Ο Krishna (Kris) Pokharel γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νεπάλ. Στη χώρα μας βρέθηκε πριν από είκοσι πέντε χρόνια, για χάρη μιας Ελληνίδας που γνώρισε στη χώρα του και η οποία έμελλε να γίνει γυναίκα του. Δηλώνει πως αγαπά την Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη, για τον καιρό της και τους ανθρώπους της. Ευγενής, μιλάει άριστα τα ελληνικά και οι εκπαιδευτικές του καταβολές κάθε άλλο παρά σχετίζονται με τη γαστρονομία: ο πατέρας του είναι καθηγητής σανσκριτικής γλώσσας και πρύτανης του Πανεπιστημίου του Κατμαντού, η γυναίκα του είναι φιλόλογος, ο ίδιος σπούδασε πολιτικός μηχανικός και εργάστηκε δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια ως καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ ο γιος του σπουδάζει φιλόλογος στην Αθήνα. Πώς άφησε τις κατόψεις κτιρίων και τα ρυμοτομικά σχέδια, για να ανακατευτεί με πάστες κάρι και ραΐτες; «Η κουλτούρα της χώρας μου σχετίζεται με την κοινωνικοποίηση γύρω από ένα τραπέζι στρωμένο με φαγητό», απαντά ο Κρις. «Στο Νεπάλ, η διασκέδαση μεταφράζεται σε έξοδο για φαγητό, κυρίως σε σπίτια φίλων ή συγγενών, μεταξύ μας δηλαδή», συμπληρώνει. Με τόση σημασία που έχει το φαγητό στην κοινωνική ζωή των Νεπαλέζων, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι ο Κρις έμαθε να μαγειρεύει από παιδί–και του αρέσει. Όταν μάλιστα ήρθε να μείνει στην Ελλάδα, η περιέργεια των φίλων που απέκτησε εδώ ήταν τεράστια. Τι τρώνε στο Νεπάλ; Ο Κρις απαντούσε μαγειρεύοντας. Να τα τραπεζώματα, να οι ανταλλαγές συνταγών, να τα καινούργια πιάτα σε κάθε αφορμή, η παρέα άρχισε να πετάει την ιδέα ότι θα έπρεπε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το φαγητό και να ανοίξει ένα εστιατόριο.
Το πήρε λοιπόν απόφαση όχι μόνο να μας συστήσει το νεπαλέζικο φαγητό (που είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ινδικό), αλλά περισσότερο να λύσει μια μεγάλη παρεξήγηση: ότι η ινδική κουζίνα είναι βαριά. Βλέπετε, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη σίτιση, πρωτοξεκίνησε σε ένα ινδικό εστιατόριο στην Κέρκυρα κι εκεί διαπίστωσε τη γνωστή κακοποίηση αυτής της κουζίνας, με κακές μαγειρικές τεχνικές, έτοιμα μείγματα μπαχαρικών και βαριές σάλτσες. Αυτή η λανθασμένη εικόνα έπρεπε να αλλάξει. Με τα πιάτα που δοκιμάζουμε στο Om Namaste το προσυπογράφουμε. Είναι απίθανα αρωματικά, με συνδυασμούς μυρωδικών και μπαχαρικών άλλοτε οικείων και άλλοτε ολότελα ασυνήθιστων, γεύσεις πικάντικες, σάλτσες πυκνές, μα με την καρύδα και το μάνγκο να ξεπετάγονται σαν δροσερές νότες και με μαρινάδες έξτρα πλούσιες και πολύπλοκες, αλλά χωρίς να βαραίνουν το στομάχι, πείθοντας και τον πλέον δύσπιστο. Τα μείγματα ετοιμάζονται στην κουζίνα από σπόρους μπαχαρικών και αλέθονται σε ειδικό μπλέντερ που ο Κρις έφερε από την Ινδία. Με ένα μπολάκι δροσερή ραΐτα ή ένα ποτήρι απολαυστικό mango lassi (smoothie με μάνγκο και γιαούρτι) θα αγαλλιάσει και ο πιο ευαίσθητος ουρανίσκος.