Περνώντας, είτε με το αυτοκίνητο, είτε με τα πόδια, θα τραβήξει το βλέμμα σου. Το Indian Chef είναι πάνω στη λεωφόρο Συγγρού, απέναντι από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, οπότε στα τραπέζια του συναντάς τουρίστες που κυκλοφορούν στην περιοχή, αλλά και Ινδούς που μένουν εδώ και Αθηναίους που αγαπούν την ινδική κουζίνα – εδώ και πολλά χρόνια, άλλωστε, έχει αρκετούς εκπροσώπους στην πόλη. Ζευγάρια, παρέες, κάποιοι μόνοι που θέλουν να φάνε κάτι πριν συνεχίσουν τη μέρα ή το βράδυ τους βρίσκουν τη γωνιά τους. Άλλοι κάθονται στην ψηλοτάβανη σάλα που παίζει μεταξύ φολκλόρ και μοντέρνου με τα λιτά έπιπλα και τα φωτιστικά, τα σκαλιστά χωρίσματα και τα διάφορα διακοσμητικά κι άλλοι στην «αυλή» που έχουν στήσει σχεδόν πάνω στο πεζοδρόμιο. Κλειστή από τη μεριά του δρόμου, ανοικτή από πάνω, σπαρμένη με γλάστρες με πρασινάδες και λουλούδια, έχει λίγο παραπάνω θόρυβο λόγω της μόνιμης κίνησης, αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί όσους την προτιμούν.
Ο Aman Preet Singh, που είναι από το Παντζάμπ, στα βόρεια της χώρας, πρωτοάνοιξε το εστιατόριο με τον αδερφό του σε έναν μικρό χώρο απέναντι από τους στύλους του Ολυμπίου Διός – εδώ μεταφέρθηκε αργότερα, ενώ στο μεταξύ η ίδια οικογένεια άνοιξε και το Royal Indian Chef, πάνω στη Συγγρού και αυτό. Ο κατάλογος είναι πραγματικά τεράστιος. Σελίδες και σελίδες. Και κάθε φορά να τρως κάτι διαφορετικό, θα αργήσεις να τον εξαντλήσεις. Έχει δε μια μεγάλη γκάμα από χορτοφαγικά πιάτα που μπορεί να διερευνήσει κανείς. Παρότι φλέρταρα με την ιδέα του κάρι με κόκκινες φακές (dal) που παραγγέλνω σχεδόν πάντα σ’ όποιο ινδικό και αν βρεθώ, κατέληξα στις μπάμιες massala, που ήταν ωραία τραγανές, σε πυκνή σάλτσα που μοσχοβολούσε κόλιανδρο και κύμινο. Ακολούθησε το ambarsariya kulche, ένα πλήρες γεύμα (πες το και platter, οι Ινδοί το λένε thali) στην προκειμένη από το Παντζάμπ. Είναι μια πίτα με πατάτα, κόλιανδρο και κρεμμύδι, ψημένη σε φούρνο ταντούρι, που έρχεται σε ένα σκεύος με χωρίσματα, παρέα με πικάντικα, πολύ νόστιμα chana masala (ρεβύθια, μαγειρεμένα με μπαχαρικά), γιαούρτι, για να σβήνεις την κάψα, κρεμμύδι και τουρσάκια για… ένταση στην ένταση. Cucina povera αλά ινδικά, ένα πράγμα.
Όχι ότι δεν υπάρχουν ανάλογα πολλές επιλογές σε κρέας. Από εκείνο το «στρατόπεδο» ξεχωρίζω το πικάντικο κοτόπουλο tikka −όσοι τρώνε ινδικά το ξέρουν καλά− που το μαρινάρουν σε γιαούρτι και μπαχαρικά και το ψήνουν στο ταντούρι. Τα μεγάλα κοκκινωπά κομμάτια σερβίρονται πάνω σε πράσινες και κόκκινες πιπεριές και κρεμμύδια που τσιτσιρίζουν την ώρα που έρχονται στο μαντεμένιο σκεύος. Πήραμε επίσης το αρνί bhuna, που είναι σχετικά καλή επιλογή για όσους θέλουν ένα πιάτο με μια νότα μόνο κάψας κι ένα ρύζι zeera με κύμινο και κόλιανδρο, μυρωδάτο, αλλά στεγνό. Εμείς ήπιαμε μπίρα, εναλλακτικά, όμως, ιδίως αν διαλέξετε κάποια από τα πιο καυτερά της κουζίνας, όπως το Madras ή το Vindaloo, μπορείτε να πάρετε και lassi, ένα δροσερό γιαουρτορόφημα, γλυκό, γλυκάλμυρο (με αλάτι) ή αρωματισμένο με μέντα. Μια που ο χαλβάς με το καρότο και το καρδάμωμο είχε τελειώσει, κλείσαμε με συμπαθητικούς gulab jamun, τους ινδικούς γαλατένιους λουκουμάδες, που εδώ αφού τους τηγανίσουν σε ghee (ινδικό βούτυρο), τους ανοίγουν στη μέση και τους βάζουν μια κουταλιά παγωτό.