικέλαιο, κόκκινη πιπεριά, πράσο, πράσινο κρεμμύδι και σκόρδο. Ο Κάλεν μας δείχνει πώς πρέπει να το φάμε. Παίρνουμε ένα κομμάτι φουφού, το χωρίζουμε στα δύο με τον αντίχειρα, κρατάμε το ένα κομμάτι για «ρεζέρβα» και πλάθουμε το άλλο σε μπαλίτσα, την οποία βουτάμε στο πουντού. Τρώμε την μπουκιά καταπίνοντας το φουφού και μασώντας το πουντού. Μας φέρνει και ένα άλλο ψωμί, από το ανατολικό Κονγκό αυτό, το κουάνγκα, που φτιάχνεται χωρίς μαγιά και συνοδεύει τις σάλτσες τους. Είναι ασυνήθιστο στην όψη, με σχεδόν ζελεδένια υφή και ημιδιάφανο, η γεύση του όμως είναι αμυλούχα.
Μια αφρικανική κυψέλη, στην Κυψέλη
Στην κουζίνα τα κάρβουνα έχουν κάψει και το μακέμπα -αφρικανικό μπάρμπεκιου- ξεκινάει. Πρώτα ψήνεται το τιλάπια, ψάρι του γλυκού νερού, που έχει μαριναριστεί σε ένα μείγμα με έντονη γεύση από λευκό πιπέρι, φρέσκο κρεμμύδι, σκόρδο, τζίντζερ και ένα… μυστικό συστατικό. Ενδιαφέρον έχει και το μακέμπα ντάμπα (κατσικάκι στα κάρβουνα), σερβιρισμένο με πλαντέν (μπανάνες Αντιλλών που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική), ενώ υπάρχουν και χορτοφαγικά πιάτα. «Είναι συνταγές που φτιάχνουν οι Κονγκολέζοι στα σπίτια τους», εξηγεί ο Κάλεν. «Τις έχουμε προσαρμόσει λίγο στα δεδομένα της Ελλάδας, γιατί δεν υπάρχουν κάποια υλικά. Τηρούμε το 90% της παράδοσης. Στο Κονγκό τα τρώμε όλα πολύ καυτερά, εδώ τα έχουμε απαλύνει κάπως για να μπορούν να τα φάνε όλοι. Σερβίρουμε και μια σάλτσα από πίρι πίρι, πολύ καυτερή. Οι πιο πολλοί πελάτες μας προέρχονται από την κοινότητα του Κονγκό, αλλά έχουμε και κάποιους από άλλες χώρες της Αφρικής, όπως και Έλληνες και αρκετούς τουρίστες. Τα σχόλια που ακούμε είναι πολύ καλά. Σαν κοινότητα είμαστε οργανωμένοι. Έχουμε μια ένωση και αλληλοΰποστηριζόμαστε. Στο μαγαζί έρχονται οι άνθρωποι για να χαλαρώσουν μετά τις δουλειές τους και να διασκεδάσουμε με χορό και μουσική. Μετά τις 9 το βράδυ γίνεται χαμός. Όποιος θέλει να ζήσει μια αυθεντική κονγκολέζικη εμπειρία είναι ευπρόσδεκτος. Θα του μάθουμε και κινήσεις αφρικανικού χορού», λέει και γελάμε.
Μικρό λεξικό κονγκολέζικης κουζίνας:
Φουφού: Το ψωμί του δυτικού Κονγκό, από σιμιγδάλι.
Κουάνγκα: Το ψωμί του δυτικού Κονγκό, από ρίζα κασάβα.
Ματαγιάμπου: Ψάρι του γλυκού νερού σε σάλτσα.
Πουντού: Παραδοσιακό μαγειρευτό με κασάβα.
Μακέμπα: Αφρικανικό μπάρμπεκιου.
Μακαγιάμπου: Παστό ψάρι σε κόκκινη σάλτσα με πιπεριές.
Το Chri Bri Bar & Grill κάνει και delivery
Στην οδό Σκύρου 21, Κυψέλη, βρίσκεται και το κονγκολέζικο παντοπωλείο απ’ όπου προμηθεύονται τις πρώτες ύλες και τα όμορφα υφάσματα.